Mother’s Guilty Pleasure Part One
"Σκοτώστε τη μάνα σας όσο είναι ακόμα νέα" είχε πει κάποτε ο Πολ Ελυάρ, σε έναν αιχμηρό αφορισμό για τον απογαλακτισμό από τις κάθε είδους αυθεντίες στην πορεία προς την ενηλικίωση. Σε αυτό το πνεύμα μοιάζει να βαδίζει και αυτό το... δυναμομεταλλικό νέο συγκρότημα. Της Ελένης Φουντή
Progressive power metal ιστορίες ένοχης απόλαυσης για την ενηλικίωση (χωρίς δράκο)
Ψυχραιμία. Μπορεί τα πράγματα να είναι χαοτικά αλλά ακόμα και στο μάτι του κυκλώνα νηνεμία επικρατεί, δεν θα βγει άκρη με ένα άλμπουμ; Βέβαια το πρόβλημα είναι πως όσο παίζει το “Mother's Guilty Pleasure Part One”, πέραν της ανυπομονησίας μου για ένα δυνητικό Part Two, σκέφτομαι χίλια πράγματα που θέλω να πω και μόλις τελειώνει ο δίσκος τίποτα. Το ξανακούω, χαμός. Τελειώνει, πάλι τίποτα. Σαν τον Ροζ Πάνθηρα στο έρημο δρομάκι που μόλις κάνει μισό βήμα περνάνε τα αυτοκίνητα δέκα - δέκα. Με μπλοκάρει το US power metal (USPM), δεν θέλει πολλή ανάλυση, αλλά γι’ αυτό τον δίσκο θα ξεμπλοκαριστώ.
Θέλει πάντως μια εισαγωγή εν προκειμένω για τους αναγνώστες του MiC. Όχι γιατί δεν ακούνε metal γενικώς, αλλά γιατί το power metal ειδικώς, ως εσωστρεφές στρουμφοχωριό (δεν παρέλειψα να χρησιμοποιήσω τον όρο και στην ανασκόπηση της περσινής συναυλίας των Helloween - τι εννοείς “δηλαδή θα στείλεις και δεύτερο κείμενο για power metal στην αρχισυνταξία;” ε τι λέμε τόση ώρα), ανθίσταται στις προσμίξεις με παραέξω μουσικές με αποτέλεσμα να συντηρείται κυρίως απευθυνόμενο στους ήδη μυημένους. Με λίγα λόγια, οι Bathory έχουν μικρή πιθανότητα να συγκινήσουν ένα noise rock, post-punk ακροατήριο, μέσω π.χ. μιας ενδεχόμενης καραμπόλας από το blackgaze, και οι Hammerfall καμία. Ανεξάρτητα από το αν οι παουεράδες ενοχλούνται ή καμαρώνουν για την εσωστρέφεια, η ουσία είναι ότι έχουμε ένα κραταιό παρακλάδι του μεταλλικού ήχου που δείχνει τεράστια ανθεκτικότητα εδώ και σαράντα χρόνια.
Το power metal αναπτύχθηκε χοντρικά στα μέσα των 80s στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η αμερικανική σχολή θεωρείται πιο σκληρή και σκοτεινή, με έμφαση στις κιθάρες και η ευρωπαϊκή πιο πομπώδης αλλά ανάλαφρη (γίνεται, ρωτήστε τον Luca Turilli), μελωδική και με περισσότερα πλήκτρα. Το USPM χρησιμοποίησε τον βρετανικό ήχο ως έμπνευση για ένα νέο sub-genre απογυμνωμένο από τις blues / hard rock ρίζες του και τέρμα τα κοντέρ σε κάθε μέτρηση δύναμης, γι’ αυτό είναι η χαρά του μεταλλά που τα θέλει όλα harder, better, faster, stronger που λένε και οι Daft Punk. Δηλαδή αν ρωτήσουμε δέκα εξ αυτών ποιο μεταλλικό ιδίωμα θεωρούν αρτιότερο, οι έξι, μην παραγνωρίζοντας την Αγγλία ως πατρίδα όλου του χώρου και ότι ο ευρωπαϊκός power κλάδος αποδείχθηκε πιο αρραγής και σταθερός εμπορικά, θα δείξουν το USPM ως κορωνίδα. Και δικαίως από μια άποψη, γιατί όσο κι αν χάθηκε το edge στην πορεία, για όσο διάστημα άκμασε το USPM υπήρξε ισοπεδωτικό σε επίπεδο τεχνικής και ισχύος.
