The Usurper Regime/Ανκόρ
Δύο 'ανάδελφοι' δίσκοι σε μια παράλληλη παρουσίαση από τον Άρη Καραμπεάζη, τόσο αναλυτική και ευρεία που στοχεύει τελικά ολόκληρη την εγχώρια μουσική 'underground' πραγματικότητα
Στην ροκ-εν-ρολ ιστορία, αλλά και στις ιστορίες γύρω από το ροκ-εν-ρολ, το do It Yourself ίσως και να έχει λάβει διαστάσεις μεγαλύτερες από ότι πραγματικά έχει, είτε ως εγχείρημα, είτε απλώς ως αισθητική. Ειδικά ως αισθητική θα λέγαμε, καθώς ουκ ολίγοι είναι αυτοί που επικαλούνται αυθαίρετα και αόριστα μία D.I.Y. αισθητική στα όποια πεπραγμένα τους, τα οποία όμως τελικώς ούτε τα παράγουν, ούτε τα κυκλοφορούν οι ίδιοι. Και αν το κάνουν, κάθε άλλο παρά από υστέρημα γίνεται αυτό. Είναι όμως άραγε το υστέρημα απαραίτητο στοιχείο του D.I.Y.; Ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα τώρα.
Έχουμε κι εμείς εδώ υποστηρίξει πολλές φορές την άποψη ότι η διαχρονικά ανακυκλούμενη γκρίνια για τις ‘κακές εταιρείες’, την καλλιτεχνική πίεση που ασκούν κλπ κλπ, συνήθως δεν έχει κάποια ουσιαστική βάση, αλλά επί της ουσίας αποτελεί μια μορφή ανακυκλούμενης πίστωσης στις τελικώς αδιάρρηκτες σχέσεις μεταξύ καλλιτεχνών και δισκογραφικών, όπου εις το διηνεκές η κάθε πλευρά ‘χρωστάει’ στην άλλη.
Εκ του αντιστρόφου έχουμε δει γκρουπ και μεμονωμένους καλλιτέχνες εκτός ‘εταιρικών κυκλωμάτων’ να τα κάνουν μαντάρα, ιδίως σε επίπεδο παραγωγής και τελικού αποτελέσματος, με πραγματικά προσωπική αισθητική. Και όχι από έλλειψη πόρων.
Ειδικά στα χωράφια εκείνα που το D.I.Y. δεν αποτελεί απότοκο (και όχι πρόπλασμα) εμμονής περί των ιδεών και όχι των μέσων και τρόπων παραγωγής, η πρόθεση κάποιων σχημάτων να δημιουργήσουν (και σπάνια να κυκλοφορήσουν όμως) άνευ εταιρικού μανδύα, καταλήγει σε μία per se εναντιωματική αισθητική, δηλαδή στο ακριβώς αντίθετο αυτής, η οποία όμως όχι απλώς δεν προσφέρει, αλλά εν τέλει αφαιρεί σε ό,τι τέλος πάντων θα είχαν να πουν, έστω και υπό την δήθεν δαμόκλειο εταιρική σπάθη.
Ως παράδειγμα, και δη τρανταχτό, έρχονται πρώτοι-πρώτοι οι Θεσσαλονικείς Chinese Basement, οι οποίοι ενώ θα έπρεπε να είναι η καλύτερη ελληνική ροκ μπάντα του 21ου αιώνα, εν τούτοις κατέληξαν στην πράξη ένα μάλλον ανύπαρκτο σχήμα, ίσως και αναδρομικά, καθώς απέτυχαν να αφήσουν πίσω τους έστω και έναν άξιο λόγου δίσκο (η μη παραγωγή στο ‘Litmus’ του 2011, είναι εφιαλτική).
Αν αφήσουμε στην άκρη όσα συμβαίνουν στον σκληρό/ακραίο ήχο, όπου πράγματι βρίσκουμε label που έχουν την ικανότητα να δημιουργήσουν σκηνή άξια λόγου (Venerate Industries), το υπόλοιπο χάος είναι γενικευμένο και φαινομενικά αμετάκλητο.
