Τα Πρώτα Λόγια (Ηχογραφήσεις 1984-1987)
Μια μουσική που ακουγόταν ξένη, εκτός χρόνου και εκτός τόπου εκεί πίσω στα 80s. Και σήμερα; Ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς ακούει και αποτιμά
Δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψει κανείς μια ικανοποιητική παρουσίαση για δίσκους σαν αυτόν, κυρίως γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να μη σταθεί αντάξιος του περιεχομένου του. Λέω λοιπόν εξ αρχής ότι έχουμε να κάνουμε με ένα άλμπουμ το οποίο δεν περιέχει απλώς σπουδαία μουσική, αλλά είναι και ιστορικό. Η αξία του δηλαδή δεν είναι μόνο αισθητική, είναι ένα ντοκουμέντο. Οτιδήποτε διαβάσετε παρακάτω λοιπόν δε θα μπορούσε να είναι πλήρες, αφού όσο και να εμβαθύνει κανείς, όταν πρόκειται για ένα έργο τόσο μεστό, πάντα κάτι θα του διαφύγει. Τα ώτα όμως των ακροατών μπορούν να καλύψουν τα κενά.
Ας ξεκινήσω όμως με κάποια λίγα εγκυκλοπαιδικά στοιχεία. Οπτική Μουσική λεγόταν ένα ελληνικό μουσικό σχήμα της δεκαετίας του '80 (και λίγο του '90) το οποίο σε γενικές γραμμές μπορεί να το πει κανείς experimental. Συμμετείχαν αρκετά άτομα και παρόλο που η συμβολή τους είναι παραπάνω από σημαντική για το τελικό αποτέλεσμα, το σχήμα αυτό ήταν παιδί του Κωστή Δρυγιανάκη. Αυτός είχε και την έμπνευση της δημιουργίας του και τη γενική εποπτεία της δράσης. Είχαν κυκλοφορήσει δύο δίσκοι με αυτό το όνομα. Ένας το 1987 και ένας το 1994. Τα Πρώτα Λόγια περιέχουν ηχογραφήσεις οι οποίες έγιναν στην αρχή των εργασιών της Οπτικής Μουσικής πριν από αυτούς τους δύο δίσκους και ακούγονται για πρώτη φορά.
Από την αρχή διαβάζοντας κανείς το προλογικό κείμενο του Δρυγιανάκη στο υπέροχα σχεδιασμένο βιβλίο (α ναι, ξέχασα να σας πω. Το όλον έχει μορφή βιβλίου που συνοδεύεται από δύο cds) αντιλαμβάνεται ότι έχει να κάνει με έναν καλλιτέχνη αθεράπευτα ανήσυχο (δε νοείται αλλιώς) ο οποίος έχει μονίμως αμφιβολίες για αυτό που κάνει. Που βλέπει ξανά και ξανά το έργο του από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Δεν είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, όπως μας λέει, αλλά τολμά μετά από τόσα χρόνια να συναρμολογήσει ένα μωσαϊκό από τα πρώτα δοκιμαστικά θραύσματα της Οπτικής Μουσικής. Απόπειρες απορριφθείσες στην εποχή τους. Όμως η δουλειά με το πέρας του χρόνου, είτε ο δημιουργός την απορρίψει είτε όχι, συνεχίζει να υπάρχει, συνεχίζει να επενεργεί στο μυαλό του και να επηρεάζει τις επόμενες κινήσεις. Μερικές φορές, ειδικά αν περάσουν αρκετά χρόνια, μπορεί και να λάβει μια τελείως διαφορετική θέση μέσα σου και να ξαναβγεί στην επιφάνεια, σαν κάτι που τόσο καιρό μπορεί και να πρωτοστατούσε υποδόρια. Δεν μπορώ να κατατάξω αυτό το δίσκο στις «παλιές» ηχογραφήσεις, γιατί δεν είναι απλώς μια συλλογή με τέτοιες. Είναι παρουσιασμένες μέσα από το σημερινό αισθητικό φίλτρο του Δρυγιανάκη, σαν ένα έργο που θα μπορούσε να είχε κάνει τώρα και με τίποτα δεν θα παρουσίαζε τότε, ένα έργο που σήμερα σημαίνει διαφορετικά πράγματα για αυτόν τα οποία τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει, τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο.
