Close To The Glass
Αποδεικνύονται ανθεκτικοί και δεν χάνουν το βηματισμό τους. Του Πάνου Πανότα
Για δες που κρατάμε στα χέρια μας την σπάνια ευκαιρία, όπως προκύπτει απ' τη συχνότητα που δισκογραφούν οι The Notwist, να ειπωθούν κάπου οι επί μακρόν σε αναμονή ομοιότητες της πορείας αυτών με των Radiohead. Αλλά όχι. Θα ξεκινήσουμε το κείμενο απ' την επισήμανση πως όλα τα άλμπουμ των πρώτων, και το παρόν καινούργιο τους, περιέχουν πράματα που χρειάζεται να μαθευτούν.
Εικοσιπέντε κεράκια ζωής σβήνουν φέτος οι Γερμανοί. Δείχνοντας αρετές σταθερότητας αφού οι μεταβολές στη σύνθεσή τους τις δυόμισι αυτές δεκαετίες αριθμούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Το ακριβώς ανάποδο συνέβη με την αισθητική της μουσικής τους όμως. Εκεί, λες και το συγκρότημα προέβαλλε αντίσταση μέχρις εσχάτων στην απλή ευθεία, πέρασε απ' το grunge rock των αρχικών δίσκων, στην στροφή του "12", στην είσοδο ηλεκτρονικών, στη συγκοπτικών ρυθμών ποπ, και τέλος στα σάουντρακ. Αλλάζοντας μεν, μένοντας δε, σε μια μεγάλη, γενικότερη σχέση μαζί μας, πάντοτε οι The Notwist. Ένα απ' τα λίγα γκρουπ που ήταν σε θέση να παρουσιάζει κάθε φορά το νέο σαν νέο.
Σημείο καμπής υπήρξε η είσοδος το '97 του Martin Gretschmann δίπλα στους αδελφούς Micha και Markus Acher, ο οποίος ύστερα κι απ' το "Close To The Glass" πρέπει πλέον να θεωρηθεί ως ο αθόρυβος συντονιστής εγκέφαλος του ήχου της μπάντας. Διότι, έστω και κατά μέρος, το οτιδήποτε αποδίδουν οι υπόλοιποι δέχεται τη δική του επεξεργασία. Για το αληθές, ακούστε εδώ το α λα My Bloody Valentine "7-Hour-Drive".
Παίρνοντας αρχικώς στοιχεία απ' το πανκ κι ανακαλύπτοντας, καθώς περνούσε ο χρόνος, ότι μπορούν να γίνουν πολλά με το να τα φέρουν κοντά στην κληρονομιά των Kraftwerk, οι The Notwist δημιούργησαν ένα άμεσο, προσωπικό είδος μουσικής γραφής, ταυτοποιημένο για τον ημιεπιστημονικό χαρακτήρα του. Γράφοντας μερικά κλασικά τραγούδια και χρησιμοποιώντας γι' αυτά μια γλώσσα υψηλή που καθιστά την τεράστια ιδέα εύλογη. Όπως στο, αδιαμφισβήτητο παράδειγμα, του "Pilot".
Το "Close To The Glass" έχει τέτοια κομμάτια. Δύο-τρεις ακροάσεις και το σχετικό σασπένς το φυσάει ο αέρας πέρα απ' τις λεμονιές. Το ομότιτλο ή το "Signals" είναι εξαιρετικά τρακ φουτουριστικής ποπ, το "Kong" ηλεκτρονικού ροκ, ακόμη και το κάτω του ενός λεπτού "The Fifth Quarter Of The Globe" έχει μια μικρή, απαρατήρητη ιδιαιτερότητα. Γενικώς, όλος ο δίσκος στήνεται και δομείται πάνω στην εμπειρία και στη συλλογιστική του "The Devil, You + Me" και κάπως λιγότερο του "Neon Golden" (αν και κατώτερος και των δύο).
Επιπρόσθετα, μας αναγκάζει να θυμηθούμε, και μάλιστα έντονα, πως απ' τα προτερήματα της φωνής του Markus Acher είναι η ρεαλιστική, καθαρή λεπτομέρεια στην απόδοση μπρος στο μικρόφωνο. Ίσως επειδή εν προκειμένω αυτό τονίζεται στη μίξη, μα καθίσταται ήσσονος σημασίας το γιατί όταν κάποτε έχει ερμηνεύσει έτσι ανεξίτηλα το "Unseen Sights".
Αφού σερφάρετε σε μουσικά σάϊτ και ψάχνετε νέες συγκινήσεις διαβάζοντας κριτικές δίσκων, θα γνωρίζετε ήδη τη δυσκολία μας να ορίσουμε και να αποτυπώσουμε την τέχνη του τραγουδοποιού, του μουσικοσυνθέτη, του τραγουδιστή, του μουσικού κ.λπ. που ξεχωρίζει. Ποτέ δεν ήταν για αδύναμους λύτες κάτι τέτοιο. Κάποτε δε βγαίνει στις προτάσεις πολύπλοκα σαν εσωτερική εκφόρτιση που εκρήγνυται συγκεχυμένα και χωρίς εγκράτεια λέξεων.
Σε κάθε περίπτωση, η προσωπική μου τοποθέτηση περιλαμβάνει συνειδητά στην οποιαδήποτε απάντηση τον αντίκτυπο, κι έρχεται μαζί και μέσω αυτού. Στην τέχνη τους, οι The Notwist έχουν το να καταφέρνουν τον ακροατή να συμμεριστεί την κατάσταση έτσι όπως την φτιάχνουν οι ίδιοι, λες και τους παρακολουθεί ζωντανά κι όταν τους ακούει στο σπίτι του.
Το "Close To The Glass" δεν προκαλεί καμία αλλοίωση ή μεταβολή στο παραπάνω. Άμα το παίξεις με ακουστικά σού αποκαλύπτεται πλήρως. Δεν είναι τα πάντα. Είναι όμως πάρα πολλά. Κυρίως η νέα δουλειά ενός γκρουπ που κάθε φορά ήταν μισό βήμα μπροστά απ' την εποχή του και τώρα τα μέλη του έχουν πια περάσει τα σαράντα. Στη μουσική δεν βοηθάει και τόσο κάποιο μαγικό κουτί, εξάλλου. Βοηθάνε μονάχα τα ακούσματα.