Ευτυχώς που αρκετοί αιρετικοί διαφωνούντες όπως εγώ δεν είμαστε καν metalheads και δεν διαταράσσονται οι συμπαντικές αυτές ισορροπίες. Για μένα είναι ακριβώς η αρτιότητα και η “τεχνικότητα” που συχνά λειτουργούν αυτοϋπονομευτικά στο αμερικανικό power, με το harder, stronger (κυρίως) δίδυμο να επιδιώκεται περισσότερο ως τεκμήριο εκτελεστικής επιδεξιότητας, πολυπλοκότητας και επίδειξης δύναμης και λιγότερο ως δημιουργική πρόταση (ένα πρόβλημα από το οποίο υποφέρει και το progressive metal, άλλωστε τέμνονται ισχυρά). Σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό power που ως πιο ατζαμήδικο και γκαφατζίδικο έχει φυσικά άλλα προβλήματα, αλλά απαλλαγμένο από το σύμπλεγμα της τελειομανίας, είναι πιο ανθρώπινο και αφήνει περιθώριο, χώρο (σημαντικός ο χώρος, το να σε αφήνουν να αναπνέεις) στην ατέλεια, στην απαραίτητη μικρή αστοχία που δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία στον ήχο, πράγματα που τουλάχιστον εγώ ψάχνω στη μουσική γενικότερα, εντός και εκτός metal. Δεν αναφέρομαι μόνο σε προφανείς περιπτώσεις όπως η τζαζ που είναι θεμελιωμένη στον αυτοσχεδιασμό, αλλά ακόμα και σε “τεχνικά” ιδιώματα όπως το progressive rock που (στις καλές του) εφορμάται από έμπνευση και όχι από ανάγκη να φανούν τα ωδεία, η γνώση, η μελέτη κλπ.
Δεν είναι θέμα μουσικού στυλ αλλά νοοτροπίας απέναντι στη δημιουργική διαδικασία. Η αλήθεια είναι ότι η (αμφιλεγόμενη) απογύμνωση του σκληρού ήχου από τις blues και hard rock ρίζες του στις ΗΠΑ επέφερε αρχικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα, τόσο με το επιθετικό ύφος π.χ. των Riot και των Jag Panzer (ίσως η χειρότερη επιλογή ονόματος σε συγκρότημα στην ιστορία όλης της μουσικής) όσο και με τις μελωδικές και progressive απολήξεις των καταπληκτικών Fates Warning, των Crimson Glory και άλλων. Κάπου στην πορεία όμως, ανάμεσα στο κυνήγι του γρηγορότερου double kick drumming και του πλουσιότερου κιθαριστικού σόλο, νομίζω ότι χάθηκε η ουσία και φτάσαμε σε vanilla metal ασκήσεις ύφους. Προσπερνάω γρήγορα τα αυτονόητα, ότι υπάρχουν εξαιρέσεις και μάλιστα αρκετές. Αυτά κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσουμε να τα διευκρινίζουμε. Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει ένας μουσικόφιλος στον εαυτό του, ό,τι κι αν ακούει, είναι να απαλλαγεί το γρηγορότερο από απολυτότητες και από την ψευδαίσθηση πως το να μην αλλάζει γνώμη τον κάνει πιο έγκυρο, όταν ισχύει ακριβώς το αντίθετο γιατί οι άνθρωποι ωριμάζουμε (και αυτή είναι η μόνη απολυτότητα που χρειαζόμαστε). Δεν υπάρχει άσπρο - μαύρο λοιπόν, υπάρχουν όμως αισθητικές προτάσεις που μας ταιριάζουν λιγότερο ή περισσότερο κι εμένα το harder, better, faster, stronger με την έννοια που το περιέγραψα μου ταιριάζει λιγότερο.
Τι ωραιότερο λοιπόν από το να εμφανίζονται οι Noor από τον γαλλόφωνο Καναδά με “Flaming Rage” για να ταράξουν τα νερά με ένα progressive / USPM που είναι harder, better, faster, stronger με κεφαλαία και εφορμάται από οργιάζουσα έμπνευση. Επιτέλους. Το χάος επιτείνει το χαριτωμένο παράδοξο ότι πρόκειται για Greek viral φαινόμενο, αφού αρχής γενομένης από το φόρουμ The Forgotten Scroll στις αρχές Μαρτίου, το ντεμπούτο των Noor ξεσήκωσε ντελίριο ενθουσιασμού στην ντόπια μεταλλική κοινότητα σε μια χρονική συγκυρία που μετρούσε ελάχιστα views στο youtube. Εκεί κινήθηκε έξυπνα το Up The Hammers και τους έκλεισε ακαριαία για του χρόνου. Το συγκρότημα συνόψισε την κατάσταση με ένα γλυκό και ξεκαρδιστικό ποστ στο facebook, γιατί εδώ που τα λέμε και σε ποιον δεν έχει συμβεί να βγάλει ένα homemade άλμπουμ το οποίο να γίνεται ξαφνικά δημοφιλές σε μια χώρα στην άλλη άκρη του κόσμου και να του τηλεφωνούν διοργανωτές φεστιβάλ διεθνούς κύρους. Φυσικά όλο και περισσότεροι metalheads από διάφορες χώρες έχουν γυρίσει πια το κεφάλι προς εκείνη τη γωνιά του Montreal.