Πως ακούγεται όμως η Οπτική Μουσική; Είπα προηγουμένως ότι είναι experimental. Αυτός ο όρος ίσως τελικά να μη βοηθά τον ακροατή σε τίποτα, ούτε καν σε ένα πρώτο επίπεδο συνεννόησης. Πειραματικό μπορεί να είναι οτιδήποτε. Σήμερα έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε έτσι σχεδόν οτιδήποτε δεν παίζει στο ραδιόφωνο, οτιδήποτε δε συνάδει ηχητικά με την τρέχουσα επιβεβλημένη τυποποίηση. Μπορεί να μην είναι λοιπόν απολύτως σωστό να λέμε πειραματικό οτιδήποτε τέτοιο, όμως η Οπτική Μουσική είναι και πειραματική και οπωσδήποτε δεν έχει καμία σχέση με τυποποίηση, είτε επιβεβλημένη είτε άλλη. Αν και δεν έχει νόημα να κατονομάσουμε σχήματα άλλα με τα οποία μπορεί να συγγενεύει η Οπτική Μουσική, γιατί στ' αλήθεια θα είναι πολύ μακρινά ξαδέρφια της (στέκεται μόνη που λένε), εγώ θα τολμήσω να αναφέρω το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό. Θυμήθηκα τους Gruppo Di Improvvisazione Nuova Consonanza, ίσως το πιο σημαντικό από τα πρώιμα πειραματικά (με όλη τη σημασία της λέξης) αυτοσχεδιαστικά σχήματα στον κόσμο, γιατί διακρίνω (παρόλο που το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι ποτέ το ίδιο) την ίδια θέρμη και διάθεση με αυταπάρνηση να οδηγηθούν οι μουσικοί στο άγνωστο. Να μπλέξουν με καταστάσεις άβολες, να αποφύγουν παντός τύπου κοινοτοπίες, να χρησιμοποιήσουν παράδοξα «μουσικά όργανα» και να χρησιμοποιήσουν τα συνήθη όργανα με τρόπους και τεχνικές που δεν γνωρίζουν ή που δεν υπήρξαν πιο πριν. Αυτά σίγουρα δικαιολογούν τη χρήση του όρου experimental. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον τίποτα δεν απαγορεύεται και τίποτα δεν πετιέται. Όλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το συνθέτη τη στιγμή που αυτός θα κρίνει απαραίτητο. Ακόμα και μελωδίες.
Καταφέρνει να ακούγεται ακόμα και το 2017 ιδιότυπη και μυστήρια αυτή η μουσική και ας έχουν περάσει 30 χρόνια. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως μπορεί να φαινόταν στους ακροατές (λιγοστούς) τότε. Σήμερα έχουμε κατά κάποιο τρόπο συνηθίσει. Και ως ακροατές και ως δημιουργοί. Κυρίως χάρη στο internet έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνούμε, να ανταλλάζουμε πληροφορίες και να μαθαίνουμε με ρυθμούς και με τρόπους που στο Βόλο της δεκαετίας του '80 θα ήταν ανήκουστοι. Ήταν μόνοι τότε οι μουσικοί της Οπτικής Μουσικής. Δούλευαν με ανησυχία και χωρίς σιγουριά για αυτό που έκαναν θέλοντας να προχωρήσουν όλο και πιο βαθιά σε αχαρτογράφητα νερά μιας απέραντης αισθητικής θάλασσας και να βρούνε μια μουσική που δεν είχε ξανα-ακουστεί. Ίσως και να το κατάφεραν. Έχουμε πια εδώ τα πρώτα της λόγια.