Στην παρούσα (πολυετή) φάση τόσο τα εγχώρια label του αποκαλούμενου alternative/indie κυκλώματος, όσο και τα ίδια τα ονόματα γκρουπ & καλλιτεχνών, που ανακυκλώνονται πέριξ αυτών, καθώς επίσης και όσα καινούργια ανακυκλώνουν το μάταιο του πράγματος, τίποτε άλλο δεν καταφέρνουν, παρά να αυτοπεριορίζονται, σχεδόν ατιμωτικά, σε ό,τι συνοπτικά θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως ένας proto-hipster (διότι για το meta… έχουμε ακόμη καιρό) συντηρητικός αχταρμάς, είτε μιλάμε για ψευτοελεκτρόνικα που μαστιγώνεται στα όρια μεταξύ μοντέρνων τσα-τσα και χορευτικής νοσταλγίας με ανύπαρκτο μουσικό υπόβαθρο, είτε σε φλύαρο ροκ-εν-ρολ, που ψευδεπίγραφα αναπαράγει δήθεν προχωρημένα μοτίβα τύπου kraut κλπ (αυτά ευτυχώς μας τελείωσαν γρήγορα). Εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά δεν ενθουσιάζουν (πλέον).
Είναι δε απορίας άξιο το ότι όσο απομακρυνόμαστε από τα όρια του ροκ, και γίνεται μία – θεωρητικά ελπιδοφόρα- προσπάθεια για την δημιουργία μιας επιτέλους άξιας λόγου ελληνικής pop, το όλο πράγμα ακολουθεί τον δρόμο του κακού προς το χειρότερο. Καμία ελπίδα κι εκεί για δήθεν ελπίδα δημιουργίας εγχώριας pop σκηνής, γιατί όχι μόνον δεν υπάρχει τίποτε το ελληνικό, αλλά και τίποτε το πραγματικά pop σε κάτι τέτοια ελεκτρομπουρλέσκ δρώμενα, τα οποία ξεσηκώνουν εκτάκτως. Εκτός και αν θεωρούμε pop, απλώς και μόνο την μαζική αποδοχή, οπότε πάσο. Απλώς θυμίζουμε ότι η σωστή απόδοση του μουσικού όρου pop μουσική στα ελληνικά, δεν είναι αυτή της λαϊκής μουσικής.
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι πρέπει να πάμε βαθιά πίσω στο χρόνο πλέον, για να βρούμε τον τελευταίο πραγματικά σημαντικό δίσκο της Inner Ear (και με δυσκολία θα τον βρούμε ακόμη και στην προηγούμενη δεκαετία), ενώ για νεότερα label όπως η δραστήρια και ενδιαφέρουσα, αλλά μέχρι εκεί, Veego Records, η έννοια του σημαντικού δίσκου, ακούγεται από παράταιρη έως αστεία (αναφέρομαι στις νέες κυκλοφορίες, και όχι στις επανεκδόσεις, εκεί υπάρχουν κάποιοι σημαντικοί δίσκοι, υπάρχουν και αστείοι ασφαλώς).
Κάπως έτσι, δίσκοι και ονόματα που υποκινούνται απλώς και μόνον από την συναισθηματική αντίδραση του ακροατή στην μνήμη του, επιβαλλόμενη ή όχι, τεχνητή ή μη, και όχι στην όποια μουσική νοημοσύνη του, καταλήγουν να ενσαρκώνουν, ως μονάδες και ως σύνολο, μία καλά εδραιωμένη αποτυχία εγχώριας ποπ/ροκ έκφρασης. Δεν είναι η πρώτη βέβαια, ούτε θα είναι η τελευταία.
Και αφού ξεμπερδέψαμε με τα πατρινά label, που ήρθαν και πήραν το ροκ από τη Θεσσαλονίκη, και το κατέβασαν στο Λεκανοπέδιο, σχεδόν όπως ο Γιάννης Ιωαννίδης το μπάσκετ, πάμε στα εδώ δικά μας.
Τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά, με τις δύο κυκλοφορίες, που επιλέγεται να παρουσιαστούν εδώ σε ενιαίο κείμενο, αν και κάποιοι – ενδεχόμενα και οι δημιουργοί τους πρώτοι από όλους- θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι τις χωρίζει άβυσσος (εγώ πάντως δεν θα το έλεγα, σε καμία περίπτωση), θεωρώ ότι μπορεί εύκολα να το διακρίνει κανείς.
