Gonzo Bliss
Ένα βήμα πίσω, δυο βήματα μπροστά, θα μπορούσε να είναι και αυτή η κατακλείδα της αποτίμησης της Χριστίνας Κουτρουλού
Μέρος του μουσικού Τύπου, έχει προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να μας πείσει ότι ξέρει «τι ακούει η νεολαία» και τι θεωρείται σήμερα φρέσκο. Πολλάκις, όμως, η ίδια η πραγματικότητα διαψεύδει παταγωδώς αυτές τις προσπάθειες, καθώς οι νέοι βρίσκονται παντού: δίπλα στην trap πετάνε ένα λαϊκοπόπ, δίπλα στο μέταλ κάποιο «σκυλάδικο» και πάει λέγοντας. Όσο εύκολη γίνεται η πρόσβαση στα είδη, άλλο τόσο ανακατεύονται, με αποτέλεσμα να ακολουθούνται διάφορες τάσεις ταυτόχρονα.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τους καλλιτέχνες, ασφαλώς. Ξεκινώντας από τα δωμάτιά τους –τα γκαράζ της εποχής μας, όπως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν– οι έφηβοι μπαίνουν με θάρρος στη δισκογραφία. Με τη διεθνή πρωτιά να την εκπροσωπεί η Billie Eilish, η οποία από το «δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς κάνει» των εγχώριων γραφιάδων βρίσκεται πλέον στο «είναι η μεγαλύτερη ποπ σταρ της γενιάς της». Κάπως έτσι ξεπήδησε και στα δικά μας στέκια ο Οδυσσέας Τζιρίτας.
To ντεμπούτο του Butterflies (2019) τάραξε τα νερά με την ποικιλία ηχητικών διαδρομών που ξετύλιξε, στέλνοντάς τον σε πρώτης γραμμής συναυλία, ως support γνωστού συγκροτήματος (The Underground Youth, στο Fuzz). Και όχι άδικα. Αν και άγουρο σε επίπεδο παραγωγής και ιδιαίτερα χαοτικό ή/και μακρόσυρτο σε σημεία (με αποτέλεσμα να μη σχηματίζονται συγκροτημένα κομμάτια), το άλμπουμ είχε μια φρεσκάδα στο ανακάτεμα των ιδεών, που βρήκε ανταπόκριση στο διψασμένο για δημιουργία εγχώριο έδαφος. Ο Τζιρίτας μπήκε λοιπόν στη δισκογραφία με ταλέντο, αγκαζέ με το απαιτούμενο θράσος και χωρίς τη διάθεση να ακολουθήσει κάποια πεπατημένη.
Το Gonzo Bliss τον βρίσκει σε μια πιο επαγγελματική στροφή, να γράφει σε στούντιο περιβάλλον με τον Αχιλλέα Χαρμπίλα των 2 Βy Bukowski στην παραγωγή. Και η διαφορά με το Butterflies γίνεται σαφέστατα αισθητή. Αλλά, ενώ ξεκαθαρίζουν ακόμα πιο πολύ οι ικανότητές του ως τραγουδοποιού, βαδίζει πλέον πιο συντηρητικά σε σύγκριση με τα όσα αποτύπωσε ο πρώτος του δίσκος. Εδώ, δηλαδή, κινείται κυρίως σε έναν pop/rock άξονα: παρά τις πιανιστικές, ακόμα και gospel τσαχπινιές, το αποτέλεσμα ανήκει στη σφαίρα που συνήθως περιγράφουμε ως «alternative pop», «alternative rock» και «indie». Παρά ταύτα, κατορθώνει συχνά και παίζει καλύτερα ακόμα και από συζητημένα διεθνή ονόματα που λειτουργούν κάτω από τις ίδιες ταμπέλες –με την κιθάρα ειδικά να σε αρπάζει και να σου καθαρίζει το κεφάλι από τη χλιαρότητα που κυριαρχεί στον εν λόγω χώρο τα τελευταία 10 (τουλάχιστον) χρόνια.
