Homotopy to Marie
Πότε θα έρθει η ώρα να μιλήσουμε για δίσκο "παραδοσιακού" noise χωρίς αυτό να ακουστεί παραδοξολογία; Σαράντα χρόνια που έχουν περάσει δεν είναι ικανό διάστημα άραγε; Tου Άρη Καραμπεάζη
Το πέμπτο άλμπουμ υπό τον διακριτικό τίτλο των Nurse With Wound (οι Fall του avant garde/noise αν σκεφτεί κανείς ότι υπάρχουν καμία 40αριά, χώρια τα «καλοκαίρια») και το πρώτο στη διάρκεια της δημιουργίας του οποίου ο Steven Stapleton είχε πάρε-δώσε, ράβε-ξήλωνε, επικόλλα-ξεκόλλα κλπ μόνο με την πάρτη του, είναι ένα αριστούργημα. Ένα masterpiece, από όποια πλευρά και να το δει κανείς.
Πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά άλλωστε; Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1982 και επανακυκλοφορεί στο 2018, σε δύο μάλιστα εκδοχές βινυλίου (διαλέγετε υλικά και χρώματα, η μία έχει και εκδορές που όμως δεν επηρεάζουν την ακρόαση), με την πιο ενδιαφέρουσα ίσως σύνθεση του να εμπεριέχεται για πρώτη φορά στο format που καταδυναστεύει τη μουσική μας καθημερινότητα, περίπου όσο το παρελθόν του κάθε επόμενου μεγάλου έρωτα μας. Συνιστά εδώ και δεκαετίες σημείο αναφοράς για όσους επιμένουν ότι η διαδικασία κατασκευής μουσικής είναι κατά περίπτωση σημαντικότερη από την ίδια τη μουσική και όπως έχει πει και η Μαρία Φλέδου σε μια σπάνια στιγμή κατά την οποία δεν χάζευε αφηρημένη τα παπούτσια της είναι μία «σπουδή στο editing». Συνεπώς είναι ένα αριστούργημα, χωρίς καν να χρειάζεται να το ακούσει κανείς. Αρκεί να πειστεί να το αγοράσει ως τέτοιο. Και αν το ακούσει, ακόμη καλύτερα.
Μπορεί όμως να το ακούσει κανείς; Και κυρίως. Μπορεί να το ακούσει σήμερα; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος; Αυτές οι τεχνικές που σε λίγα μόλις χρόνια θα κλείσουν τα 40, συνεχίζουν να προκαλούν αμηχανία ή και πανικό, όπως διατείνονται κάποιοι φανατικοί του δίσκου, στον ακροατή, υποψιασμένο ή ανυποψίαστο, ή μήπως η πρωτοπορία του Stapleton ακούγεται σήμερα ως νηπιακό κατάλοιπό, ακόμη και εν σχέση με καθημερινές μορφές (και εκ των έξω, μομφές) μίας περιρρέουσας pop μουσικής, που ποτέ κανείς ακριβώς δεν κατάλαβε πώς και γιατί αποφάσισε να είναι πρωτίστως ενοχλητική, παρά αρεστή, για να κυριαρχήσει;
Θεωρώ ότι είναι παντελώς λάθος, και αναπαραγωγή κλισέ, το να ισχυριστούμε σήμερα ότι το "Homotopy To Marie" είναι ένας ενοχλητικός δίσκος, πολλώ δε μάλλον ένα συνειδητά παρασιτικό άκουσμα, που δοκιμάζει τις αντοχές του υποψήφιου ακροατή του. Μάντεψε ποιος, τι που και γιατί, αλλά ο δίσκος κυλάει. Και κυλάει με χαρακτηριστική άνεση όσο και αν αρνείται κάθε υποψία ρυθμισμένης μουσικότητας, έστω και υπό τις δυσμενείς συνθήκες του είδους στο οποίο υπαινικτικά ανήκει. Και αν κάπου κάπου σε τρομάζει, καθώς τις όποιες «σιωπές», κατασπαράζουν κάποιες απροσδιόριστου σκοπού εντάσεις, εντάξει ας μην το κάνουμε και θέμα. Έχουμε 2018 και οι πάντες μπορούν να αντέξουν τα πάντα, και όχι μόνο στο πεδίο των μουσικών ακροάσεων. Πάντα μπορούσαν άλλωστε, ακόμη και στις παλιές καλές εποχές.
