Live Album
Κριτική δίσκου ή δοκίμιο περί σύγχρονης (και όχι μόνο) τζαζ και της πρόσληψης αυτής; Διαβάζεται και με τις δύο οπτικές. Της Ελένης Φουντή
Συνεπής ούσα με τις προσωπικές μου παραδόσεις του Γενάρη, προσέθεσα σιγά σιγά και το 2024 στις ανασκοπήσεις μου: Νέοι δίσκοι που ξεχώρισα, ενδιαφέρουσες επανεκδόσεις (και υποψήφιες αγορές), χωριστή λίστα για τζαζ, κ.ά. Βλέπω ότι είχα κάνει ειδική λίστα για ηλεκτρονικά EPs το 2014, ενώ τα “honourable mentions” του 2012 μου φαίνονται μέτρια τώρα. (“Honourable”... λες και είμαι οι Κάννες και η ΟΥΕΦΑ να δίνω Grand Prix du Jury της παρηγοριάς και Ασημένιο Παπούτσι - Ευτυχώς τα κατήργησα αυτά στην πορεία). Τα κρατάω όλα σε σημειώσεις σαν ένα παλιότερο αποτύπωμα του εαυτού μου. Όταν τα ξανακοιτάζω πάντως, για ένα πράγμα μετανιώνω, τη μη συστηματική καταγραφή των απογοητεύσεων. Όποτε την έκανα, η ανασκόπηση απογειώθηκε. Ισχύει φαίνεται αυτό που έχει πει ο Τολστόι, ότι οι ευτυχισμένοι μοιάζουν όλοι ίδιοι, αλλά οι δυστυχείς δυστυχούν ο καθένας μοναδικά. Βλέπω π.χ. ότι το 2014 σωστά δεν τσίμπησα με το φτηνά εφετζίδικο “A U R O R A” του Ben Frost (η εξέλιξη του οποίου ήταν ακόμα πιο αδιάφορη, ό,τι και αν διαβάζουμε περί του αντιθέτου). Το 2011 είχαμε τον χωρισμό του Thurston Moore από την Kim Gordon και νέα τότε συνεργασία του Fennesz με τον Sakamoto στην οποία όμως ο πρώτος σχεδόν δεν ακούγεται.
New year’s life resolution λοιπόν: Κάθε χρόνο θα σημειώνω και τα χειρότερά μου και ξεκινώ κατευθείαν με το 2024 και την πάνδημη αδιαφορία για το “Live Album” των Nout. Είναι δυνατόν να έχει βγει τέτοιος δίσκος (cd έστω) και να μην ενδιαφέρει κανέναν; Δεν πρέπει να κυκλοφορούν περισσότερα από 3-4 reviews συνολικά. Κι όμως, πρόκειται για άλμπουμ που επαναδιατυπώνει και ενίοτε καταρρίπτει αρκετές συμβάσεις δομών και αρμονίας στη τζαζ σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό, με τρανταχτές διαχύσεις και σε άλλες όμορες και μη μουσικές περιοχές, των οποίων βέβαια τη χαρτογράφηση είχαμε την τύχη να έχουν συσκοτίσει πολλοί και πολλές τις τελευταίες δεκαετίες (των Nout μη εξαιρουμένων τώρα τελευταία).
