Sorrow and extinction
Και bonus o προβληματισμός με το γιαλό και το αρμένισμα. Του Θανάση Φωτιάδη
Το να προσπαθείς να βρεις κάποιο άλμπουμ άξιο λόγου και κριτικής μέσα σε μια τόσο κακή μουσικά χρονιά όπως το 2012 είναι μια δυσάρεστη εμπειρία. Πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να πιέζεται να βρει θετικά στοιχεία και μετά από μερικές βδομάδες να τα παρατάει εξουθενωμένος από την υπερπροσφορά μουσικής. Κι όλο αυτό να συνοδεύεται και από μια τάση αυτο-αμφισβήτησης: είναι στραβή η βάρκα μου ή απλά στραβά αρμενίζουμε;
Από τον Απρίλιο με τους Twilight Sad είχα να βάλω καινούργιο δίσκο να λιώσει, και φυσικά αναρωτιόμουν, μήπως περνάω σε μια άλλη ηλικία όπου "ο παλιός είναι αλλιώς", μήπως έχω αρχίσει να γερνάω και χάνω τη πίστη μου στις νέες κυκλοφορίες; Τα στοιχεία ήταν εναντίον μου καθώς τους τελευταίους μήνες είχα χαθεί και πάλι στο παρελθόν. Μήπως όλες αυτές οι ταλαντούχες μπάντες που βγαίνουν καμιά δεκαριά το μήνα, πράγματι έχουν κάτι να πουν κι εγώ απλά δε το πιάνω; Μήπως, έχοντας ακούσει υπερβολικά πολλούς δίσκους, είμαι υπέρ του δέοντος αυστηρός και δεν αφήνω κανένα δίσκο να κυλήσει μέσα μου φανερώνοντας τα βαθιά του μηνύματα, χάνοντας έτσι το κελεπούρι;
Μπα. Είμαι πεπεισμένος ότι η κυριότερη (ίσως και η μόνη) αρνητική συνέπεια της κατάρρευσης του δισκογραφικού λόμπι είναι το γεγονός ότι υπάρχει υπερβολική προσφορά μουσικής, αφού ο καθένας πλέον έχει το μέσο να ηχογραφήσει και να κυκλοφορήσει μόνος του ό,τι του κατέβει. Και δε μιλάω απαραίτητα για την "κακή" μουσική, αλλά κυρίως για τη "μέτρια". Επίσης, το μέσο επίπεδο παραγωγής έχει ανέβει σε πιο υψηλά επίπεδα. Αυτό δυσκολεύει την κατάσταση καθώς δεν είναι πλέον εύκολο να βρεις επιχειρήματα εναντίον ενός δίσκου που ναι μεν κάτι έχει να πει, αλλά χάνεται στη μετριότητα των προσδοκιών του και της έμπνευσης που εμπεριέχεται σε αυτό. Κοινώς, εύκολα χτυπάς την κάθε πατάτα μεγάλης δισκογραφικής παρά τα καλά παιδιά της γειτονιάς σου που τραγουδάνε ωραίες μελωδιούλες και παίζουν σχετικά καλά και το έχουν στήσει όλο μόνοι τους και είναι ωραίοι και ανεξάρτητοι.
Ευτυχώς όμως υπάρχουν και δισκάρες όπως αυτή των Pallbearer που έρχονται από το πουθενά για να μας βγάλουν από τις φιλοσοφικές ανησυχίες μας και να μας ρίξουν και πάλι με τα μούτρα σε αυτό που παθιαζόμαστε πιο πολύ. Είναι οι σπάνιοι αυτοί δίσκοι του "σκάσε κι άκου". Μας θυμίζουν ότι για κάθε φορά που εμείς προσπαθούμε να ορίσουμε κάτι με την πεποίθηση ότι βρήκαμε την αιτία κάποιου γεγονότος, η ζωή σου πετάει στο κεφάλι κάτι νέο σαν κεραυνός εν αιθρία και σου ζητά να σταματήσεις τους βαθυστόχαστους συλλογισμούς και να αρχίσεις το (συναισθηματικό) headbanging.
