Ταλαντούχοι νέοι ίσον το άλσος του οξυγόνου των μεγαλουπόλεων. Μου αρέσουν όλο και πιο πολύ οι παρέες μαζί τους. Έχουν ενεργητικές στάσεις, θέσεις και παιδεία, μιλάνε εύστροφα και με πνεύμα, αμφισβητούν τη μαλθακότητα των καιρών και το εγκλωβιστικό των ρυθμών τους, με πείθουν στα πρώτα δευτερόλεπτα κι όχι στη μία ώρα, είναι φρέσκοι και αναζωογονούν και τους άλλους. Είναι αυτοί που ενδόμυχα προτιμώ. Σε κάθε χώρο, και στο μουσικό ειδικότερα. Αυτούς που θέλω να διαβάζω. Αυτούς που λατρεύω να ανακαλύπτω και να ακούω.
Αν στις παραπάνω προτάσεις χτυπάνε οι μύες μιας καρδιάς, τότε με βεβαιότητα η 28χρονη αθηναία Όλγα Κουκλάκη είναι στα κόκκινα αιμοσφαίρια του αίματος που πρεσάρει. Εφόσον περάσει κανείς φευγαλέα έστω μερικές σημειώσεις του βιογραφικού της, καταλήγει στο εξής: από τότε που στα οκτώ της άρχισε με το πιάνο, αλυσοδέθηκε με όρκο πίστης στη μουσική, άσπαστο μέχρι σήμερα. Για όσους διαβάζουν και δεν παραβρέθηκαν στο Synch του 2007, να τους λύσω την όποια απορία λέγοντας πως το φετινό της ντεμπούτο "Getalife" δεν ήρθε τυχαία με σφραγίδα εισαγωγής και μέσω της Play It Again Sam. Είναι αποτέλεσμα αργής, αβίαστης ωρίμανσης που το έκαναν από τα πιο πολυαναμενόμενα από έλληνα μουσικό για το 2008. Ήταν που απ' το 2001 αυτό το κορίτσι μετακόμισε στο Παρίσι, ήταν τα νέα που έφταναν με τον ξένο τύπο για τις δραστηριότητές του επί των εδαφών της "Μασσαλιώτιδας", ήταν εκείνο το ρόδι που έσπασε με το "Don't Look At Me" στην αγγλική Sumsonic το 2003 κάτω από το όνομα Odd, ήταν οι γκεστ συμμετοχές του σε Fred Avril και Pani Hoax, ήταν το supporting στους Nouvelle Vague. Οι φουσκωμένες προσδοκίες είναι η πρώτη παρενέργεια σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η κακεντρέχεια κι η καχυποψία η δεύτερη κι η τρίτη αντίστοιχα. Ισχύουν για πολλούς, όχι όμως και για την Κουκλάκη, η κοπέλα ξεπερνάει κατά πολύ τις ελληνικές συμπεριφορές...
Το "Getalife" υπερτερεί ολικά, ναι ακριβώς εκεί. Στο να είναι μια δουλειά κατασταλαγμένη, σίγουρη, χωρίς αστάθειες, αμφιταλαντεύσεις ή όποιο άλλο σαρδάμ στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, να είναι ουσιώδης και θελκτική συνάμα. Από το εξαιρετικό εναρκτήριο, ομότιτλο τραγούδι και μέχρι το πέσιμο της αυλαίας, η διαφορά δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση. Κάνει, δε, κι άλλες επιδεικτικές στάσεις στα "How Do You Feel", "Right Shot", "Her Own Right" και "Afissos". Η Όλγα Κουκλάκη έχει το χάρισμα να είναι επικοινωνιακή στις φόρμουλες που επιλέγει, να μορφοποιεί τη φαντασία της με λιτά προφίλ, βαθιές basslines, μίνιμαλ χρώματα και μια ακαταμάχητη αύρα, αισθησιακά ασύμβατη, αλλά εντούτοις αξιοθαύμαστα πιασάρικη στο να δίνει τα συναισθήματα στη σύγχρονη electronica που όλοι ρουφούμε με στερητική μανία. Προ πάντων, όμως, αριστεύει στη γνώση των φυσικών της μέτρων...
Κι όπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε άνθρωπο που διψάει να μαθαίνει, δουλεύοντας μαζί του κάποιος με εμπειρία μεγαλύτερη στην εκφραστική άλγεβρα μπορούν να γίνουν θαύματα. Εδώ είναι ο Mark Collin των Nouvelle Vague, ο οποίος ξέρει το στούντιο καλύτερα κι απ' το κρεβάτι του και που συνδράμει στις ζηλευτές ενορχηστρώσεις. Από εκεί αναδεικνύεται ο ρέων παλμός του δίσκου, η ατμόσφαιρα, η under control επιτήδευση μιας φωνής χωρίς τις τρομερές δυνατότητες, η οποία ενώ ερμηνεύει κατά βάσει χαμηλά και κοντά στο μικρόφωνο, στη μείξη τής προσδίδεται μια δυναμικότερη έμφαση που κάνει τις λεπτομέρειες μορφασμών κι αναπνοής, από μικρές κι ασήμαντες, σχεδόν εκκωφαντικές ή τα σπασίματα σ' εκείνο το "hey,..." στο ρεφρέν του "Afissos" θεατρικά κομμάτια μιας μαγευτικής απόδοσης. Δείχνοντας ότι το μέλλον ανήκει σε ένα χρωμόσωμα που οι διάδοχοι της Laurie Anderson, της Λένας Πλάτωνος και των Future Sound Of London κρατούσαν σε σκεπασμένες γυάλες.
Η Κουκλάκη είναι από εκείνες τις ελληνίδες που ήξεραν πάρα πολύ καλά μικρές τι ήθελαν να γίνουν όταν μεγαλώσουν. Φέτος, δίνει ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς μέχρι στιγμής, ενώ η απριλιάτικη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου με τη ζωντανή παρουσίαση του σάουντράκ της για δύο βουβές ταινίες του 1924 την ώρα της προβολής τους, έγινε δικαίως θέμα συζήτησης πριν την ώρα του... Σχεδόν...