Παρά ταύτα ο δίσκος πέρασε και δεν ακούμπησε. Ίσως η τζαζ να μην έγινε “και πάλι μόδα” όπως διαβάζω συχνά τα τελευταία χρόνια. Ή ίσως αντίθετα να έχει γίνει ακριβώς αυτό: Να έχει γίνει μόδα μία συγκεκριμένη πλευρά της τζαζ και ειδικότερα, και όχι τυχαία, η πλευρά εκείνη που προσφέρεται για επικλήσεις συμβάσεων και κωδίκων που άπτονται άλλου τύπου μουσικών που εφορμούν από σαφώς ορισμένες δομές, μουσικών τελικά αντίθετης λογικής προς την ουσία της τζαζ, για να μην πω προς τον λόγο που ακούμε τζαζ. Η εύπεπτη πλευρά της τζαζ δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Ως φαινόμενο και παρά τα ντεφό (θα το εξηγήσω) δεν είναι καθολικά αρνητικό, καθώς με εφαλτήριο το νέο αίμα της αμερικανικής και της βρετανικής σκηνής έχουν ανοίξει πια τα τέως περιχαρακωμένα σύνορα ενός χώρου που μέχρι χθες κουβαλούσε άδικα (αλλά ίσως όχι εντελώς παράλογα) τη ρετσινιά των κομπλεξικών πιουριστών που αναζητούν ποιοτικό άλλοθι και των δίσκων που αγοράζονται για μόστρα και υποτίθεται πιάνουν αράχνες μέχρι να φανούν στον ορίζοντα τα γεράματα (ή και μετά θάνατον). Φυσικά πόρρω απέχει το προφίλ των τζαζόφιλων από τέτοιες γραφικότητες ακόμα και αν τις ενσωματώνει κατ’ εξαίρεση και είναι σίγουρα θετικό το ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι βάζουν στη δισκοθήκη τους έστω τον Kamasi Washington δίπλα στους Real Estate αυτού του κόσμου (που διεκδικούν το πρώτο βραβείο ανέμπνευστου ονόματος).
Πριν λοιπόν κατηγορηθώ για ελιτισμό, να ξεκαθαρίσω ότι η ανοιχτή προσπέλαση της τζαζ από εκείνους που μέχρι χθες τη θεωρούσαν παρηγοριά διάφορων γηραλέων σνομπ τύπων δεν είναι απλώς ευκταία, αλλά και στην καρδιά της ίδιας της τζαζ, που είναι λαϊκή μουσική. Ένας από τους λόγους που “Η Σκηνή της Τζαζ” παραμένει από τα πιο ουσιώδη και πωρωτικά βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ για το θέμα 66 χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της είναι ότι ο Hobsbawm είχε πιάσει από τότε ότι ο λαϊκός χαρακτήρας αυτής της μουσικής είναι το βασικό της καύσιμο. Ήταν δηλαδή ένας γνήσια ελεύθερος, παθιασμένος ακροατής, απαλλαγμένος από διάφορα συμπλέγματα που ταλαιπωρούν πολλούς δυστυχισμένους εκεί έξω, πράγμα ξεκάθαρο και διάχυτο στα γραπτά του. Σε ένα από τα αγαπημένα μου σημεία προς το τέλος του βιβλίου η τζαζ περιγράφεται ως ένα ερέθισμα που αρχικά απευθυνόταν στους πιο απαίδευτους, στους πιο στερημένους, στους λιγότερο διανοούμενους, όπως άλλωστε και σε όλους, “κάτι που οι ειδήμονες υποστηρικτές της, σε αντίθεση με τους μουσικούς, δεν παραδέχονται και τόσο εύκολα”, με άλλα λόγια ένα “ζωντανό μανιφέστο λαϊκότητας”. Και 66 και 666 χρόνια Hobsbawm λοιπόν.