Δεν είναι τόσο το ότι πρόκειται για δίσκους που από την αρχή μέχρι το τέλος τους αρνούνται να σαχλαμαρίσουν, είναι κυρίως το ότι αδιαφορούν ολοκληρωτικά για την ένταξη τους σε ένα κυρίως ρεύμα, το οποίο θα καταλήξει αναπόφευκτα στη βάσανο περί του σπουδαίου underground, που δήθεν είναι το mainstream του αύριο. Τα πράγματα δεν είναι έτσι, κανένα πραγματικά σπουδαίο underground, δεν έχει εξελιχθεί σε σημερινό σαχλαμαρίζον mainstream, και δεν είναι τώρα να αρχίσουμε τα παραδείγματα επ’ αυτού.
Πίσω στα 90s, όπως σοφά μου υπογράμμισε και ένας έγκριτος δισκοπώλης (μου) πρόσφατα, ο δίσκος των Μεθυσμένων Ξωτικών, θα μπορούσε να κυκλοφορήσει από το παιδομάζωμα της Virgin του Πετρίδη στο ελληνόφωνο -κυρίως- ροκ, αλλά ίσως και αυτός των Okwaho, αν λάβουμε υπόψη μας την ετικέτα υπό την οποία κυκλοφόρησε ο πιο ‘σκληρός’ δίσκος των Ziggy Was.
Στο σήμερα οι δύο εν λόγω δίσκοι, δεν βλέπω σε ποιο από τα παραπάνω (και μερικά ακόμη εγχώρια) label θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, έστω και υπό την λογική του ‘κυκλοφορούμε μόνο πράγματα που μας αρέσουν’ (αλλιώς: ‘δεν έχουμε ανάγκη από A&R τμήμα’). Εδώ βέβαια δεν έχουν βρει ακόμη label οι Σκιαδαρέσες, θα μου πεις…
Οι Okwaho του 2023, στα δαιμονιώδη, όσο και θολά, σύνορα του file under (στα οποία είναι εθισμένα τα είδη τα οποία διασχίζουν, και οι ακροατές αυτών), θα μπορούσαν ενδεχόμενα να είναι μία εντελώς διαφορετική μπάντα από τους Okwaho του 2018, παρότι παραμένουν το ίδιο ακριβώς power trio με τότε. Σπεύδουν άλλωστε και οι ίδιοι να επισημάνουν ότι σχεδόν αισθάνθηκαν χρέος τους το να αφήσουν πίσω κάθε ανθυπόgroovy stoner παραπάτημα, και να πορευτούν με βαριά βήματα, στο δρόμο του ό,τι εδώ και μία πενταετία τουλάχιστον, καλύπτεται κάτω από την μεγάλη ταμπέλα του sludge, αλλά μην μένοντας ούτε εκεί.
Η αλήθεια -για εμένα, αλλά μάλλον και η αντικειμενική- είναι πως το ‘The Usurper Regime’ είναι ο metal δίσκος που μπορώ να προτείνω σε όσους μου ζητάνε να τους προτείνω έναν δίσκο ακραίου (extreme, δηλαδή όπως λέμε) metal, ενώ οι ίδιοι δεν ακούνε metal, αλλά για κάποιους λόγους, θέλουν ένα πιο ‘ακραίο άκουσμα’ για να πορευτούν στις ακροάσεις τους.
Σε ιδεολογικό/αισθητικό επίπεδο απομακρύνονται από οτιδήποτε (συνήθως δικαίως) ενοχλεί στο metal, οποιονδήποτε δεν έχει σχέση με το είδος. Σε ηχητικό/μουσικό επίπεδο, όπως και στο ατόφια ακραίο κομμάτι του metal, δεν απασχολούνται με το να τους οικειοποιηθεί ο ακροατής στη βάση μίας τετριμμένης heavy λογικής.
Το ‘TUR’ είναι (ευτυχώς να λέμε) ένας ‘δύσκολος’ δίσκος, και ως τέτοιος πρέπει να ακουστεί. Και θα ακουστεί ξανά και ξανά. Και τούτο διότι ‘εύκολοι δίσκοι’, ακόμη και εντός των ορίων του ακραίου ήχου, ως γνωστόν κυκλοφορούν με το τσουβάλι, αλλά δεν ξεχωρίζουν από τον σωρό από τον οποίο κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ξανά-ακούσει οποιονδήποτε δίσκο.
