More Wealth Than Money
Πως να ακουγόταν άραγε τότε, το 1982, μετά τον σίφουνα του πανκ, η επιστροφή στα αυτοσχεδιαστικά τζαμαρίσματα; Μια επανέκδοση με αιτία και σκοπό δίνει μία απάντηση... Του Μάνου Μπούρα
Τι στα κομμάτια σημαίνει Normil Hawaiians; Και με ποιο τρόπο αντιπροσωπεύει η εικόνα στο εξώφυλλο το περιεχόμενο του δίσκου; Και εδώ που τα λέμε, πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε αυτό ακριβώς το περιεχόμενο; Με άλλα λόγια, τι διάβολο είναι αυτά που ακούω σ’ αυτό το διπλό άλμπουμ;
Αυτές ήταν μερικές μόνο από τις απορίες που είχα ακούγοντας το παρόν άλμπουμ, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Έμαθα την ύπαρξη του δίσκου, τόσο διαβάζοντας γι’ αυτόν σε μουσικό περιοδικό της εποχής, όσο και ακούγοντάς τον σε αντίστοιχη ραδιοφωνική εκπομπή. Έσπευσα και τον αγόρασα λοιπόν, ως δίσκο εισαγωγής που έλεγαν τότε, που σήμαινε μονάχα ότι ήταν πολύ ακριβότερος από εκείνους που τυπώνονταν στη χώρα μας, κι ότι τον έβρισκες σε κα'να-δυο μόνο μαγαζιά που έμπαιναν στον κόπο να φέρνουν στα ράφια τους περισσότερους δίσκους από αυτούς που μπορούσαν να προμηθευτούν από τις εγχώριες δισκογραφικές εταιρίες. Τον πήρα λοιπόν σπίτι, κι ελάχιστα μπόρεσα να αποκρυπτογραφήσω τα μυστικά του. Το εξώφυλλο περιείχε ελάχιστες πληροφορίες: μια σχεδόν θαμπή φωτογραφία έδειχνε το γκρουπ γύρω από μια φωτιά, αναμμένη να ζεστάνει ίσως την παγωμένη νύχτα κάπου στη Βρετανική επαρχία, σήμερα όμως ξέρουμε ότι αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Γιατί μπορεί ο δίσκος να είναι ηχογραφημένος στα Foel Studios κάπου στην Ουαλία, με τον Dave Anderson στη θέση του παραγωγού (και τα δύο ονόματα μου ήταν ήδη κάτι παραπάνω από γνώριμα, μιας που είχαν κοσμήσει το εξώφυλλο του Colossal Youth των Young Marble Giants για τους ίδιους ακριβώς λόγους), το γκρουπ όμως ερχόταν από το Λονδίνο. Εκ των υστέρων, σήμερα δηλαδή, οπότε και διορθώνεται μια μεγάλη αδικία κι αυτός ο δίσκος επανεκδίδεται μετά από 35 ολόκληρα χρόνια για να τον ακούσει περισσότερος κόσμος και να εισέλθει στον παράξενό του κόσμο, μαθαίνουμε ακόμη πιο πολλές πληροφορίες γύρω από το συγκρότημα και τη φιλοσοφία του γύρω από τη μουσική που έπαιξαν. (H επανέκδοση γίνεται από την ούτως ή άλλως αξιόλογη ανεξάρτητη ετικέτα Upset The Rhythm, η οποία το 2015 είχε βγάλει το άλμπουμ τους Return Of The Ranters, η πρώτη κυκλοφορία ενός δίσκου τους του 1985 που δεν ευτύχησε να δει ποτέ το φως της ημέρας… Μάλλον πρόκειται για το άλμπουμ τους Songs For Swinging Livers που είχε ανακοινώσει το περιοδικό The Catalogue το 1986 ότι θα κυκλοφορούσε στα μέσα Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, από την εταιρία Demi Monde μάλιστα).
Μπουχτισμένοι λοιπόν από την ομοιομορφία του ήχου των περισσοτέρων σχημάτων της εποχής εκείνης – βρισκόμαστε στην αυγή της δεκαετίας του ’80, υπενθυμίζω – αποφασίζουν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να χτίσουν τη μουσική τους μέσα από μεγάλα αυτοσχεδιαστικά τζαμαρίσματα. Έστω κι αν αυτό ήταν τελικά ένα βήμα προς την κατεύθυνση που ήθελε να καταστρέψει το punk και το συνεπακόλουθο μετα-punk ιδίωμα. Με δεδηλωμένες τους επιρροές τους Faust, Neu, Zappa και Captain Beefheart, δεν είχαν κανένα πρόβλημα ν’ αρνούνται ν’ ακολουθούν τους συμβατικούς κανόνες τραγουδοποιίας και να καταλήγουν με μεγάλης διάρκειας κομμάτια, που η μελωδία θυσιάζεται στο βωμό μιας περιπετειώδους ηχητικής ανάπτυξης.
