Ο δίσκος αυτός είναι προορισμένος ν' αρέσει από το πρώτο, άντε το δεύτερο άκουσμα, σ' ένα ετερόκλητο κοινό:
- Στους περιστασιακούς ακροατές οι οποίοι έλκονται από τους εξωτικούς ρυθμούς, αδιακρίτως προέλευσης κι εκτέλεσης. Όλο και κάποια μάζωξη στο σπίτι θα ντύσουν ηχητικά με το συγκεκριμένο.
- Στους "ψαγμένους" εραστές της "μουσικής του κόσμου" (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) οι οποίοι θα περάσουν ευχάριστες ώρες ανάλυσης των δεκάδων ρυθμών που παρελαύνουν από τα τραγούδια του. Έμαθες κάποια στιγμή ν' αναγνωρίζεις το mbalax, η μόδα του οποίου έβγαλε τους Baobab εκτός κυκλοφορίας στην πρώτη ζωή τους; Ε, τώρα μάθε από τα χεράκια τους και την παραλλαγή του, ονόματι mbalsa - και πάει λέγοντας.
- Στους μουσικοκριτικούς, μια και τα ελαττώματα του δίσκου (παλιομοδίτικος; νοσταλγικός; προβλέψιμος;) είναι, όπως και να το κάνουμε, και προτερήματά του.
- Στους ανθρωπολόγους οι οποίοι επίσης θα περάσουν ευχάριστες ώρες ξεμπλέκοντας τις αποικιοκρατικές ρίζες τού πλήθους διαλέκτων που περνούν μπροστά από τα αυτιά μας.
- Σ' όσους νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι ο Νταλάρας, η Κούβα είναι οι Buena Vista Social Club και η Αφρική ο Youssou Ν'Dour (μια και ο τελευταίος συμμετέχει σ' ένα τραγούδι).
- Στους τυπικούς οπαδούς της world music που έχουν συνδρομή σε όλους τους δίσκους της World Circuit ανεξαιρέτως - πού να κάθεσαι να ψάχνεις τώρα.
- Όσους χάρηκαν από το δελτίο τύπου και πίστεψαν ότι μετά από πλήθος συλλογών, επανεκδόσεων, live δίσκων κ.λπ., οι Baobab στρώθηκαν όντως κι έγραψαν καινούριες μουσικές (μην ψαρώνετε, τα περισσότερα παραμένουν επανεκτελέσεις και νέες ενορχηστρώσεις παλιών τραγουδιών).
- Πιθανότατα σε αρκετούς καλοβαλμένους Σενεγαλέζους άνω των σαράντα (και με την προϋπόθεση ότι η World Circuit έχει διανομή εκεί και όχι μόνο στις πλουσιοπάροχες δυτικές αγορές).
Οι πραγματικοί λόγοι της ευρείας αποδοχής: κατ' αρχήν ο ζεστός ήχος που διαπερνά το δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος του. Η παραγωγή που με προσεγμένο και μερακλίδικο τρόπο έδωσε στον ήχο μια αναλογική χροιά, αναδεικνύοντας ακόμα περισσότερο την αίσθηση ότι "όλα είναι στη θέση τους". Και είναι όντως όλα στη θέση τους όταν έχεις να κάνεις με μουσικάρες της κλάσης της Orchestra Baobab - δε φεύγει νότα, δεν ξελασκάρει μέτρο. Βάλε κι από πάνω την αίσθηση ότι είσαι στο ίδιο δωμάτιο με τους μουσικούς, ότι μπήκαν στο σπίτι σου από την κύρια είσοδο για να σου κάνουν μια επίσκεψη (η παραγωγή που λέγαμε). Πόσοι μπορούν άραγε να πουν όχι σε μια τέτοια καλοπροαίρετη αμεσότητα; Εδώ έχουμε τον ορισμό της μουσικής σαλονιού και στα δικά μας μέρη λίγοι θα παραμερίσουν πραγματικά τον καναπέ για να ρίξουν και μια γύρα.
Όμως πόσοι από αυτούς που αναφέραμε ότι θα τους τραβήξει την προσοχή, θα τον πάρουν όντως το δίσκο; Πόσοι θα τον παίξουν όχι τη μία, τις δύο φορές που επιβάλλει η απόκτησή του; Για την απάντηση δεν ευθύνονται (μόνο) οι Baobab. Είναι χαρακτηριστικό όλης αυτής της παραγωγής ετεροχρονισμένων - μουσικών-ειδών-για εκτός-συνόρων-κατανάλωση να συζητιέται περισσότερο απ' όσο ακούγεται. Για κάθε Orchestra Baobab υπάρχουν δεκάδες άλλες εκτός κυκλώματος (=circuit).