Το concept του δίσκου δεν είναι απλώς σκληρό, αν θέλουμε να κυριολεκτούμε θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι άβολο. Ποιος θέλει να κάθεται στο σαλόνι του ή να πίνει τις μπύρες του σε κάποιο ροκ μπαρ και να ακούει τραγούδια που αναφέρονται σε κατατρεγμένους και πνιγμένους πρόσφυγες και σε καταστάσεις αδιέξοδες, όπως ο καθημερινός σφετερισμός της ζωής του από τα συνήθως αδιόρατα νήματα της κάθε εξουσίας;
Καταστάσεις δηλαδή που τελικώς σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποιο δικαίωμα έχεις απλώς να φιλοσοφείς σκωπτικά επ’ αυτών, ενώ τελικά κάθεσαι στο σαλόνι σου (ή στο ροκ μπαρ σου); Αυτό δεν είναι κάτι που μένει να το απαντήσουμε εδώ. Η κάθε ρεαλιστική και πρακτική διάσταση του τι ακούει/διαβάζει ο καθένας για τέτοια μείζονα ζητήματα στην καθημερινότητα του, είναι πρωταρχικά προσωπική υπόθεση, όσο και αν τελικώς επιδρά στο συλλογικό.
Εδώ όμως πρέπει να πούμε ότι η προσέγγιση των Okwaho πέραν του ότι αποφεύγει κάθε τι το επιδερμικό, και παρά την επιμονή στην λεπτομέρεια της θεματολογίας, μένει με εντυπωσιακό τρόπο προσηλωμένη στο να παραδοθεί στον ακροατή ένα ουσιαστικό μουσικό έργο, και όχι τυχόν ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, που θα ήταν και το πιο πιθανό ολίσθημα.
Η εγκληματική και παράλληλα φασιστική, διαχείριση των προσφυγικών ροών, και το κάθε επόμενο ζήτημα που θίγεται στην ραχοκοκαλιά του δίσκου, είναι πράγματι το μήνυμα. Το μέσο όμως, και στο τέλος το ίδιο το μήνυμα κατά τας γραφάς, ασφαλώς και παραμένει η μουσική, η οποία γνωρίζουμε μεν ότι δεν θα αλλάξει τον κόσμο, αλλά από την άλλη γνωρίζουμε ότι ένας άλλος κόσμος είναι αδύνατο να υπάρξει όσο ακόμη και η μουσική επιμένει να αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στον κόσμο στον οποίο υποχρεωνόμαστε να (συν)υπάρχουμε.
Έχοντας διαβάσει με προσοχή τόσο τα δελτία τύπου και τις ανακοινώσεις, που συνοδεύουν εδώ και αρκετό καιρό την κυκλοφορία του δίσκου, όσο και κάποιες συνεντεύξεις του γκρουπ, διαπιστώνω ότι οι Okwaho, ενσυνείδητα, προτάσσουν την πολιτική στόχευση του άλμπουμ και καλούν τους υποψήφιους ακροατές τους να επιμείνουν και οι ίδιοι σε αυτή.
Κατανοώντας την λογική και το αιτιατό αυτής της τακτικής, θα πρέπει με τη σειρά μας, και υπέρ του γκρουπ και του δίσκου θεωρώ, να επισημάνουμε – όπως σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση- ότι το μουσικό περιεχόμενο αυτό καθαυτό ποτέ δεν περνάει σε δεύτερη μοίρα. Ένας ροκ-εν-ρολ δίσκος πρώτα κομίζει το μουσικό του μήνυμα, και κατόπιν οτιδήποτε άλλο, ακριβώς για να έχουν νόημα και συνειδησιακή λειτουργικότητα τα νοήματα του. Και η κλισέ φράση «στο τέλος μένει η μουσική» δεν είναι άμοιρη νοημάτων και συνεπειών.
Για εμάς λοιπόν, στο τέλος του δίσκου αυτό που μένει είναι ότι οι Okwaho, τόσο σε συντονισμό με τα εκτός συνόρων τεκταινόμενα, όσο και ένα βήμα μπροστά από τα εγχώρια, αντιλαμβάνονται ότι το black metal μπορεί να είναι ένα ουσιαστικό στοιχείο ακόμη και μιας ισχυρά πολιτικής & ακραίας μουσικής πρότασης, και δεν το αρνούνται ως δήθεν απότοκο αδιάφορης ή ακόμη και ύποπτης πολιτικής πρακτικής, όπως αφελώς σπεύδουν να κάνουν αρκετοί, απλώς για να αισθάνονται ασφαλείς στην περίπτωση που γίνει η επόμενη στραβή στο είδος (τύπου Akhlys).