Για να περάσω όμως και στα ντεφό, η τζαζ ως λαϊκή μουσική μπορεί κατά περίπτωση να είναι και εντελώς απλή, αλλά απλή μουσική δεν σημαίνει απλοϊκή μουσική και σίγουρα δεν σημαίνει μέτρια μουσική και τζαζ να ‘ναι και ό,τι να ‘ναι. Το θέμα είναι ότι στην αιχμή αυτής της overhyped κατηγορίας της τζαζ βρίσκονται διάφοροι μουσικοί, αρκετοί από τους οποίους δεν είναι καθόλου κακοί και έχουν συμβάλει στην άρση των παραπάνω στερεοτύπων. Είναι όμως αγκιστρωμένοι σε συμβατικότητες και φτιάχνουν μια τζαζ του κουτιού και του fanservice, στρατευμένη για να αρέσει, άρα δεν είναι ούτε πραγματικά καλοί με κ κεφαλαίο, μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Η τζαζ, ως κατεξοχήν μουσική όπου σε αντίθεση με άλλες τέχνες τα έργα της δεν αναπαράγονται και δεν αυτονομούνται από τους δημιουργούς τους αλλά αντίθετα υπάρχουν ως έχουν μόνο τη στιγμή της δημιουργίας τους (για να παραφράσω ένα ακόμα σπουδαίο σημείο του Hobsbawm), δεν συμβιβάζεται. Είναι λοιπόν στρεβλωτικό της πραγματικότητας και κάπως κωμικό το να προβάλλονται όλοι αυτοί τόσο ανισοβαρώς ως η απόλυτη αλήθεια της σύγχρονης σύνθεσης και του αυτοσχεδιασμού.
Μια χαρά είναι ο Kamasi Washington, κι εγώ τον ακούω και έβγαλα εισιτήριο να τον δω φέτος που έρχεται στην Αθήνα. Τώρα τελευταία που εγκύπτει ελεύθερος στο spiritual χωρίς να τον απασχολούν οι με το στανιό γκρούβες και χωρίς να δείχνει να οικειοποιείται (αν είναι δηλαδή δυνατόν) τις τουριστικοποιημένες διαπολιτισμικότητες περί... “αφροφουτουρισμού” και λοιπά μετα-αποικιοκρατικά φρου φρου και αρώματα του “standard bourgeois multiculturalism” (που κοροϊδεύει και ο Ζίζεκ εξηγώντας ότι είναι υποκριτικός πλουραλισμός χωρίς πραγματική αποδοχή του άλλου), μου αρέσει και ο Shabaka Hutchings. Του πάνε τα φλάουτα και του πάει που ξεαγχώθηκε. Όμως δεν είναι καθόλου μια χαρά το να παρουσιάζονται αυτοί ως το όλον και να ανακυκλώνονται μαζί με δυο - τρεις ακόμα (οι οποίοι δεν είναι καν στο επίπεδό τους, βλέπε Moses Boyd κ.ά) σε λίστες προτάσεων τζαζ ως εκείνοι που ήρθαν να μας λυτρώσουν από κάποιες κατά φαντασίαν αμαρτίες του παρελθόντος που δήθεν έκαναν τη τζαζ “μη σέξυ”. Αστείο πράγμα να ισχυρίζεται κανείς ότι η τζαζ περίμενε χρυσές μετριότητες όπως οι Sons Of Kemet για να απογειωθεί όταν ακόμα δεν έχει ξεπεραστεί το “The Shape Of Jazz To Come” του Ornette Coleman ή η δουλειά του Charlie Haden με την Carla Bley. Και κυρίως βλαπτικό πράγμα, γιατί όταν νομίζεις ότι όλα αρχίζουν και τελειώνουν στον συμπαθή αλλά πεπερασμένο Kamasi που στα δίνει όλα στο πιάτο με χλιδάτες και ογκώδεις υπερπαραγωγές για να μην κουραστείς, καταλήγεις να ζεις σε παράλληλη πραγματικότητα.