Αν και το εξώφυλλο κρίνεται αδιάφορο, χαμένο σε μια ροζουλί, ματαίως παιχνιδίζουσα γραμματοσειρά, το Gonzo Bliss ξεκινά θριαμβευτικά, δίνοντας στα riffs τον χώρο που χρειάζονται για να ανασάνουν ή να πήξουν ("Like An Egg", "Delirium"). Με τις αλλαγές να εφαρμόζουν ιδανικά στη φόρμα, διατηρώντας μια συναυλιακή αισθητική, με πρόζες γεμάτες αυτοπεποίθηση, με μια ωραία ελαφρά ειρωνεία χωρίς στυλιζάρισμα, αλλά και με γυναικεία φωνητικά τα οποία αποβαίνουν και απαραίτητα και βοηθητικά ("Sharp Knife"). Διάφορες φράσεις μένουν έτσι κολλημένες στο μυαλό, τη στιγμή που οι συνθέσεις «ανοίγουν» για να διαδεχθούν τις πιο ποπ και μελωδικές στιγμές του δίσκου.
Κάπου εκεί, ωστόσο, είναι που ίσως χάνεται η ροή. Παρ' όλο που η συγκεκριμένη σειρά των τραγουδιών φαντάζει λογική, η διαδοχή μεταξύ του πιο δυναμικού μέρους του δίσκου με το πιο απαλό δεν εξασθενεί μόνο στο concept (π.χ. στη διαφορά μεταξύ “Like an egg” ή "Delirium" και "Lethargy"), μα και στην ουσία. Διαφαίνεται δηλαδή μια άνιση κατανομή, αφού το υλικό τη μία σε αρπάζει από τον σβέρκο και την άλλη σε αφήνει απότομα κατά γης –έστω και με την έξυπνη προσφορά του "Explain/Escape". Ακόμα κι αν διατηρεί τα δικά του δημιουργικά φίλτρα, ο Οδυσσέας Τζιρίτας αρχίζει κατά τη διάρκεια του Gonzo Bliss να γίνεται κάπως κοινότυπος.
Η τελευταία παρατήρηση δεν αφορά μόνο την αισθητική βάση των κομματιών, αλλά και την τοποθέτηση της φωνής, που σε κορυφώσεις σαν το "Elephant Man" αποκαλύπτεται ως αρκετά αδύναμη. Μπορεί ο indie χώρος να έχει κάνει την ειρήνη του με αυτόν τον τρόπο να τραγουδάς, εντούτοις συνέβη εξαιτίας καλλιτεχνών που είχαν πράγματα να δώσουν, παρά τις λειψές τους φωνές. Πλέον, όμως, η έλλειψη έχει καταντήσει έως και μανιέρα. Ο Τζιρίτας δείχνει πάντως να το αντιλαμβάνεται. Καλεί λ.χ. τη Σοφία Ασημακοπούλου να καλύψει τις πιο ψηλές κλίμακες, ενώ προσπαθεί να δώσει ένα πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα με διάφορα τεχνάσματα: με λαρυγγισμούς π.χ. που φέρνουν στον Bowie ή τονίζοντας την προφορά των λέξεων, προσπαθεί να σκαλίσει τα δημιουργήματά του όσο πιο καλά μπορεί. Εδώ συμβάλλουν και οι επηρεασμένοι από ταινίες ή από την καθημερινότητα στίχοι, οι οποίοι δίνονται με ρεαλισμό μα και φαντασία, μιλώντας για πρώιμες εμπειρίες πάνω ή κάτω από τη σκηνή ("Future Pop"), καθώς και για πιο προσωπικές στιγμές ("Lethargy"), χωρίς να λείπει και μια διάθεση αυτοκριτικής/αυτοσαρκασμού ("Takes One Τo Know One").
Αυτό που αφήνει λοιπόν το Gonzo Bliss είναι ακριβώς μια περίεργη χαρά. Όχι μόνο για την αντίθεση στίχων-ήχου, αλλά γιατί αντιλαμβάνεσαι ότι θα μπορούσε να είναι ένας πιο θαρραλέος, πιο ανανεωτικός και κυρίως πιο φευγάτος δίσκος, μακριά από φθαρμένες επιρροές που συνεχίζουν να περιτριγυρίζουν τον Οδυσσέα Τζιρίτα (ηθελημένα ή και κάπως φορτωμένες από τις όποιες «τάσεις» περιγράφηκαν στην εισαγωγή). Σαφώς, πάντως, είναι ένα βήμα μπροστά από το προηγούμενο άλμπουμ, δοσμένο με άποψη, ανοιχτομυαλιά και μεράκι.