Ο ήχος του δίσκου είναι ολοκληρωτικός (ξέρω λάθος λέξη, μετά ειδικά από την αμέσως προηγούμενη παράγραφο) και σχεδόν ενιαίος αισθητικά σε όλη τη διάρκεια του.
Οι μεγάλες ταχύτητες αποφεύγονται, παρότι σε ορισμένες στιγμές τα κρουστά – σωστά τοποθετημένα στα έγκατα των λοιπών πεπραγμένων - ξεγελούν για το αντίθετο. Το μεγάλο κόλπο όμως γίνεται στα φωνητικά, τα οποία με το έξυπνο τρικ που μας έχουν διδάξει σχήματα όπως οι Cult Of Luna δεν είναι βαριά και ασήκωτα, όπως στο συντριπτικό ποσοστό του heavy sludge ιδιώματος, αλλά αναπτύσσονται υπό τις εξοντωτικές, πλην καθαρτικές, νόρμες του black metal, χωρίς όμως την εμμονή για αβανταδόρικα ουρλιαχτά. Θα ήταν εντελώς παράταιρα άλλωστε εδώ.
Αν λάβει δε κανείς υπόψη του όχι μόνο το αψεγάδιαστό, αλλά κυρίως το εύστοχο, της παραγωγής του άλμπουμ των Okwaho, όσο και της εντυπωσιακής δουλειάς που έχει γίνει σε επίπεδο artwork, ποιότητας της πρέσας στα τυπωμένα βινύλια, της έξυπνης συσκευασίας με το γυαλόχαρτο στο CD, που το καθιστά ισάξιο απόκτημα με το παραπάνω format-φετίχ (την κασέτα δεν την άνοιξα ακόμη), και όλα αυτά μαζί ως σύνολο, καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για μία κυκλοφορία που με κανένα τρόπο δεν αφέθηκε στην τύχη της.
Πολύ πιθανό λοιπόν, αλλά και εύλογο, να αναρωτηθεί κανείς τι στο διάολο τέλος πάντων χρειάζονται σε ένα ροκ συγκρότημα οι δισκογραφικές, έστω και ανεξάρτητες, και τι παραπάνω θα μπορούσαν να προσφέρουν σε μια κυκλοφορία σαν αυτή; Αυτό βέβαια μένει να μας το απαντήσει το ίδιο το συγκρότημα, δηλαδή το κατά πόσο η προσπάθεια, τα έξοδα και οι χρόνοι για να γίνουν όλα αυτά, δηλαδή η εκτός μουσικής ενασχόληση, τους εξάντλησε ή/και τελικά τους πόρωσε περισσότερο.
Ό,τι από τα δύο και αν συνέβη, ακόμη και ο πιθανότερος συνδυασμός και των δύο, καταλήγει στο ότι έχουμε μια εντυπωσιακή self released κυκλοφορία, η οποία σε εμάς τους απ’ έξω δεν αφήνει κενό χώρο για να προσθέσει κάτι το οποιοδήποτε label. Ίσως βέβαια από την διανομή, στην οποία πράγματι οι Okwaho έχουν την συνδρομή της Εξαρχειώτικης Sound Effect Records. Το πρόβλημα της διανομής άλλωστε είναι γνωστό ότι αποτελούσε πάντοτε για το εγχώριο ροκ, πρόβλημα αντίστοιχα δισεπίλυτο με αυτό της στρατιωτικής θητείας.
Πάμε στα Μεθυσμένα Ξωτικά το λοιπόν, εκεί όπου τα πράγματα είναι – στην κυριολεξία - πιο απλά. Τόσο απλά, όσο δεν ξέραμε ότι θέλαμε να είναι, μέχρι να ακούσουμε αυτόν εδώ τον δίσκο.
Να σημειώσουμε ότι τα περί DIY, αυτοί μας τα γράφουνε (και όχι τραγουδάνε) σωστά από το 2013 ήδη:
«Ο Ρίτσος δεν θα ήταν diy
Μιλάμε για μια εποχή που η εμπορευματοποίηση της τέχνης δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ζούμε σήμερα. Η λειτουργία του diy λοιπόν, δεν ήταν ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους που αγωνίζονταν. Σήμερα αξιολογώντας τις εμπειρίες τους, και με βάση τις δικές μας ανάγκες, στη δικιά μας εποχή, οφείλουμε να πάρουμε τη σκυτάλη και να πάμε παραπέρα»
[Ψειριστική – Δεκέμβριος 2013]
Εξ αρχής πρέπει να πούμε ότι και σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για το καλύτερο άλμπουμ, που ηχογράφησαν και (αυτο)κυκλοφόρησαν ποτέ. Και μιλάμε για ένα σχήμα, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπάρχει εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια, ‘ακατάπαυστα και αυτοργανωμένα’, όπως λένε και οι ίδιοι.