Η σημασία του ίντερνετ δεν χρειάζεται να τονιστεί, αν και μια αναδρομή στις τοτεμοποιημένες πέτρινες εποχές που ο κόσμος ουσιαστικά είχε πρόσβαση στις αμερικάνικες και βρετανικές κυκλοφορίες που επέλεγαν γι’ αυτόν οι πολυεθνικές θα ήταν χρήσιμη στους ταλαίπωρους “ωραία χρόνια που πίναμε νερό από το λάστιχο”. Και το παρελθόν δεν θα ακύρωνε (αυτό δεν γίνεται ούτως ή άλλως) και το παρόν θα τους βοηθούσε να καταλάβουν και εμείς θα γλιτώναμε από ένα σωρό ανενημέρωτες ανοησίες. Win - win. Επειδή όμως στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, προχωράμε.
Καταρχάς τι παράξενο εξώφυλλο. Υποθέτω το διάλεξαν για να τραβήξει τα βλέμματα. Παλιό καλό κολπάκι η οριακή αισθητική τύπου so bad it’s good ή so bad it’s just bad. Το σίγουρο είναι ότι έδωσε κατευθείαν στη μουσική μια άγρια, τρομακτική σχεδόν διάσταση, μια άβολη ομορφιά (σαν αυτή της εικονιζόμενης μαμάς), κάνοντας την ακρόαση μια disturbing εμπειρία, ένα Guilty Pleasure σχεδόν (ωπ, τι έγινε εδώ) κι εγώ εκτιμώ τα εξώφυλλα που υπεισέρχονται στην ακρόαση, ειδικά όσα με φέρνουν σε δύσκολη θέση. Αυτός ο δίσκος με ταράζει όχι μόνο γιατί είναι καλό σκοτεινό prog power αλλά και γιατί όσο τον ακούω σκέφτομαι τη χαμογελαστή μαμά με το μαχαίρι στο θώρακα. Επίσης, προφανώς ο διάλογος που ανοίγει το τελευταίο κομμάτι, που παραπέμπει έξυπνα και στο “Operation: Mindcrime” των Queensrÿche (μέχρι και για “mental institution” μιλάει) έχει συνάφεια με το εξώφυλλο, αλλά, επιπλέον, μια ματιά συνολικά στους στίχους ενίσχυσε την αρχική μου υποψία ότι το καρφωμένο μαχαίρι στη μαμά πιθανόν να συμβολίζει την αποκοπή από το προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον και την πορεία προς την ενηλικίωση.
Πχ “Time for me to face light and make use of my power [..] compliments to the tailor of your red attire as I make up for the pace of time's misfire”, “Flaming rage reaped from your past and the cure that you blend, all the voices that call you a slave, they share your bed”, “Fly, break free, grab a shooting star, the revulet that bends to rocks won't reach lakes afar, doesn't ever truly matter who we are, life's too narrow, gone tomorrow” κλπ.
Και δώστου αναφορές σε comfort places με “sweet old mother”, “rose gardens”, “the one rose that never bleeds” εδώ κι εκεί.
Εντάξει, δεν ξέρω αν όντως έχουμε έναν concept δίσκο (θα ρωτήσω τους Noor), πάντως οι ενδοσκοπικοί στίχοι κάνουν έτσι κι αλλιώς το εξώφυλλο αρκετά συναφές. Το artwork έχει άποψη, επηρεάζει την ακρόαση (άρα είναι λειτουργικό), έχει σημαδέψει πια το άλμπουμ και ελπίζω να μην έχουμε δυσάρεστα απρόοπτα με κανένα εναλλακτικό generic εξώφυλλο όταν βγει ο δίσκος σε φυσική μορφή (θέλω να πιστεύω ότι θα βγει). Αρκετά digitized κάστρα, βουνά και δράκους έχει το power (ομολογουμένως κάποια ωραία). Μια sui generis παραδοξότητα που ήρθε από το πουθενά την αναδεικνύεις, δεν της κόβεις τα φτερά. Έτσι είναι και η μουσική των Noor άλλωστε, μια sui generis παραδοξότητα που ήρθε από το πουθενά. Χωρίς δράκο.