Το Sorrow and Extinction είναι προσωπικά το άλμπουμ της χρονιάς (μακάρι να διαψευστώ). Δύσκολα θα βρω κάτι άλλο (Tame Impala ίσως;). Έτσι κι αλλιώς το έπος των Swans θα μου πάρει χρόνια να το κατανοήσω (δεν βιάζομαι) ενώ το No One Can Never Know χάνει στις λεπτομέρειες.
Ο δίσκος είναι κορυφαίο δείγμα αυτού του νέου κύματος αργόσυρτου Αμερικάνικου μετάλλου, κοινώς doom-ιά. Θα βρείτε και αρκετά ψυχεδελικά (δέλεαρ της ψυχής) μέσα στις 5 κομματάρες άπειρου κάλλους και αρχαίας γνώσης που θα σας κάνουν να νιώσετε ανώτερα πνευματικά όντα (που είστε έτσι κι αλλιώς). Η διαφορά με τις υπόλοιπες υπερμπάντες του είδους είναι στη σωστή αναλογία, στο μέτρο και στη συνεχή επίτευξη υψηλής ποιότητας καθ'όλη τη διάρκεια του δίσκου. Οι Pallbearer δεν αναλώνονται σε βαριές καφρίλες κι όποιος αντέξει. Ξέρουν πότε να ανοίξουν τον ήχο τους, ξέρουν πότε να σολάρουν και με ποιον τρόπο (σύντομο και περιεκτικό ή χαοτικά τριπαριστό), ξέρουν πότε να γίνουν ασήκωτοι και για ποιο λόγο. Και κυρίως ξέρουν πώς να φτιάξουν μια μελωδία δυνατή και να την επεξεργαστούν με τρόπο δημιουργικό.
Πάντως το άλμπουμ είναι σαν κάποιος να πήρε όλα τα αργά, αριστουργηματικά, επικά, μεταλλικά τριπ των νεανικών μας χρόνων και τα έντυσε με μια φωνή 30-χρόνια-νεώτερος-Ozzy-με-δέκα-κιλά-reverb. Ό,τι και να λέει ο τύπος εγώ χάνομαι. Ψάχνω να βρω και ποιος είναι αυτός ο μηχανικός ήχου που βρήκε την απόλυτη αναλογία ήχων και συχνοτήτων για το συγκεκριμένο είδος. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα με βρει αυτός κάποια στιγμή όταν όλοι θα τρέχουν να κάνουν δίσκο μαζί του.
Η εισαγωγή του Given To The Grave είναι καλύτερη από όλα τα θλιμμένα ποστ-ροκ πρελούδια των τελευταίων χρόνων κι όταν σκάνε και οι υπόλοιποι της μπάντας πολύ λίγα πράγματα έχουν μείνει στο μυαλό μου για να αρθρώσω λέξη. Κι όταν μετά από 4 λεπτά ξαναπέφτουμε σε ακουστικές λίμνες δακρύων, εγώ δεν θα βγω να σας πω: "οκ, τα παιδιά ξέρουν να χρωματίζουν εύκολα ψευδορομαντικά τοπία". Όχι. Γιατί όταν ξανασκάνε οι υπόλοιποι της μπάντας, μαζί με την φωνή-καμπάνα του Brett Campbell, με πιάνουν συναισθηματικές κράμπες σε όλο μου το σώμα. Είναι η αλήθεια μιας νέας μπάντας που έχει την ενέργεια κι έχει βρει τον τρόπο να επικοινωνήσει αυτήν την ενέργεια μέσω αυτού του οργιώδους ήχου. Επίτευγμα που μόνο η υψηλή Τέχνη του Μεταλλίζειν μπορεί να προσφέρει.
Έχω ακούσει το άλμπουμ πάνω από 100 φορές την τελευταία βδομάδα, κι αντί να λιώνει ο δίσκος, μου φαίνεται ότι κάθε φορά λιώνω εγώ. Κι αν τυχαίνει να σας φοβίζει ακόμα ο όρος "Μέταλ", ξανασκεφτείτε το, το είδος αυτό έχει προ πολλού ξεφύγει από τα στοιχεία που το κρατούσαν όμηρο ενός μουσικού συντηρητισμού. Εσείς;