Η τζαζ θέλει και λίγη κούραση. Δεν χαϊδεύει αυτιά και δεν είναι εδώ για να παρηγορεί με βάση τα όρια του καθενός. Είναι μουσική ελεύθερη, χωμένη στην περιπέτεια που περιμένει την ενεργό συμμετοχή του ακροατή για να ανταμείψει. Δεν απαιτεί γνώση ή σπουδές για να την καταλάβεις (ευτυχώς), αλλά πρέπει να είσαι εκεί με τεντωμένο αυτί σε εγρήγορση. Σήμερα στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Λονδίνο, τη Νορβηγία, τη Σουηδία και αλλού βγαίνει πραγματικά μεγάλη μουσική, που άλλοτε φλέγεται και πιάνει το νήμα των συνεχών τομών της free jazz και του improv τα τελευταία 60 χρόνια, όπως αυτή της Patricia Brennan, του Ingebrigt Håker Flaten κ.ά., και άλλοτε ενσωματώνει τη μελωδία και την απλότητα με έναν τρόπο ειλικρινή και πολύ δημιουργικό, όπως η εκπληκτική πρόσφατη δουλειά του Richard Nelson, η μουσική της Amanda Whiting, του Moppa Elliott κλπ. Σπανίως προβάλλονται αυτά όμως, γιατί δεν μπορούν να περάσουν σε ένα ακροατήριο που τα θέλει όλα τακτοποιημένα σε κουτάκια, όπως τα δίνει π.χ. ο Adrian Younge. Δέκα χρόνια διαβάζουμε στον εναλλακτικό Τύπο για τη βιρτουοζιτέ του Hutchings και του Washington στο σαξόφωνο και ακόμα δεν έχουμε δει μια λέξη για τον Evan Parker που εκτός από all time great σαξοφωνίστας (και συνθεμελιωτής της ευρωπαϊκής free jazz) βγάζει ακόμα συγκλονιστική μουσική κάθε χρόνο. Δεν είναι η τζαζ λοιπόν στη μόδα, αλλά μια απλουστευτική μορφή της.
Με αυτή τη συνθήκη, η περίπτωση των Nout που ακροβατούν ανάμεσα στον αφαιρετικό χαρακτήρα της τζαζ και την προσβασιμότητα των τραγουδιστικών δομών ίσως είναι ακόμα πιο περίπλοκη. Οι ίδιες περιγράφουν τους εαυτούς τους ως τον “χαμένο κρίκο ανάμεσα στον Sun Ra και τους Nirvana”. Αντιλαμβάνομαι το σκεπτικό και αναγκαστικά πάω πάσο μπροστά στον αυτοπροσδιορισμό, αλλά σίγουρα δεν θα τις περιέγραφα εγώ έτσι αν με ρωτούσαν. Οι Nout είναι τρεις Γαλλίδες που παίζουν φλάουτο (Delphine Joussein), άρπα (Rafaëlle Rinaudo) και ντραμς (Blanche Lafuente). Καλά διαβάσατε. Αυτή είναι η σύνθεση του γκρουπ, δεν έχουν άλλα όργανα. Πέραν της σύνδεσης με τον ευρωπαϊκό κλάδο της τζαζ, η μουσική τους μπαίνει σε γειτονικά και μη χωράφια αδιαφορώντας για τις συνήθεις κατηγοριοποιήσεις genres / sub-genres, γι’ αυτό, μεταξύ των λιγοστών ανθρώπων που τις έχουν ακούσει, άλλος τις χαρακτηρίζει punk, άλλη noise, άλλος jazz, άλλη metal και άλλος hardcore. Όλα σωστά από κάποια άποψη, άλλωστε μιλάω για χοντρικές κατηγοριοποιήσεις.
Εγώ πάλι επάνω στο “Live Album” που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από την παριζιάνικη Gigantonium, το label της φλαουτίστριας Delphine Joussein, διακρίνω γραμμένο το όνομα του John Zorn και των Naked City. Ο Zorn είναι και δηλωμένη επιρροή τους βλέπω. Grindcore δίσκος κατά βάση με ενσωματωμένη μια νέα πρόταση για το.. thrash. Grindcore / thrash λοιπόν με φλάουτο και άρπα που καθοδηγείται από τα ντραμς και έναν θρυπτό ήχο ως αποτέλεσμα, που φοβάσαι να δυναμώσεις στον ενισχυτή σου για να μην σπάσει κανένα γούφερ (ή τζάμι). Τα 24 δευτερόλεπτα του “Igneous Ejaculation” του πρώτου Naked City είναι μια καλή αρχή ως προσομοίωση. Αν όλα αυτά παραπέμπουν σε ακραιφνή μεταμοντερνισμό και αβανγκαρντιάρικο noise, καλώς. Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα.
