Δεκαπέντε χρόνια από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν, έπειτα από εφτά άλμπουμ, ένα greatest hits και ένα live, ατέλειωτες sold out παγκόσμιες περιοδείες και φυσικά έπειτα από εκατοντάδες διενέξεις, αποχωρήσεις - προσχωρήσεις και με θολή πλέον ανάμνηση την περίοδο κατά την οποία θεωρούνταν (ή μήπως όντως ήταν;) η μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο, οι Oasis παραδίδονται πλέον αμαχητί και επαναλαμβανόμενα στον απόλυτο εχθρό κάθε ροκ συγκροτήματος που διεκδικεί τον τίτλο του σπουδαίου: την αδιαφορία ακόμη και των πιο πιστών οπαδών τους για τις νέες τους κυκλοφορίες.
Καμία απογοήτευση και σε κανέναν για το ότι το Dig Out Your Soul είναι ένας εξαιρετικά... άθλιος δίσκος, από μία επιληπτικά κιθαριστική μπάντα που συνεχίζει να ζητιανεύει τη χαμένη μούσα των Lennon-Mc Cartney, έχοντας χάσει εδώ και μία δεκαετία τον αλήτικο λαϊκισμό που άμεσα την ξεχώρισε από τις είκοσι μπάντες ανά μέσο όρο τη μέρα που ζητιανεύουν για το ίδιο ακριβώς πράγμα εντός των ορίων των βρετανικών νησιών (και όχι μόνο πλέον).
Από τη στιγμή που σκαλίζουν το ίδιο τους το παρελθόν και το αναπαράγουν με χλευασμό σε μια ανενδοίαστα friendly μπαλάντα όπως το I'm Outta Time, που μπερδεύει τον Lennon με τον Καζούλη (ή έστω τον Terry Hall), και τοποθετεί την γκρίνια του δεύτερου πιο ψηλά από την αγωνία του πρώτου, οι Oasis επιβεβαιώνουν θριαμβευτικά το σε πόσο βάθος έχουν τελικά ξοφλήσει.
Δίπλα και γύρω τους ενυπάρχει ένα θριαμβευτικό revival των κατορθωμάτων τους και από τους Arctic Monkeys και πέρα κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης της ανυπέρβλητης αξίας των δύο πρώτων άλμπουμ των Oasis πέφτει σε τεράστιο κενό. Το revival αυτό οι αδελφοί Gallagher το εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο τρόπο: sold out παγκόσμιες περιοδείες και πλήρης χρήση του μοναδικού εν ζωή κερδοφόρου στοιχείου της μουσικής βιομηχανίας. Οι καλοί και ενδιαφέροντες δίσκοι περιττεύουν.
Για αυτό άλλωστε και δεν υπάρχουν. Πέραν όλων των άλλων προβλημάτων του, το Dig Out Your Soul υποφέρει και από μία πονηρά μίζερη παραγωγή. Σε μια προσπάθεια να αποφύγουν γκραντιόζες χλαπάτσες όπως το Standing On The Shoulders Of Giants, ξοδεύουν την όποια ενέργεια συμπαθητικών wanna be anthems όπως το The Shock Of The Lightning σε medium rock τεχνικές ανόρθωσης, ενώ από την άλλη αρχικά υποσχόμενες περιπετειώδεις συνθέσεις, όπως το Falling Down, εγκλωβίζονται στα όρια της μουχλιασμένης βρετανικής ψυχεδέλειας που "έφτυσαν" οι Verve κάπου μετά τα mid 90s μπας και αλλάξουν επιτέλους κατηγορία.
Μαζί τους συνεχίζει να βρίσκεται ο Andy Bell, το πιο εξέχον εφήμερο μέλος της μπάντας ever, που όλο και θα αναρωτιέται γιατί επέμενε στην "υπόγεια" πλευρά των πραγμάτων με τους Ride ενώ ποτέ ο ίδιος δεν ξέμεινε από τραγούδια. Εν αντιθέσει με την πολυθρύλητη έμπνευση του Noel, που ταχύτατα στέρεψε και ουδέποτε δεν επέστρεψε. Αυτή τη φορά γράφει μόνο ένα τραγούδι (στο Don't Believe Your Soul του επετράπησαν δύο) και πάλι όμως το Nature Of Reality είναι ό,τι υπόσχεται ο τίτλος του. Ένα σχεδόν επιτυχημένο φλερτ με την πραγματική φύση του συγκροτήματος, που στιγματίζεται από ένα γνήσια βρετανικό guitar blues σόλο σε όλη τη διάρκειά του.
Κατά τα άλλα, οποιαδήποτε προσπάθεια αποτίμησης του δίσκου σκοντάφτει σε μικρές στιγμές κατά τις οποίες οι Oasis του 2008 όχι απλά αντιγράφουν, αλλά ξεπατικώνουν χωρίς καμία ντροπή ιδέες και πρακτικές των Beatles του 1968... και το όλο πράγμα καταλήγει θλιβερό, ειδικά για όσους αναγνωρίζουμε ακόμη στο attitude των αδελφών Gallagher τους πραγματικούς working class heroes της βρετανικής μουσικής των τελευταίων είκοσι ετών.
Σε μια μικρή χώρα που την λένε Ελλάδα λοιπόν οι Oasis για οχτώ χρόνια, ένα μήνα και κάτι ημέρες είχαν την τύχη να απολαμβάνουν την δια μέσω της σιωπής και των παραλείψεων ασυλία ενός αδυσώπητου μουσικού site του οποίου οι συντάκτες δεν μπορούν να αποφασίσουν αν ο θεός είναι ο Matt Elliott ή αν ως διφυής ακούει στο όνομα Forster-Mc Lennan... Ακόμη και αυτό το ελάχιστο προνόμιο όμως έμελε να τους αφαιρεθεί κάποτε...