Το ομώνυμο opener ας πούμε λειτουργεί όπως το εξώφυλλο. Πατάς play και λες τι είναι αυτό; Ο δίσκος ξεκινάει με ένα πριμαριστό (θα επιστρέψω στον χαρακτηρισμό) μακρόσυρτο riff που επί δύο λεπτά λίγο είναι thrashy, λίγο πάει και προς το grunge / alternative rock, λίγο μαυρομεταλλίζει, λίγο δεν ξέρεις τι θα σε βρει με αυτό το ερπετό και θεωρητικά μπορεί να πάει προς οποιαδήποτε περιοχή του σκληρού ήχου, άλλωστε δεν βοηθάει και το artwork που σου έχει δημιουργήσει σύγχυση. Δηλαδή eye-catcher εξώφυλλο και ear-catcher μουσική; Μα τι θράσος (μπράβο). Προοδευτικά ξεδιπλώνεται ένα σκοτεινό prog power αθρόου μελωδικού πλούτου και πολυπλοκότητας, όπου εμφανώς σπρώχνει η έμπνευση και όχι κάποια μεγαλομανία. Και παρόλο που με το τέλος του πρώτου κομματιού έχει μπει κάπως το μουσικό πλαίσιο, δηλαδή ξέρεις τουλάχιστον ότι το ερπετό τράβηξε προς το prog / USPM και όχι πχ προς το black metal, κομμάτια όπως το “Golden Coffin” (φιλάργυροι, ακούστε και πάρτε το αλλιώς) που περιλαμβάνει ορυμαγδό μελωδικών θεμάτων, ρυθμικές αλλαγές, αλλαγές τονικότητας κλπ δείχνουν ότι οι Noor δεν κρατιούνται. Έχουμε ένα πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα που φαίνεται να εκρήγνυται από έμπνευση και χτίζει μια ασφυκτική και απρόβλεπτη εμπειρία ακρόασης, όπου κάθε δευτερόλεπτο είναι σημαντικό και δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει.
Σε άλλα κομμάτια υπάρχουν σπουδαία riff που κάνουν δυο γύρους και εξαφανίζονται για πάντα. Κιθαριστικά θέματα που θα περίμενες να τραβάνε αλλά είναι σφηνάκια. Τι άλλο μπορεί να σημαίνουν αυτά αν όχι ότι τους τρέχουν οι ιδέες από τα μπατζάκια; Αλλά και ότι φαίνεται να μην τους αφορούν τα στερεότυπα από τα οποία υποφέρει ο χώρος, τουλάχιστον με βάση ό,τι ακούμε εδώ (αυτά έχω, αυτά κρίνω). Το “Mother's Guilty Pleasure Part One” μπορείς να το πεις progressive metal, prog USPM, prog anything αλλά πάντως είναι ένας ουσιωδώς progressive δίσκος, δηλαδή πρωτοποριακός.
Middle-eastern progressive power θα έλεγα, καθώς - εκτός από το ”Hoodlum” που με πάει στους Iron Maiden της εποχής Blaze Bayley και το “Roseblood” - είναι βουτηγμένο στη Μέση Ανατολή. Δύσκολα πράγματα. Δεν μπορεί ο καθένας να ακουμπάει την κουλτούρα του αραβικού κόσμου χωρίς να καίγεται, αλλά το μεσανατολικό στοιχείο είναι πραγματικά ένα από τα μεγαλύτερα ατού εδώ. Οι Noor έχουν βέβαια και τον Thomas Karam, έναν χαρισματικό τραγουδιστή που μπορεί να σηκώσει το βάρος, μια φωνή που σε λυγίζει κάτω από τα περίτεχνα γυρίσματα και τα φαλσέτα, αλλά κυρίως κάτω από τον λυγμό καθώς γλιστράει στις αραβικές κλίμακες. Να και η μικρή αναγκαία αστοχία. (Οι έλληνες μεταλλάδες βλέπουν ομοιότητες με τη χροιά του Γιάννη Παπαδόπουλου των Wardrum και έχουν δίκιο, αλλά νομίζω ότι ο Παπαδόπουλος ακούγεται πιο “δυτικός”). Θα ρισκάρω και μια εικασία ότι υπάρχουν αραβικές ρίζες εδώ. Δηλαδή έχουμε ένα συγκρότημα με αραβικό όνομα, που αφιερώνει ένα από τα καλύτερα κομμάτια (“Hills Of Qartaba”) σε τοπωνύμιο του Λιβάνου, παίζει μεσανατολικό prog power και ο τραγουδιστής / κιθαρίστας λέγεται Karam. Θα εκπλαγώ αν πρόκειται για σύμπτωση.
