Οι Oathbreaker είναι γέννημα θρέμμα της περίφημης Βελγικής σκηνής που έχει προσφέρει απλόχερα τεράστιες ποσότητες μουσικής μαυρίλας τα τελευταία πέντε χρόνια. Σαν μια μαύρη τρύπα να έχει ανοίξει πάνω από τον ουρανό του Βελγίου και να ρουφάει κάθε τι χαρούμενο και ευτυχισμένο δημιουργώντας έτσι ίσως την πιο ενδιαφέρουσα μουσική σκηνή της Ευρώπης στην σκληρή (και μη) μουσική. Γνήσια οργισμένα τέκνα αυτής της σκηνής είναι και οι Oathbreaker και μάλιστα από τους πρωτοστάτες της όλης ιστορίας. Αισίως στο τρίτο και καλύτερο τους μέχρι τώρα δίσκο προσπαθούν να εξελιχθούν και να αποκτήσουν εξέχουσα θέση στους δυνατούς παίχτες της σκηνής χωρίς να κάνουν καμία έκπτωση στις βασικές τους τις αρχές, μουσικές και αισθητικές. Και με το “Rheia” το καταφέρνουν.
Και αν κάποτε μπορεί να πλασαριζόντουσαν στους τουρίστες ακροατές που άκουσαν θόρυβο και μπήκαν, σαν την μπάντα με κύριο χαρακτηριστικό το “γλυκύτατο θηλυκό που γκαρίζει” τώρα πλέον τα πράγματα ακούγονται πολύ πιο ολοκληρωμένα και συνολικά και η αγαπημένη Caro Tanghe πολύ πιο ώριμη και κατασταλαγμένη, ισότιμο μέρος μιας καλολαδωμένης μηχανής που θερίζει.
Στο “Rheia”, το νέο τους δίσκο, ακούγονται το ίδιο θυμωμένοι, έτοιμοι για να σε βάλουν κάτω να σε πατήσουν με τον μουσικό, μαύρο, όλεθρο τους. Όλα τα στοιχεία που ακολουθούν με συνέπεια από το ξεκίνημα τους είναι εδώ. Η αμεσότητα του crust, η ατμόσφαιρα του sludge και η απόγνωση του black metal είναι και πάλι εδώ. Blackgaze θα το περιγράψουν οι φωστήρες του χώρου και μπορεί και να έχουν δίκαιο εν μέρει αλλά σίγουρα δεν φτάνει να καλύψει έστω και ως ταμπέλα τον ήχο τους επακριβώς. Ειδικά στο νέο αυτό δίσκο που ψάχνονται και τρώγονται μεταξύ τους για να χωρέσουν όλα εκείνα που θέλουν να μας πουν, όλες εκείνες τις διαφορετικές επιρροές που έχουν κατακτήσει από τον προ τριετίας τελευταίο τους δίσκο έως τώρα. Και ενώ θα μπορούσαν άνετα, δεν ξαναφτιάχνουν, ένα ίδιο “Eros/Anteros” και αυτό μόνο προς τιμήν τους είναι, ειδικά σε έναν ήχο και μια σκηνή που ανέκαθεν τα κατάφερνε σε δύναμη αλλά υστερούσε σε εξέλιξη.
Παρόλα αυτά επειδή μόνο οι προθέσεις δεν φτάνουν, στην πορεία υποψιάζομαι ακόμα και εγώ που τους ακούω μέσα στην βαθιά την νύχτα και την ελαφρώς μεθυσμένη παραζάλη από το ουίσκι (“πρόταση σερβιρίσματος”) ότι ο δίσκος αυτός ακούγεται σαν να είναι προπομπός του επόμενου. Και όχι επειδή δεν είναι καλός, τουναντίον, “κόβει κεφάλια” όπως θα έλεγε και ένας μεταλλάς. Κυρίως επειδή νιώθεις τον διαφορετικό αέρα του “Rheia” σαν κάτι καινούριο ακόμα και για την ίδια την μπάντα και κάτι σου λέει μέσα σου ότι στον επόμενο θα είναι ακόμα καλύτεροι, πιο κατασταλαγμένα διαφορετικοί, πιο μεστοί, πιο ικανοί να σε χώσουν στην μαύρη τους τρύπα μια για πάντα, χωρίς να προλάβεις να πάρεις ανάσα. Σαν το “Rheia” να είναι ο προπομπός του χαμού, το ορντέβρ της μελλοντικής τους καλλιτεχνικής επιτυχίας. Μια αίσθηση που έρχεται και φεύγει, μια υπόνοια που έχει χρόνο ακόμα για να αποδειχθεί ή όχι. Όπως και να ’χει όμως δεν κόβει καθόλου την φόρα του εν λόγω δίσκου.
Χωρίς την αμεσότητα του προκατόχου του, το “Rheia” δεν είναι το εύκολο άκουσμα που θα σε κάνει να χτυπιέσαι κατευθείαν στο ρυθμό του. Ανεβοκατεβάζει εντάσεις και BPM, χρωματίζει με συναισθήματα και αποχρωματίζει με την ίδια ευκολία το πρόσωπο του και σου ξερνάει τραγούδια που πρέπει να κοπιάσεις για να τα κατανοήσεις πλήρως. Δεν καταφεύγει στην ευκολίας της μονότονης κτηνώδης δύναμης και ρίχνει τις εντάσεις σε καίρια σημεία μόνο και μόνο για να σε χτυπήσει κατακούτελα λίγο αργότερα με ακόμη μεγαλύτερη λύσσα. Καταφέρνει και ακούγεται φρέσκο πατώντας σε χιλιοπατημένα μουσικά σκοτεινά δρομάκια, μοντέρνο και ιδιαίτερα σκληρό και ειλικρινές σε μια μουσική πραγματικότητα που έχει πήξει στις κούφιες νερόβραστες πατάτες.