Ορμώμενοι κατά το προφανές από τις hip hop αναφορές τους ως σχήμα (και όχι ως κυκλοφορία εδώ), τα Ξωτικά γρήγορα - γρήγορα στο δίσκο, σε τραγούδια όπως το ‘Rana’ για παράδειγμα, ξεκαθαρίζουν την (επί)θέση τους απέναντι στις κάθε είδους ενστάσεις/αντιρρήσεις ή και χλευασμό, που είτε δέχθηκαν, είτε αναμένουν (εύλογα;) ότι θα δεχτούν για την μουσική τους, αλλά και την στάση τους στα πράγματα εν γένει. Δηλαδή, προλαβαίνουν τους επικριτές τους, για να το πούμε απλά. Χωρίς έπαρση, περισσότερο με συγκατάβαση.
Όχι με απολογητική στάση, αλλά με μία -κατ’ εμέ τουλάχιστον- απόλυτα θεμιτή τάση να απλοποιήσουν τα πράγματα, και χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, να παραδώσουν έναν απολύτως εύληπτο (αλλά όχι και εύπεπτο) ελληνόφωνο ροκ δίσκο, παραδοσιακών punk παραδοχών, με ρυθμούς και αναφορές που κάθε άλλο παρά να εντυπωσιάσουν ή να πρωτοτυπήσουν επιδιώκουν. Το έχουν κάνει και στο παρελθόν, το έκαναν και στο 7’’ ‘Γίνε Μπάτσος’, το 2016, αλλά εδώ υπάρχει η αίσθηση ήδη από το πρώτο τραγούδι του δίσκου, ότι έχουν πειστεί και οι ίδιοι ότι αυτό πρέπει να κάνουν.
Για κάτι τέτοιο μας είχαν προετοιμάσει άλλωστε και μέσα από τις κατά καιρούς διασκευές τους, τόσο ως ηχογραφημένες εκτελέσεις, όσο και στις θρυλικές πολυδαίδαλες αναλύσεις στο fanzine ΑΝΤΙΔΟΤΟ, όπως τελικά συγκεντρώθηκαν στην CD-Fanzine κυκλοφορία με τον τίτλο ‘ΨΕΙΡΙΣΤΙΚΗ’, πίσω στο 2019.
Το ότι ας πούμε ένα DIY σχήμα επέλεξε τότε να διασκευάσει το ‘Πάγωσε Η Τσιμινιέρα’, αλλά στην δική τους εκτενή αιτιολόγηση αυτού, ορθά απέφυγαν τόσο το να επιτεθούν, όσο και -κυρίως- το να απολογηθούν, ως τρίτοι, για τον Νταλάρα, παρά περιορίστηκαν στο να αναφέρουν έμμετρα τα προφανή, καταδεικνύει το ότι τόσο οι προθέσεις, όσο και οι πρακτικές τους, είναι τελικώς πολύ περισσότερο ουσιαστικές και με απείρως μεγαλύτερο βάθος, από ότι η οποιαδήποτε αφοριστική μετα-καλλιτεχνική άποψη- κατάθεση, που ακριβώς παρουσιαζόμενη ως τέτοια, θα είχε δομικό πρόβλημα ακόμη και να περάσει ξυστά από οτιδήποτε φέρει την ούγια-Νταλάρας, επάνω του.
Σε αυτό το πλαίσιο, όχι απλώς δεν ‘ενοχλεί’, αλλά ούτε καν κάνει εντύπωση, το ότι το καλύτερο τραγούδι ενός δίσκου που ούτως ή άλλως έχει μόνο καλά τραγούδια, δεν είναι 100% δικό τους, αλλά αποτελεί μία ιδιόμορφη ‘επικαιροποίηση’, του όπως και να έχει αιώνια επίκαιρου σχολίου που έχουν καταθέσει ήδη από το 1986 οι Αδιέξοδο με το ‘Υποκουλτούρα’.