Και ωστόσο οι Nout με έναν πανέξυπνο τρόπο καταφέρνουν να επιβεβαιώσουν όχι μόνο ότι η τρέλα δεν πάει στα βουνά αλλά και ότι καμιά φορά διοχετεύεται σε τραγούδια. Τα δώδεκα κομμάτια του “Live Album” είναι ό,τι κοντινότερο σε τραγούδια δεδομένων των συνθηκών και ας στερούνται εν πολλοίς φωνητικών, τουλάχιστον όπως ίσως τα φαντάζεται κανείς. Εδώ έχουμε μια προσέγγιση στο jazz / grindcore η οποία είναι φρέσκια, καινοτόμα, δημιουργική και φουλ επιθετική αλλά δεν είναι συγκρουσιακή. Μπορεί η υφή της μουσικής να σε πιάνει στον ύπνο λόγω του ασυνήθιστου συνδυασμού άρπας - φλάουτου - ντραμς, αλλά το ύφος βασίζεται σε καταβολές noise, jazz, rock και σύγχρονης κλασικής, δεν είναι πρωτόγνωρο. Στη διελκυστίνδα ανάμεσα στο πειραματικό και το προσβάσιμο υπεισέρχεται βέβαια ισχυρά η αφαιρετική λογική των συνθέσεων, τις οποίες για να κωδικοποιήσει κανείς στο φάσμα του songwriting πρέπει πρώτα να αποκωδικοποιήσει ως προς τους λειτουργικούς συμβολισμούς των οργάνων· να δουλέψει υπερωρίες η φαντασία μαζί με το τεντωμένο αυτί που έλεγα προηγουμένως.
Οι Nout δεν παίζουν μόνο τύποις άρπα, φλάουτο και ντραμς, αλλά εξερευνούν παιχτικές πρακτικές που ωθούν τον ήχο πέρα από τα όριά του. Η άρπα είναι μεν αγγελική, αλλά καθότι ηλεκτρική με βαριά εφέ παραμόρφωσης, στον μισό δίσκο γίνεται αγγελοκρουσμένη και παίζει το ρόλο του μπάσου ή/και της ηλεκτρικής κιθάρας. Η Joussein φυσάει, αναπνέει, τραγουδάει, μπορεί να απαγγέλλει και ποίηση στα γαλλικά ή κανέναν στίχο των Venom μέσα στο φλάουτο, γενικά το πνευστό κακοποιείται βάναυσα. (Δεν είναι τυχαία αναφορά οι Venom. Σε ορισμένα κομμάτια όπως το “Inondation” και το “Gross Canards” ντεθμεταλίζουν). Και η Blanche Lafuente στα ντραμς είναι μεταλλού εν αγνοία της ή συνειδητά (στοιχηματίζω το δεύτερο, ή ότι έστω έχει διατελέσει μέταλλο σε κάποια φάση της ζωής της). Ωστόσο, το παίξιμό της έχει επίσης αφρικανικές πολυρρυθμικές επιρροές και έντονη ροπή στον αυτοσχεδιασμό, το οποίο δημιουργεί και μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με τη συνολική λογική του δίσκου, που, παρότι επιλογή από διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις σε συναυλίες και ευρωπαϊκά φεστιβάλ μέσα στο 2023, περιλαμβάνει μόνο συνθέσεις.
