"Each of my nervous breakdowns fell away when I made the most important decision of my life: to be a total failure. A professional failure. I relocated to Austin, and Okkervil River was born".
Κάπως έτσι ο frontman του συγκροτήματος με το τόσο αμερικάνικο όνομα (το οποίο παραδόξως προέρχεται από έναν ποταμό στη Ρωσία και ένα ομώνυμο διήγημα μιας Ρωσίδας πεζογράφου) καταγράφει τις απαρχές του group από το Austin του Texas. Παρότι η επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική αποτελεί συνήθως ένα πολύ καλό ξεκίνημα στο δρόμο για την αποτυχία (τουλάχιστον κατά τα λεγόμενα του Will Sheff), η μπάντα κατάφερε να απασχολήσει αρκετούς με το 2ο δίσκο της (Don't fall in love with everyone you see, 2002) και να βρεθεί ψηλά στις λίστες με τα καλύτερα του 2005 (Black sheep boy) εκμεταλλευόμενη και το hype της εποχής για την alternative - country μουσική. Οι ίδιοι βέβαια αποποιούνται του χαρακτηρισμού (γνωστή ιστορία!), λέγοντας ότι έχουν μεγαλώσει πολύ μακριά από τις πολιτισμικά "νότιες" περιοχές της χώρας αλλά πόσο αξία έχει αυτό σήμερα που στη μαρκίζα της americana τοποθετούνται ονόματα από τη Γηραιά Αλβιόνα και από την Ελλάδα ακόμη!
To Stage names είναι σαφώς πιο χαλαρό, ανθρώπινο και διασκεδαστικό (προς το τέλος του "you can't hold the hand of a rock'n'roll man" ακούμε τον Sheff να γελάει), σε ένα βαθμό αυτοβιογραφικό και κινηματογραφικό - μυθιστορηματικό από το κλειστοφοβικό και "φθαρμένο" Black sheep boy... Άμεσος δίσκος, σε πολλές στιγμές δίνει την αίσθηση live ηχογράφησης, ενώ οι στίχοι είναι πυκνοί και ιδιαίτερα ενδιαφέροντες..., η ποιητική μελαγχολία έχει δώσει τη θέση της στα καθημερινά σκαμπανεβάσματα, χωρίς να εκλείπουν οι λυρικές στιγμές (I want a kiss that's as sharp as a knife. The day expires, and the dry, cracked, trembling lips God saw fit to put this kiss inside στο "a hand to take hold of the scene"). Ο ήχος ξεκινά από το roots-rock της americana διανθισμένη με την ευφυΐα της pop και την αμεσότητα της pub-rock ενώ τα πολλά όργανα (organs, μαντολίνα, βιολιά, ξυλόφωνα) συνεισφέρουν σε ένα αρκετά πλούσιο αποτέλεσμα.
Η διάθεση της μπάντας στο δίσκο είναι μάλλον εξομολογητική και αυτό γίνεται φανερό από την πρώτη στιγμή στο "our life is not a movie or maybe" όπου ο πρωταγωνιστής λυπάται για την πεζή ζωή του που περιγράφει σαν μια υποθετική ταινία (it's just a life story, so there's no climax) αλλά καταλήγει "hey, I'd watch it"... Το "Plus one" είναι τραγούδι φετίχ για τον κάθε "άρρωστο" μουσικόφιλο, με διάσπαρτες αναφορές σε γνωστούς τίτλους τραγουδιών που περιλαμβάνουν αριθμούς αλλά πάντοτε "Plus one" (9 miles high, 97 tears κ.ο.κ)... Η κορυφαία στιγμή του δίσκου έρχεται νωρίς, στο συγκλονιστικό και προσωπικό "Unless it's kicks" όπου υπό χαρακτηριστικό seventies riff μιλάει για τον καλλιτέχνη, τη σχέση του με τη μουσική του (And on a seven day high, that heavenly song punches right through my mind and just hums through my blood. And I know it's a lie, but I'll still give my love) και τους fans. Υπέροχο!
Γενικότερα, ο τρόπος που ο Sheff διαχειρίζεται τη θλίψη (π.χ. στο Savannah smiles) και η πυκνότητα των στίχων (και η πρόζα) θυμίζουν Bright Eyes, χωρίς όμως αυτοί να καταντάνε κουραστικά μελοδραματικοί, όπως συχνά του Oberst. Π.χ. στο "John Allyn Smith sails", όπου η έκταση της αποτυχίας του ήρωα του τραγουδιού φτάνει σε κωμικοτραγικά επίπεδα, με την αποτυχημένη αυτοκτονία (παραπέμποντας και στο δικό μας Καρυωτάκη που στο σημείωμα που άφησε προέτρεπε τους ενδιαφερόμενους να μην προσπαθήσουν να αυτοκτονήσουν ποτέ "δια θαλάσσης")... Ο John του τίτλου δεν είναι άλλος από τον ποιητή John Berryman (είναι της μόδας φέτος, βλ. και Hold Steady), ενώ το κομμάτι προς το τέλος ενσωματώνει πανέξυπνα (ηχητικά και θεματικά) το "Sloop John B" των Beach Boys.
Το Stage names έρχεται να προστεθεί στις πολύ καλές πρόσφατες δουλειές που έχουν κυκλοφορήσει από τη δισκογραφική εταιρεία με το παράξενο όνομα Jagjaguwar (Besnard Lakes, Pink Mountaintops, Oneida). Είναι φανερό ότι στιχουργικά ο Sheff είναι στα καλύτερά του, ενώ συνθετικά το αποτέλεσμα είναι λίγο κατώτερο από το Black sheep boy. Ο ήχος τους είναι πιο επαγγελματικός πια (και γεμάτος αυτοπεποίθηση) με τη μουσική τους να δείχνει προς την τέχνη που δεν αναπαριστά απλά τη ζωή, αλλά θολώνει το τοπίο ανάμεσα στην πραγματική ζωή και μια πιο ποιητική πραγματικότητα. Ή καλύτερα μέσα από το στόμα του Sheff:
"What gives this mess some grace unless it's kicks, man - unless it's fictions, unless it's sweat or it's songs".