Τα Ξωτικά, δε, εκτός της επικαιροποίησης, το πηγαίνουν όντως και ένα (δικό τους) βήμα παρακάτω το θέμα, καθώς επιπλέον του ‘εσύ την τέχνη σου’, δεν αρνούνται, αλλά θριαμβολογούν (ορθότατα και εδώ) σε πρώτο πρόσωπο επάνω στο ‘άσε σε εμάς την πλέμπα’.
Διότι καλώς, και όχι κακώς, κάποιοι τελικώς σε όλο αυτόν τον συρφετό της παραχωρητικής τέχνης, που περιγράψαμε και στον παραπάνω πρόλογο, πρέπει όντως να συνταχθούμε με την πλέμπα, αν θέλουμε πράγματι το όλο πράγμα όχι τυχόν να προχωρήσει, αλλά απλώς και μόνο να ξεχωρίσει, τουλάχιστο για αρχή.
Το ‘Ανκόρ’ είναι ο ορισμός του love or hate δίσκου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που στοιχειοθετήθηκε ο ορισμός αυτός πριν από είκοσι πλέον χρόνια, από τις πρώτες και μόνες σημαντικές κυκλοφορίες των Κόρε Ύδρο (και εδώ δεν αναθεωρούμε, απλώς άλλο το καλό, έστω και το αριστουργηματικό, άλλο το σημαντικό). Σε πρώτη ανάγνωση-ακρόαση βέβαια, οι Κόρε Ύδρο θα μπορούσαν να είναι ο νο.1 στόχος επίθεσης των Ξωτικών όταν μιλάνε για υποκουλτούρα, αλλά θεωρώ ότι αυτό δεν συμβαίνει ακριβώς έτσι.
Είναι όμως σαφές ότι τα πράγματα κάπου πρέπει να οριοθετηθούν εξαρχής, και πως περαιτέρω το ελληνόφωνο ροκ, έχει ακόμη το δικαίωμα να υπάρξει, χωρίς να αιωρείται γύρω του αυτή η όψιμα αιώνια πίστη-υποταγή στον Φοίβο Δεληβοριά, ο οποίος - επιδιώκοντας το ή μη, δεν έχει σημασία - έχει υποκαταστήσει ταυτόχρονα τόσο τον Σαββόπουλο, όσο και τον Αγγελάκα στο ζήτημα αυτό.
Ακόμη και οι απλουστευτικές ska punk αναφορές του ‘Ανκόρ’, βοηθούν στο να δημιουργηθεί πράγματι αυτή η τομή, καθώς αντλούν από μία εγνωσμένη μεν, περιχαρακωμένη δε, μουσική υποκουλτούρα (ωπ, τι έχουμε εδώ κλπ), η οποία όσο οικεία και αν ακούγεται ως στυλ, δεν παύει να αποτελεί ως νόημα ξένο σώμα στα καθ’ ημάς, συνεπώς μας απαλλάσσει από το μαρτύριο της εξαναγκασμένης ελληνικότητας, που για τα καλά μας έχει φορτωθεί.
Μπορεί όμως να σταθεί ένας ισχυρισμός όπως ο παραπάνω, στα όρια ενός δίσκου, που μεταξύ άλλων προλαβαίνει να διασκευάσει τόσο Τζίμη Πανούση (‘Γυφτάκι’, ωραία το έχει πει και ο… Δεληβοριάς, ως γνωστόν!), όσο και Γιώργο Τζαβέλα (‘Οι Αστοί Τρομάξανε’, μην τρομάζετε δεν έχουμε μία ακόμη διασκευή στον ‘Κυρ Παντελή’).
Μπορεί και με το παραπάνω, όπως άλλωστε λέμε και παραπάνω. Οι διασκευές των Ξωτικών, ακόμη και αυτές σε Άσιμο, Μικρούτσικο/Παπακωνσταντίνου από παλιότερα, ακούγονται και είναι τελικά μία άκρως ειλικρινή απάντηση στην ερώτηση ‘Που πραγματικά βρισκόμαστε;’, παρά μια αυθαίρετη ενατένιση περί του ‘Που πάμε;’, που πάντοτε μένει αναπάντητο ως ερώτηση.