Ωραία όλα αυτά θα πει κανείς, αλλά άντε να ανακαλύψεις τρεις Γαλλίδες στο περιθώριο του avant-garde που βγάζουν δίσκο σε δικό τους label, στο οποίο οι μεγαλύτερες… φίρμες είναι οι ίδιες. Τρέχα γύρευε. Έτσι θα ήταν πράγματι, αν στα τρία τελευταία κομμάτια δεν συμμετείχε ο Mats Gustafsson, ένας από τους σημαντικότερους σαξοφωνίστες της γενιάς τους, “του κόσμου” κατά τον Akira Sakata (για τον οποίο θα έπρεπε να διαβάζαμε συνεχώς αν η τζαζ ήταν πράγματι στη μόδα - μάλλον η λίστα με τις απογοητεύσεις πρέπει να συνοδεύεται και από ένα μίνι καταγγελτικό μανιφέστο πέντε χιλιάδων λέξεων), με βαρβάτες συνεργασίες με τους Sonic Youth, τον Peter Brötzmann, τον Otomo Yoshihide, τον Paal Nilssen-Love κλπ, και τουλάχιστον δύο γερά προβεβλημένα τζαζ σύνολα, την κολεκτίβα Fire! Orchestra και το σουηδο-νορβηγικό jazz-rock τρίο The Thing. Θέλω να πω, ο Gustafsson κάνει θόρυβο, εξ ου και η έκπληξή μου που δεν ασχολήθηκε σχεδόν κανείς με τις Γαλλίδες. Βεβαίως παραμένει κι αυτός αόρατος στο κομμάτι του Τύπου που ελέω.. Esperanza Spalding έχει δώσει συγχωροχάρτι στη τζαζ, αλλά στο τζαζ κοινό κάνει θόρυβο.
Για να περάσω και στις ενστάσεις μου για τον δίσκο όμως, είχα την τύχη να δω πριν τρεις μήνες τους Fire! Orchestra στο 43ο Φεστιβάλ Τζαζ των Σκοπίων με δύο εκ των τριών Nout στη δεκαεξαμελή σύνθεσή τους, την Joussein και τη Lafuente. Ήταν μία από τις ωραιότερες συναυλίες που έχω δει ποτέ και εκεί ήταν που βεβαιώθηκα ότι η Lafuente είναι ψιλομεταλλού και η Joussein αδυσώπητη με το φλάουτο. Επίσης το δέσιμό τους με τον Gustafsson στη σκηνή ήταν εντυπωσιακό. Και στο “Live Album” είναι εντυπωσιακό το δέσιμο ομολογουμένως, αν βέβαια αξιολογούμε μεμονωμένα κομμάτια, κάτι που θα προτιμούσα ωστόσο να αποφύγω. Ένας δίσκος, έστω και ως συρραφή κομματιών από διάφορα λάιβ, είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση. Ακούμε συνολικά - συμπεραίνουμε τελικά. Προσωπικά λοιπόν δεν βλέπω το λόγο γιατί μια φρενήρης αλληλουχία αφαιρετικών και πανέξυπνων συνθέσεων με έναν πρωτόγνωρα θρυπτό ήχο έπρεπε να λειανθεί και να φρενάρει προς το τέλος με την προσθήκη σαξοφώνου. Ενώ θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον μια χωριστή συνεργασία των Nout με τον Gustafsson, ή ίσως και μια αναδιάταξη ή άλλη επιλογή κομματιών που θα ενέτασσε οργανικά τον Σουηδό στη λογική του “Live Album”, το αποτέλεσμα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί δείχνει μια αχρείαστη κανονικοποίηση μιας ριζοσπαστικής προσέγγισης για φινάλε. Το περίσσιο χαλάει το ίσιο, κοινώς, και είναι κρίμα γιατί τα κομμάτια με το σαξόφωνο per se είναι τούρμπο, π.χ. στο “The Last Train” αδιαφορείς και για τζάμια και για ηχεία και για όλα, αλλά όπως είπα δεν θέλω να τα κρίνω μεμονωμένα.
