Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις
Ένας δίσκος για την γενιά των παιδιών που έγιναν ...μεσόκοπα αλλά δεν θέλουν να το αποδεχτούν. Του Άρη Καραμπεάζη
Πρόκειται για ένα άλμπουμ εννέα συνολικά τραγουδιών, που σε κάθε επόμενο συνοψίζονται με απολύτως προβλέψιμο, αλλά όχι απαραίτητα ενοχλητικό ή πολύ περισσότερο περιστασιακό τρόπο, οι αισθητικές, συναισθηματικές, στιχουργικές, αστικές (κυρίως αυτές) και τέλος (στο πολύ τέλος όμως) μουσικές εμμονές όσων στο νήμα που υποτίθεται ενώνει τους Στέρεο Νόβα με τον The Boy, τον Παύλο Παυλίδη με το παρελθόν του και το παρεμβατικό του παρόν, περιορίζονται και περιορίζουν το μέρος εκείνο της συνείδησης τους, που σε μια ταλαιπωρημένη καθημερινότητα απασχολείται και με το να ακούσει μουσική.
Κάποτε αυτή η απασχόληση ίσως να είχε και μεγαλύτερο μερίδιο, ίσως και διαφορετικού τρόπου ενεργητική ενασχόληση να την συνεπικουρούσε, και αυτή όμως έκανε στην άκρη στην πορεία, θέτοντας έτσι υπό αμφισβήτηση μέχρι και τις αρχικές της προθέσεις. Αλλά πλέον παρότι το φαγητό μικροκυμάτων έχει βίαια αποβληθεί από τις συνήθειες του καθενός, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση και ασφαλώς και η μουσική μικροκυμάτων έχουν οριστικά (;) λάβει τη θέση που δεν τους αξίζει.
Ο/το Παιδί Τραύμα δεν ευθύνεται ασφαλώς για όλα τα παραπάνω και άλλωστε στα έξυπνα στιχάκια του (μην ακούω αρλούμπες περί ποίησης πάντως) εντοπίζει με αρκετές φορές απολαυστικό τρόπο τέτοιου είδους ευκολόπιοτες εμμονές, τύπου Netflix και ανακουφίσεων περί την κρίση, αλλά μέχρι εκεί.
Είναι σαφές εδώ ότι πρωταρχικός (και εν τέλει μόνος) στόχος είναι το να αποτυπωθεί (για πόσο ακόμη) η ματαίωση μιας γενιάς που περισσότερο από ξεπερασμένη, θεωρείται και είναι ήδη κουρασμένη. Στον αντίποδα του ότι δεν μπορώ να κατανοήσω και να ταυτιστώ με τους Bazooka, επειδή ακριβώς εκπροσωπούν κάτι επόμενο από εμένα (και ειλικρινά απορώ με τους συνομήλικους μου που το καταφέρνουν ή έστω το επιχειρούν από ότι διαβλέπω), η δια της πρώτης ακρόασης ταύτιση με την προβληματική του Παιδιού Τραύμα, με έβαλε εξαρχής σε αμφιβολίες περί της απλότητας της, η οποία μετά από αρκετές ακροάσεις μετατρέπεται σε απλοϊκότητα και ύστερα από μερικές άλλες φλερτάρει τόσο επικίνδυνα με την κοινοτοπία, όσο και αυτή η τελευταία φράση.
Την μουσική ευθύνη των πεπραγμένων (και μη) εδώ πέρα έχει αποκλειστικά και μόνον, καθώς καταλαβαίνω από τις σημειώσεις του δίσκου, ο Κτίρια Τη Νύχτα (έχει αρχίσει να μου τη δίνει με αυτή την αυθαίρετη χρήση συντακτικού), στον οποίο και δίνεται άπλετος χώρος να κατασκευάσει (δεν άντεξα) κάτι που επιμελώς –πιστεύω– αποφεύγει στις δικές του παραγωγές. Μία εφησυχασμένη ηλεκτρονικότητα δηλαδή, που είτε μέσω ψευδοεπιθετικού beat, είτε με τα συνήθη υποθαλάσσια μελαγχολικά anthems της γενιάς ακροατών που θεωρεί αιωνίως τους Massive Attack και τους Portishead κομβικό σημείο του ψυχισμού τους, καταφέρνει να συγκινήσει σχεδόν πριν καν ακουστεί.
Και οφείλουμε μεν να παραδεχτούμε ότι και ο ΚτΝ το καταφέρνει με τον καλύτερο τρόπο, αλλά και ότι με τη σειρά του υποχρεούται να συμμορφωθεί στο επιμελημένα μη αποσυνάγωγο των πραγμάτων εδώ πέρα. Η μουσική του βέβαια ποτέ δεν ξεπερνάει τις απλοϊκές γραμμές που θέτουν τα λόγια του Παιδιού Τραύμα, ούτε κατά μείζονα λόγο προβληματίζεται με το να τις σπάσει σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί έστω και αδιόρατα τολμηρό. Είναι όμως μάλλον ευδιάκριτο, σε όποιον θέλει να το δει, ότι κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε ένα άλμπουμ, που πρώτος από όλους θα το αποκήρυσσε ο δημιουργός του, και όχι – όπως τώρα– οι υποψήφιοι μακρόπνοοι ακροατές του.