Επιστρέφω και στο πριμαριστό riff. Πριμαριστό είναι όλο το άλμπουμ. Στην πρώτη ακρόαση ενοχλήθηκα. Όλη η δουλειά φυσικά είναι σπιτίσια. Έχουμε αυτοέκδοση, οι Noor έβγαλαν τον δίσκο μόνοι τους και δεν εξαρτώνται αλλά ούτε και στηρίζονται από κάποια εταιρεία. Όσο και αν δεν είναι οι μόνοι που το κάνουν, το εγχείρημα παραμένει δύσκολο. Σε κάθε περίπτωση, δεν με απασχολεί πια ο πριμαριστός ήχος, γιατί έχει κερδίσει η ακρόαση συνολικά.
Αλλά θα το πάω προβοκατόρικα και ένα βήμα πιο κάτω, γιατί ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τονε βγάλαμε με προτάσεις “βελτίωσης” από πρόθυμους φανς. Όταν κάτι ξεχωρίζει όχι μόνο για την ποιότητά του αλλά και για τη μοναδικότητά του δεν το ακουμπάς. Δεν πειράζεις εξώφυλλο, δεν πειράζεις παραγωγή. Τώρα ξέρω ότι μπαίνω σε επικίνδυνες περιοχές για τη μεταλλική κοινότητα, αλλά θα μπω: Η μουσική δεν είναι τεχνικό προϊόν για να την αποσυνθέτουμε στα εις εξ ων συνετέθη, να λέμε έτσι το riff, έτσι εκείνη η μπότα, ήθελα ακόμα ένα σόλο εδώ, τελειώσαμε. Χρήσιμα είναι κι αυτά, και εγώ τα λέω, αλλά δεν μπορεί να μπαίνουν πάνω από τη μεγάλη εικόνα, που για τον ακροατή είναι ότι ένας δίσκος παράγει τα συναισθηματικά αποτελέσματα που παράγει ως ολοκληρωμένο έργο. Δεν ξέρω αν θα πήγαινε στο “Mother’s Guilty Pleasure Part One” μια άλλη παραγωγή, πάντως ο κίνδυνος να στρογγυλέψει και να χάσει την οξύνοιά του, ίσως και μέρος από το progressive στοιχείο, εξαιτίας μιας ογκώδους παραγωγής είναι μεγάλος και ένα τέτοιο άλμπουμ που δεν παράγει απλά ευχαρίστηση αλλά σε φέρνει σε δύσκολη θέση, δεν πρέπει να στρογγυλέψει και να γίνει “κανονικό”. Δεν πρέπει να σταματήσουμε να νιώθουμε άβολα με το “Mother’s Guilty Pleasure Part One”. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για το εξώφυλλο, πολλαπλάσια κιόλας, γιατί το οπτικό ερέθισμα είναι ακαριαίο. Don’t fix what’s not broken. Διαχρονικό. (Εν τέλει, τους Noor τους ρώτησε κανείς;)
Κλείνω αιρετικά με χρήσιμα διδάγματα από το indie rock. Αφού η βρετανική indie pop / rock σκηνή άντεξε να φέρει ως κορωνίδα των 90s το ντεμπούτο των Stone Roses που βγήκε στις 2 Μαϊου 1989, θα αντέξουμε κι εμείς το άλμπουμ που σημαδεύει το 2024 να έχει κυκλοφορήσει στις 13 Δεκεμβρίου 2023. Πολλώ δε μάλλον όταν δεν ήταν διαθέσιμο για αγορά πριν τις 20 Φεβρουαρίου 2024, ημερομηνία κυκλοφορίας κατά bandcamp (μεγάλη η χάρη του). Keep calm and listen to Noor. Ψυχραιμία.
Update: Ρώτησα τους Noor και μου απάντησαν. Έπεσα μέσα στους συμβολισμούς του εξωφύλλου και τις αραβικές ρίζες του συγκροτήματος. Είναι concept album για την αυτονόμηση από τη μητρική αγκαλιά και την πορεία προς την ενηλικίωση. Ο Thomas Karam είναι από τον Λίβανο και ο Simon Jarmosh από τη Συρία.