Το “Live Album” μοιάζει και λίγο με ένα φαινόμενο πλημμυρίδας και άμπωτης, με εναλλαγές μεταξύ “καθαρού” παιξίματος και παραμορφώσεων, αν και τελικά γέρνει συντριπτικά προς τη φουρτούνα. Ο ήχος ακολουθεί μια περιπετειώδη όδευση από τα παραπλανητικά πρώτα λεπτά του "La Mare Aux Canards" ως λαϊκής βουκολικής μπαλάντας που μέσω ενός ροκ ιντερμέτζου μας αφήνει με τη μωρουδιακή αθωότητα ενός μουσικού κουτιού. Μην βολευτείτε πολύ στην κούνια όμως γιατί όπως προαναφέρθηκε ακολουθεί μια αφαιρετική μορφή death metal και λίγες στροφές παρακάτω, στο “Slow”, θα θυμηθείτε και τον μινιμαλισμό του Philip Glass. Το δε metal διατρέχει οριζόντια τον δίσκο, οπότε οι μη συμπαθούντες το είδος πάρτε τα ρίσκα σας ή και όχι. Ξεχωρίζω ιδιαιτέρως το “Gadget City”, όχι μόνο γιατί είναι μια avant διασκευή στο ήδη avant-garde θέμα του “Inspector Gadget” των Levy / Saban αλλά και γιατί λειτουργεί σαν κλείσιμο ματιού σε όσες και όσους κάναμε από πριν τη σύνδεση με τους Naked City, γιατί κι εκείνοι είχαν κάνει μια παρόμοιας λογικής διασκευή στο “A Shot In The Dark” του Henry Mancini από τη μουσική του Ροζ Πάνθηρα. Το “City” στον τίτλο βοηθάει επίσης αρκετά, δεν λέω.
Ευκαιρίας δοθείσης, δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο με την άποψη του James Gormley στην κατά τα άλλα σωστή κριτική του στο The Wire ότι η επιρροή του Zorn δεν γίνεται εμφανής νωρίτερα. Μπορεί το “Gadget City” να είναι η απαραίτητη giveaway σάτιρα, αλλά και ό,τι προηγείται είναι μια εξίσου δηλωτική "σάτυρα". Εκτός της κοντινής ορθογραφίας, οι λέξεις αυτές έχουν εν προκειμένω και συμπληρωματικό ρόλο, σαν δύο κομμάτια που κλειδώνουν το παζλ των σημείων αναφοράς των Nout. Πέρα από τα άλλα περί ιδιωμάτων, στα οποία έτσι κι αλλιώς δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ εμείς οι πέντε εκτός μόδας που γεμίζουμε κοτζάμ ταξί (με τη μη συμφωνία να πιστώνεται ήδη στα θετικά του δίσκου), το “Live Album” αποπνέει διονυσιακό, ηδονικό, θρασύ, χιουμοριστικό, καλοπερασάκικο πειραματισμό στο grindcore, ακριβώς συμβατό με το όραμα των Zorn, Frisell, Horvitz, Frith και Baron.
Ατρόμητος και λυσσαλέος δίσκος, φτιαγμένος “με τον ενθουσιασμό ενός τρελού επιστήμονα μπροστά στα φιαλίδιά του” όπως λένε οι ίδιες και επισφραγίζουν τα χειροκροτήματα του κοινού. Θα ευχόμουν να τις έφερνε κάποιος ή κάποια και στην Ελλάδα αν αυτό δεν ισοδυναμούσε με “Fashion Mistake Of The Decade” που έλεγαν και οι Hood κάποτε, όταν η μόδα του indie πέρασε και από εκείνους ξυστά. Σε κάποια ανασκόπησή μου του παρελθόντος θα τους βρω και αυτούς, χαμένους στο Leeds, στο περιθώριο του hype. Όχι στις απογοητεύσεις βέβαια, την καταγραφή των οποίων συνεχίζω για το 2025…