Θα Καταστρέψω Τον Κόσμο
O πρώτος δίσκος έκανε αίσθηση στον μικρόκοσμο της εγχώριας σκηνής, τώρα έρχεται ο δεύτερος με πιο... καταστρεπτικές διαθέσεις. Με τις δημιουργικές τι γίνεται; Γράφει επ' αυτών η Χριστίνα Κουτρουλού
Η γοητεία της καταστροφής του κόσμου φαίνεται να είναι πραγματικά ασυναγώνιστη: ευλογίες του τελειωμού της ζωής στηρίζονται τόσο από μηδενιστικής υφής ιδεολογίες, όσο και από συντηρητικές γειτόνισσες που αγανακτούν για το πού πορευόμαστε ως είδος. Οι περισσότεροι, βέβαια, αντιλαμβάνονται αυτήν τη ζωή στα όρια της ανθρώπινης.
Το τέλος της Ανθρωπότητας επιθυμεί όμως και το Παιδί Τραύμα, μέσω του φανταστικού χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί στη νέα, δεύτερη δουλειά του. Παρακινούμενος από τη ζήλια και από την πατριαρχική κτητικότητα για τη σύντροφό του, αποζητά τη μοναδικότητα της ιδιοκτησίας, σκεπτόμενος να σκοτώσει ό,τι άλλο μπορεί να την πάρει μακριά του. Πάνω σε αυτήν την ψυχοσύνθεση ο καλλιτέχνης δουλεύει πότε με τρυφερότητα και εσωστρέφεια ("Ακαταλαβίστικο", "Ο Παλιός Ο Χρόνος"), πότε με επιθετικότητα και αλαζονεία ("Άνθρωπος Κακός", "Χιονάτη", "Το Φόρεμα"), φέρνοντας κατά νου τις αμήχανες κινήσεις και τους μονολόγους του Norman Bates στο Ψυχώ του Άλφρεντ Χίτσκοκ (1960).
Με την επιμέλεια του Κτίρια Τη Νύχτα σε παραγωγή, μίξη και όργανα, το Παιδί Τραύμα κινείται ανάμεσα σε 1990s electro pop στιγμιότυπα,synths και πιανιστικά αφηγήματα, πλάθοντας μελωδικά πασπαλίσματα και spoken word ψιθύρους. Κι αν στο ντεμπούτο του Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις (2018) κατηγορήθηκε για στιχουργική απλοϊκότητα, εδώ βρίσκει την απλότητα και την τοποθετεί σε σοφιστικέ μονοπάτια, με πολύ μικρά σημεία να του ξεφεύγουν. Διότι μπορεί κατά τα τελευταία χρόνια η στροφή των πιο αλτέρνατιβ παιδιών στην ελληνική γλώσσα να έχει καταλήξει σε πολλές άτυχες στιγμές, υπάρχουν όμως και οι αξιόλογες/αξιέπαινες περιπτώσεις.
Κατά τη διάρκεια βέβαια της τριβής σου με το Θα Καταστρέψω Τον Κόσμο, δεν γίνεται να μην παρατηρήσεις τη χαλαρότητα με την οποία κινείται ένα άλμπουμ θεωρητικά σφιχτοδεμένο ως προς το κεντρικό του θέμα· μερικά τραγούδια, αν και παρουσιάζουν ενδιαφέρον, δεν μπορείς να τα τοποθετήσεις στο όλο αφήγημα. Το "Με Λένε Μαρία" για παράδειγμα, το οποίο, πέρα από το συμβολικό του πλαίσιο, μπορεί να το φαντάζεσαι και ως soundtrack τόσο της Αnna Maria από το Paradise: Faith του Ulrich Seidl (2012) όσο και της ντόπιας άγνωστης-γνωστής θρησκόληπτης (παρά την κοινή παρανοϊκή κτητικότητα), δεν φαίνεται να κουμπώνει κάπου. Επιβάλλεται δηλαδή να έχεις ολόκληρη την απολογία του «εγκληματία» (η οποία συνοδεύει την φυσική μορφή του δίσκου), διαφορετικά μοιάζεις εκείνη τη στιγμή κάπως χαμένος.
Αδυνατείς επίσης να παραβλέψεις ότι αρκετές φορές αισθάνεσαι σαν να ακούς τον Παύλο Παυλίδη ή τον The Boy (όχι τόσο τον Κ.ΒΗΤΑ αυτήν τη φορά, όπως στις Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις). Έστω κι αν δεν μιλάμε για μιμήσεις, αλλά για ένα φλερτ των τρόπων ερμηνείας, που από ένα σημείο και μετά ταυτίζονται καλώς ή κακώς με κάποιον δημιουργό. Εδώ, πάντως, το Παιδί Τραύμα φαίνεται να μαντάρει τέτοιους αυτοτραυματισμούς με δουλειά και με τραγούδια που ίσως να ζήλευαν ορισμένοι από τους προαναφερθέντες, έχοντας χρόνια να βγάλουν κάτι με ανάλογη δυναμική. Ακόμα και η κορεσμένη κατά μερικούς «ναϊντίλα» τοποθετείται σωστά, τόσο μουσικά, όσο και φωνητικά: η Sophie Lies φέρνει στο προσκήνιο κάτι από τις μπαλάντες των Όναρ. Ωστόσο μια τέτοια γενική εντύπωση στερεί τελικά από τον καλλιτέχνη τη σαφή αναγνώριση των προσωπικών του δυνατοτήτων, τοποθετώντας τον στην κατηγορία «μοιάζει με».
Ασφαλώς, δεν είναι σαφές αν κανείς εγκλωβίζεται σε αυτό ή αν απλά πιστεύει ότι δεν συμβαίνει. Γιατί, όντως, υπάρχουν πάντα διαφορές με όσους ίσως ταυτίζεις κάποιον –δημιουργώντας έτσι μιαν άρνηση. Έτσι κι αλλιώς, πόσο διαφορετικός μπορείς να είσαι σε μια ατέρμονη μουσική βιομηχανία; Πώς μπορείς να μη συμπέσεις με τον τρόπο ενός άλλου; Πόσο περιοριστικό πρέπει να γίνεται κάτι τέτοιο; Πιο δύσκολο, πάντως, δείχνει το να αποφύγεις τις συγκρίσεις από ανθρώπους οι οποίοι τρέφονται από τέτοιες παρόδους επιδειξιομανίας, οπότε θα σου βρουν κουτάκι σώνει και ντε. Ή από όσους επευφημούν τις 1970s/1980s απομιμήσεις (με την προϋπόθεση φυσικά να είναι νεανίες οι καλλιτέχνες –κι όχι κανάς παλαίουρας), που δεν θα θυμάται κανείς αύριο. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, ταυτόχρονα, παρουσιάζονται συχνά να χαρακτηρίζουν κατά συνθήκη "old" τα 1990s στον ελλαδικό χώρο.
Εν κατακλείδι, από τις Μυστικές Χορευτικές Κινήσεις στο Θα Καταστρέψω Τον Κόσμο, το Παιδί Τραύμα κάνει βήματα μπροστά: αναγνωρίζει πιότερο τις λυρικές του ικανότητες και έχει κάτι να προσθέσει στο πλαίσιο που ονομάζουμε «εγχώρια τραγουδοποιία». Ίσως, πάντως, προκειμένου να αποφύγει τη λούπα, να χρειάζεται περισσότερη εστίαση και στην αίσθηση που αφήνει στην τοποθέτηση της φωνής, στην εκφορά του λόγου και στους σχετικούς χρωματισμούς.