Η αλήθεια όμως είναι ότι το Made in Dakar ακούγεται και ξανακούγεται άνετα. Τα τραγούδια έχουν αρχή, μέση και τέλος κι αποφεύγουν από τη μια τις πιο αψείς αφρικάνικες επιρροές (πράγμα που λόγω προσωπικού γούστου θεωρώ μειονέκτημα) κι από την άλλη τις περιττές latin φλυαρίες (πράγμα που πάλι λόγω προσωπικού γούστου θεωρώ πλεονέκτημα). Υπάρχουν όμορφες μέχρι ευκολομνημόνευτες μελωδίες, όπως στο Nijaay, ένα τραγούδι κομμένο και ραμμένο για να γίνει το χιτ του δίσκου, και όχι μόνο γιατί ο 'Ν Dour το καπάρωσε για την αφεντιά του.
Και αυτός ο δίσκος όπως και οι προηγούμενοι των Baobab, ξεφεύγει από το μέσο όρο των afro-latin επανεκτελέσεων κυρίως λόγω της κιθάρας του Barthelemy Attisso, τα σολαρίσματα του οποίου πρέπει να μπουν υποχρεωτικό μάθημα σε κάθε απόφοιτο του εγχόρδου. Ο άνθρωπος δίνει απλά τα ρέστα του σε βαθμό που μόνο και μόνο γι' αυτό αξίζει κάποιος ν' ακούσει το δίσκο. Τα wah wah και οι αντηχήσεις του δημιουργούν σε πολλά σημεία έναν ήχο προσιτό και σε αμιγώς ροκάδικα αυτιά. Μπορεί να μην ξεφεύγει τελείως (όπως στο παλιότερο άσμα Sibou Odia), όμως οι ροκοψυχεδελικές επιρροές του παραμένουν εμφανείς κι αξιαγάπητες. Θα μπορούσα να γράψω δέκα σελίδες για το ταλέντο αυτού του ανθρώπου, θα πω απλά ότι αν έπαιζαν όλοι στην ορχήστρα σαν αυτόν, θα έπρεπε να επεκτείνουμε την κλίμακα του 10 για να χωρέσουμε το αποτέλεσμα.
Όχι ότι οι άλλοι παίζουν άσχημα. Τα πνευστά ξέρουν να πατάνε στις σωστές συχνότητες και εντάσεις (πράγμα πολύ πιο δύσκολο απ' όσο φαίνεται, όπως μπορούν να μαρτυρήσουν πολλά αυτιά ταλαιπωρημένα από τους ...σαξοφωνισμούς μοντέρνων έθνικ υβριδίων). Τα κρουστά δεν φαίνονται πάντα με την πρώτη ματιά, αλλά η διακριτικότητά τους δεν σημαίνει και έλλειψη νεύρου. Όσο για τις φωνές που παρελαύνουν μπροστά από το μικρόφωνο, αυτές είναι στα ίδια υψηλά επίπεδα που μας έχει συνηθίσει η ορχήστρα, έστω κι αν οι επικλήσεις στο πνεύμα του αδικοχαμένου Laye Mboup φτάνουν και περισσεύουν.
Αν δεν σας περισσεύει ο χρόνος, εκτός από το Nijaay ακούστε το Pape Ndiaye για τη φωνή του Mboup, το Ami kita bay για το διάλογο πνευστών και κιθάρας και το Colette για το upbeat Blue Note soul jazz ταμπεραμέντο του. Αν πάλι σας άνοιξε η όρεξη, ακούστε οπωσδήποτε και το παλιότερο Bamba, την επανέκδοση δύο κυκλοφοριών της πρώτης φάσης τους.
Συνοψίζοντας, να πούμε ότι το Made in Dakar είναι ένας δίσκος παλιομοδίτικος αλλά ακόμα κομψός, σαν το σεντούκι της γιαγιάς από τη Σενεγάλη. Δεν το ανοίγεις κάθε μέρα, αλλά όταν το κάνεις, όλο και κάτι του γούστου σου θα βρεις μέσα.