Για να το πούμε απλούστερα και εμείς, τα Μεθυσμένα Ξωτικά, κρατάνε, διυλίζουν και ανακυκλώνουν τα πάντα μέσα στα και από τα οποία υπάρχουν και έχουν υπάρξει, χωρίς να αφήνουν στην άκρη υποτιθέμενα guilty pleasures, για να μας τα παρουσιάσουν μετά από τριάντα χρόνια ως μεγαλεπήβολα project γύρω από τα οποία θα γηροκομήσουν τους ακροατές τους, και θα γηροκομηθούν και οι ίδιοι με μια κάποια περισσότερη ασφάλεια από όση προσφέρει η απώλεια της προσωπικής έμπνευσης.
Δεν ξέρω αν αυτή είναι μία στάση που πρέπει να την χαρακτηρίσουμε τίμια, αλλά είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα και σίγουρα όχι και τόσο ακίνδυνη σε πραγματικό χρόνο, για ένα εγχώριο ροκ γκρουπ, που πρέπει να δράσει απευθυνόμενο σε έναν περιορισμένο μεν κύκλο ακροατών, που όμως σταθερά αποζητά παραδοξότητες για να δώσει την όποια έγκριση του. Άλλωστε σε τριάντα χρόνια από τώρα, μάλλον δεν θα βρισκόμαστε κάπου εδώ γύρω, για να χρειάζεται να γηροκομηθούμε.
Θα μπορούσαμε προς το παρόν να παραθέσουμε την φράση ‘τα φέραν όλα πρώτοι/ και είναι μαγκιά τους/ τρέχει από τα μπατζάκια πρόωρα η δηθενιά τους’, για να εξηγήσουμε τι θέλουν να πουν σε όλη τη διάρκεια του ‘Ανκόρ’, αλλά θα προτιμήσουμε την πιο κοφτή ‘… και δεν μου έμεινε σπληνάντερο’, για να τονίσουμε τον τρόπο με τον οποίο όσο ο δίσκος, αλλά και το συγκρότημα, επιμένει να μην παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά, άλλο τόσο καταλήγει ως ένας από τους σοβαρότερους ελληνόφωνους ροκ (και όχι μόνο πανκ) δίσκους, που έχουμε ακούσει εδώ και πολλά (πολλά) χρόνια. Με μπόλικο fun και χιούμορ, και ακόμη και πλάκα σε όλη την διάρκεια του.
Αν σώνει και καλά -τώρα- πρέπει να βρούμε κάτι το κοινό στις δύο κυκλοφορίες, για να δικαιολογήσουμε την κοινή τους παρουσίαση (άλλωστε ποτέ δεν πρέπει να αποκλείει κανείς το να μας την ‘πέσουν’ και τα ίδια τα γκρουπ, για μια τέτοια αυθαίρετη επιλογή), αυτό θα πρέπει να είναι το ότι με έναν περίεργο τρόπο και οι δύο κυκλοφορίες (στην περίπτωση των Ξωτικών ακόμη και το ίδιο το συγκρότημα, διαχρονικά) είναι τελικά ‘ανάδελφες’ ακόμη και στην δική τους φάση (όσο και αν μετακινήσει προς τα εδώ ή προς τα εκεί κανείς, τα όρια της κάθε φάσης).
Τα Μεθυσμένα Ξωτικά, κινούνται σε ένα αυστηρά δομημένο και οριοθετημένο DIY πεδίο δράσης, τόσο ως προς τις κυκλοφορίες τους, όσο και ως προς τις ζωντανές εμφανίσεις τους, συνεπώς σχεδόν προκλητικά ξεχωρίζουν στην crust punk λαίλαπα (με τα καλά της, αλλά και τα άσχημα της) που διατρέχει την σκηνή εδώ και αρκετά πλέον χρόνια, ειδικά καθ’ ο μέρος μπορούν να φέρουν προς το μέρος τους τους άστεγους ακροατές του πάλαι ποτέ κραταιού ελληνόφωνου ροκ (του ορθόδοξου), το οποίο εδώ και πολλά χρόνια όλοι κάνουν πως ‘δεν το ξέρουν/ δεν το είδαν’ κάποτε.
Οι Okwaho πάλι καθώς με διάφορους τρόπους, αλλά κυρίως με το ‘σπαθί’ τους μέσα από μία υποδειγματική κυκλοφορία, μπλέκουν εαυτούς στα χωράφια του metal και δη σε αυτά του black metal…. ε τι να λέμε, εδώ μάλλον πρέπει να τους ευχηθούμε καλή τύχη! Την αξίζουν σίγουρα.
Βαθμολογία χωρίς προσθαφαιρέσεις, διαιρέσεις και μισό του μαθητή. Ατόφια…