Πέραν όμως από την γενική θεώρηση ενός δίσκου και την προσπάθεια του να κριθεί αυτός σε ένα απροσδιόριστο μέλλον ακροάσεων επιστροφής, νοσταλγίας, ίσως και αναφοράς, στην οποία οι ‘Μικρές Χορευτικές Κινήσεις’ αποτυγχάνουν εντελώς και ξεκαθαρίζουν από τώρα ότι δεν θα τις ανακαλέσουμε κάποτε ούτε ως τον ‘Ασύρματο Κόσμο’ της κρίσης μέσης ηλικίας μας, ούτε ως την ‘Ηλιοθεραπεία’, που μας πέτυχε κάπου μετά το τέλος της συνειδητής αποχαύνωσης, υπάρχουν και τα επιμέρους τραγούδια αυτού.
Και στο σημείο αυτό το Παιδί Τραύμα δείχνει να τα πηγαίνει κάπως καλύτερα. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, αλλά θα προτιμούσα τα εννέα αυτά τραγούδια να μην τα είχα ακούσει μονοκοπανιά και με τη μία, αλλά τέλος πάντων με κάποιο τρόπο να δημοσιεύονταν ένα κάθε μήνα, ίσως δε και ένα κάθε τρίμηνο. Ίσως έτσι θα αποφεύγονταν η εσωτερική σύγκρουση τους, που δια της ομοιομορφίας καταλήγει να τα μειώνει ως μονάδες, και δια της επανάληψης εννοιών καταλήγει να μετατρέπει την οικειότητα που πράγματι εμπεριέχεται στο καθένα από αυτά σε ανία τύπου πολυκαιρισμένου ζευγαριού. Εδώ θα έκανα ένα ανόητο αστείο με την άνοια, αλλά προτίμησα αυτή τη φράση που παραπέμπει και σε ένα μάλλον έξυπνο ή έστω μη ενοχλητικά εξυπνακίστικο σημείο του δίσκου (‘Σαν ιχθύς’).
Το πιο «ισχυρό» τραγούδι εδώ μέσα είναι το ‘Στη Βεράντα’, που χωρίς να είναι απαλλαγμένο από τα μειονεκτήματα των υπολοίπων καταφέρνει και ξεχωρίζει ακόμη και με τις μεγαλομανείς εικόνες του, διότι όπως έχουν πει και άνθρωποι πιο αυθαίρετοι από εμένα η τέχνη οφείλει να είναι πιο μεγαλεπήβολη από την ζωή.
Λίγο παρακάτω στο ‘Στις Όχθες του Ατλαντικού’ ο Κτίρια Τη Νύχτα παίρνει για λίγο το πάνω χέρι, ανεβάζει τις ταχύτητες και αντίστοιχα μειώνει κάπως το κλίμα ‘ήμαστε κάποτε ευτυχισμένοι στη Καρύτση/ τώρα είμαστε προβληματισμένοι με τις εξώσεις για airbnb’, ρίχνει και λίγο μετρημένο techno στο μείγμα, που πάντοτε είναι ευπρόσδεκτο για να σπάσει η μονοτονία, αλλά μέχρι εκεί. Και πάλι όμως ενώ στην πρώτη ακρόαση του δίσκου ακούγεται ως το καλύτερο ίσως τραγούδι του, στην τρίτη είναι ήδη κάπως αστείο, στη συνέχεια αποκαλύπτεται ως ένα καλό δεμένο σύνολο από διάφορα κλισέ. Παραμένει καλό όμως, έστω και εν είδη αστείου.
Οι στίχοι σε όλη τη διάρκεια του δίσκου ακούγονται ως μία καλή αρχική ιδέα που την είχαμε εκατό, την ολοκλήρωσε ένας, αλλά αυτό δεν αλλάζει το ότι εξαρχής την είχαμε όντως εκατό.
Το ‘Σαν Ιχθύς’ είναι ένα μάλλον όμορφο τραγούδι υπερ-ενήλικων συναισθημάτων για τη γενιά που έχει αρχίσει να σκέφτεται ότι πρέπει σιγά σιγά να απομακρυνθεί από τα μπαρ, αλλά για κάτι τέτοια υπάρχει και η Nalyssa Green, η οποία σχεδόν το έχει πατεντάρει το μοτίβο και μάλιστα με διόλου άσχημο τρόπο.
Τον δίσκο τον «παιδεύω» για παραπάνω από δύο μήνες. Ίσως αυτό δεν ήταν εξαρχής σωστό τελικά. Ίσως έπρεπε να γράψω με τον όποιο αρχικό ενθουσιασμό, που δεν μου επέτρεπε να διακρίνω καν ότι κάθε επόμενος στίχος είναι εξαρχής αυτός που περιμένεις ότι θα έρθει.
Η διακριτική υπενθύμιση από το Παιδί Τραύμα περί του ότι και οι πέριξ των 40 ετών διατηρούν το δικαίωμα στο να έχουν συναισθήματα είναι ευπρόσδεκτη, αλλά δεν παύει να καταλήγει και αυτή στο ότι όπως και να διευθετήσουν τη διαχείριση τους, αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα έχουν συναισθήματα, και ενώ εκτός των άλλων κάπου, κάπως, κάποτε πάλι με αυτά τα συναισθήματα είχαν απασχοληθεί.
Και αυτό το τονίζει με τον καλύτερο τρόπο και η μουσική του Κτίρια Τη Νύχτα, η οποία εναρμονίζεται και αυτή διαλέγοντας όντως «το δέντρο της καθήλωσης» και καταλήγοντας ένα απροσδιόριστο tribute στις «καλύτερες στιγμές μας των τελευταίων 25 ετών», που περισσότερο μας εμπαίζει, παρά μας χαϊδεύει τα αυτιά τελικά. Σε αντίθεση με τους στίχους (ξαναλέω) και με τα φωνητικά, τα οποία σε όλη τη διάρκεια του δίσκου ακούγονται αφόρητα δανεισμένα, αλλά αυτό το ζήτημα ας μην το εξαντλήσουμε καλύτερα.