To "Homotopy To Marie" δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα "Birthdeath Experience", που χωρίς να καταλαβαίνει από τις δεκαετίες που περνάνε, τις γκόμενες που πάνε και έρχονται και τα στούντιο που δοκιμάζουν τις αντοχές των πελατών τους, επιτίθεται στον ακροατή με αυξανόμενο κάθε φορά μίσος. Δεν είναι ούτε κακόφωνο, ούτε δυσκοίλιο άκουσμα. Είναι άκουσμα άτακτο και ανυπότακτο μεν, που όμως σε φέρνει στη δύσκολη θέση να παραδεχτείς ότι ακούγεται όχι ακριβώς σαν δίσκος, αλλά ναι (γαμώ το κλισέ μου μέσα) σαν ταινία κλπ κλπ γραφικά, και σε κάθε επόμενη ακρόαση όχι μόνο δεν υπάρχουν χαμένες σκηνές, αλλά υφαίνεται και μια υποτυπώδης πλοκή. Περιπλέκονται τα πράγματα, αλλά όχι σε βαθμό τρομοκρατικό, όπως ήδη είπαμε.
Η γενική περιγραφή γύρω από τις μεθόδους του Steven Stapleton τον θέλει να «δανείζεται» από άλλες τέχνες εκτός της μουσικής (άλλωστε δεν δηλώνει πρωτίστως μουσικός, αν δεν απατώμαι) και να εφαρμόζει σε ελεγχόμενα σουρεαλιστική βάση το κατακάθι κάθε ιδέας που τριγυρνάει στο μυαλό του. Είναι σαφές όμως, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά την ολοκλήρωση αυτών των ηχογραφήσεων, ότι αυτό που επιχειρούμε εδώ να περιγράψουμε σε λίγες σειρές, για τον Stapleton είναι μία διαδικασία στην οποία κυριαρχεί περισσότερο η βία της απόρριψης, παρά η αρμονία της αποδοχής και της κατά συρροή συγκόλλησης.
Στο παραπάνω πλαίσιο, αυτή η έξτρα μολυβδωμένη εκδοχή του "Homotopy To Marie", εκτός από το ότι ερεθίζει και ολοκληρώνει τον φετιχισμό μας ως έκδοση με τα μέσα, τα έξω, τα ανάγλυφα και τα γλασέ της, κατά βάση αφήνει ανικανοποίητη σε βαθμό ηδονικό την περιέργεια μας για το τι έμεινε τέλος πάντων έξω από αυτόν το δίσκο. Που είναι τα λύματα και τα ρινίσματα των υλικών η αποβολή των οποίων έφερε αυτό το πανθομολογούμενα όχι μόνο αλάνθαστο, αλλά και αγέρωχα διαχρονικό αποτέλεσμα.
Την απάντηση στο παραπάνω αχρείαστο ερώτημα θα την δώσει ίσως μία έστω και σαρωτικά γρήγορη επισκόπηση των όσων ηχογράφησε ο Stapleton, υπό το επώνυμο άλλοθι των Nurse With Wound στα επόμενα τριάντα κάτι χρόνια και μέχρι σήμερα. Ίσως και όχι.
Σημασία έχει επί του παρόντος ότι το "Homotopy To Marie" είναι ένα αριστούργημα από κάθε άποψη. Που δεν χρειάζεται καν να το ακούσεις για να συνηγορήσεις σε αυτή του την αρετή. Αν το ακούσεις, είναι πολύ κάτι παραπάνω από ένα ακόμη αριστούργημα που επανεκδίδεται, όπως ποτέ δεν ακούστηκε στο παρελθόν. Καλή τύχη σε όσους ασχοληθούν, κρίμα για τους υπόλοιπους.
Δεν ξέρω αν αντέχουμε να μιλήσουμε για το "Chance Meeting…" όταν και αυτό δει το φως της archive αναγνωρισιμότητας ή αν πρέπει να παραδεχτούμε από τώρα ότι πρόκειται όντως για έναν τυχαία αξεπέραστο δίσκο και να ξεμπερδεύουμε. Κρατώ τις αποστάσεις μου, αλλά και τις επιφυλάξεις μου.