Το δισκογραφικό τους ξεκίνημα δε φανέρωνε κάποια τέτοιου είδους εξέλιξη. Τόσο τα πρώτα τους επτάιντσα, όσο ακόμα και το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου (Red Harvest), αποτελούν άψογα δείγματα post punk αισθητικής που θα ενδιέφερε απεριόριστα κάποια ετικέτα όπως η 4AD π.χ. να έχει στον κατάλογό της, με τον ίδιο τρόπο που είχε κάποιους σαν τους Dance Chapter ή τους In Camera για παράδειγμα. Ευτυχώς ή δυστυχώς όμως, είχαν πολλά περισσότερα στο μυαλό τους να κάνουν, γι’ αυτό και βρήκαν πιο φιλόξενη στέγη στην εξίσου υπέροχη, μα ελάχιστα αναφερόμενη, ανεξάρτητη εταιρία Illuminated (έτσι κι αλλιώς, το να πάρεις ένα δίσκο με το σήμα της στο εξώφυλλο ήταν από μόνος του ένας καλός λόγος να το κάνεις, όπως επράξαμε πολλάκις πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια. Μέχρι που κάποια στιγμή θεωρήσαμε ότι τα έχουμε όλα πια και σταματήσαμε, και να έρθει κάμποσα χρόνια αργότερα το Discogs για να γκρεμίσει άτσαλα τις αυταπάτες μας…). Εκείνη ήταν που πίστεψε σ’ αυτούς, τους έστειλε στο στούντιο που αναφέραμε παραπάνω, με διαταγή να γυρίσουν μ’ έναν δίσκο όταν κι όποτε θεωρήσουν ότι θα το έχουν έτοιμο.
Το κουαρτέτο εγκαταστάθηκε στην εξοχή κι έκανε το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που θα ονομάζαμε «αστικό άλμπουμ». Χάθηκε στην ξεγνοιασιά της επαρχίας και στους χαλαρούς ρυθμούς της κι ηχογράφησε μια σειρά συνθέσεων οι οποίες υπερβαίνουν τις μόδες και τις μουσικές τεχνοτροπίες και χάνονται σε σειρά από αναφορές χωρίς να ακουμπούν σε καμία συγκεκριμένα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι είναι σαν ένα άλμπουμ που θα έκανε μια παρέα από χίπις, έχοντας καταναλώσει τα δέοντα μανιτάρια κι αφήσει το μυαλό της να ξεδιπλώσει κάθε τολμηρή μουσική ιδέα αυτό κατεβάσει. Η πραγματικότητα ήταν αυτή ακριβώς, έτσι όπως την καταθέτει το ίδιο το συγκρότημα στο ένθετο της επανέκδοσης μέσα από συνεντεύξεις τους. Δηλώνουν μάλιστα ότι ήταν πολύ τυχεροί που είχαν τον Dave Anderson στη θέση του παραγωγού, μιας που είχε χρηματίσει μέλος τόσο των Hawkwind όσο και των Amon Duul II, οπότε ήξερε καλά πόσο σημαντικό ήταν να αφήσει όσο χώρο χρειαζόταν το γκρουπ να αναπτύξει τις φιλελεύθερες ηχητικές του απόψεις. Έπαιξε μάλιστα και μπάσο σε δύο κομμάτια του δίσκου, όταν οι Normil Hawaiians ξέμειναν από τον δικό τους μπασίστα, που εγκατέλειψε το σχήμα όταν αντιλήφθηκε ότι μουσικά οι δρόμοι που είχε κατά νου ο βασικός τους συνθέτης Guy Smith να ακολουθήσει ήταν μακριά από εκείνους που θα μπορούσαν να τους φέρουν κάποια αναγνώριση κι επιτυχία ίσως.
Έτσι λοιπόν βρέθηκαν με ένα διπλό άλμπουμ στα χέρια τους – και ήταν τόσο σπάνια σ’ εκείνες τις άγρια δημιουργικές ημέρες, μόνο και μόνο επειδή παρέπεμπαν έστω και άθελά τους, στα δεινοσαυρικά έργα των progressive συγκροτημάτων των ‘70ς. Δεν είχαν καμία σχέση όμως μ’ αυτά: απλά ήταν τόσο ορμητική η ανάγκη τους να περιγράψουν λεπτομερώς όσα ήθελαν να πουν, ώστε ίσως και να μην ήξεραν που να σταματήσουν, για καλή μας τύχη! Ο δίσκος κυλάει τεμπέλικα, με μεγάλες σε διάρκεια συνθέσεις, κι ελάχιστα τραγούδια, όπως τα εννοούμε τουλάχιστον με συμβατικούς όρους. Ξεχωρίσει από εδώ μέσα το Yellow Rain, μια θλιμμένη μπαλάντα άκρατου ρομαντισμού και σκοτεινού ατμοσφαιρικού προσανατολισμού, το New Standard, που αποτελούσε τη δική τους προσπάθεια αποτίμησης φόρου τιμής στους Neu! (με αναφερόμενη διάρκεια χρόνου στο εξώφυλλο τα 2:84, με άλλα λόγια δύο χρόνια έως το 1984, στα πρότυπα των Crass…) και το Travelling West που έκλεινε το άλμπουμ, μια βραδυφλεγής περιπλάνηση σε κοσμικές ηχητικές περιπέτειες.
Η βινυλιακή έκδοση του δίσκου εμπλουτίζεται πια με ένα επιπλέον κομμάτι, το διάρκειας 49 δευτερολέπτων Homeless που είναι αληθινά αμελητέο. Αυτό που έχει όμως πραγματικά αξία, είναι το έξτρα δισκάκι της cd έκδοσης, που περιέχει δώδεκα ακόμη κομμάτια, από demos κυρίως. Εκεί μπορεί κανείς να δει λίγο περισσότερη από τη δυναμική τους, κάποιες εναλλακτικές εκτελέσεις των κομματιών τους όπως, το βασικότερο, μια εικοσάλεπτη βερσιόν του Travelling West όπου πραγματικά ξεφεύγουν στον αυτοσχεδιαστικό τομέα. Είτε αυτόν προτιμήσετε, είτε τις πιο βατές εκδοχές του κανονικού δίσκου, το σίγουρο είναι ότι το More Wealth Than Money ήταν και παραμένει ένας κλασικός δίσκος της δεκαετίας του ’80 που πιθανώς να βρει σήμερα ένα, ελάχιστα έστω, μεγαλύτερο ακροατήριο. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια επανέκδοση που απλά έπρεπε να γίνει.