Tomboy
Στις λίστες θα παίζει μόνος του ή θα τον προλάβει και το γκρουπ του; Του Πάνου Πανότα
Δε γνωρίζω πολλά δείγματα στην πρόσφατη δισκογραφία κατάλληλα ώστε να σου επιτρέπουν να μιλάς εξαρχής με συμπεράσματα. Το δίπτυχο Panda Bear-Animal Collective λέμε πως ανήκει σ' αυτά. Ευθύνεται επίσης για ένα τσεκουράτο, όσο και μοιραίο, πέσιμο αυλαίας δεκαετίας (00s). Ανεπιστρεπτί φυσικά.
Στις ανάλογες περιπτώσεις μεγάλου hype σε ηλικία που ρισκάρεις να τα παίζεις όλα για όλα, τρία στοιχεία βρίσκεις άφθονα: χίπστερ μηχανισμούς -εταιρειών και μέσων-, πιασάρικη φωτογένεια και μικρό ρεζερβουάρ. Είναι κι ένα ακόμη που εφόσον ανιχνεύεται υπερισχύει των υπολοίπων, μα συνήθως θέλει άνω του ενός δίσκους για να πιστοποιηθεί, το ταλέντο.
Ο Noah Benjamin Lennox, γεννηθείς το '78, είναι απ' τους αυθεντικότερους της γενιάς του. Παραδοχή κρύα. Και δεν την αναφέρω τόσο υπό το βάρος των μουσικών του επιτευγμάτων, όσο με το πώς τα συνδέει αυτά. Η αμετροεπή αποθέωση και τα παραμιλητά από μέρους του όποιου μουσικογραφέα είναι όμοια με παράβαση του Κ.Ο.Κ., αν δε συμβεί δυστύχημα την παίρνεις στην πλάκα. Αλλά για τον Panda Bear επαναλήφθηκαν εντός 3ετίας: με το σόλο του "Person Pitch" το '07 και με το "Merriweather Post Pavillion" των Animal Collective το '09. Υπερεκτιμημένο το πρώτο, εκτιμημένο απλώς, καλώς κι επιτυχώς το δεύτερο, αμφότερα ωστόσο με τον πρωτοφανή εξωμουσικό συμβολισμό να 'χουν βάλει υποστηρικτές κι επικριτές να στύβουν τα μυαλά τους για ένα επιχείρημα που να στέκει. Το οποίο τελικώς έγκειται μονάχα στο γεγονός πως ως δίσκοι έκαναν ένα δύσκολο ήχο φιλικότερο.
Το "Tomboy" έρχεται επεξεργασμένα να αποδείξει ότι η συνέχεια για τον Bear δεν ήταν ένας no way out μονόδρομος ή υποχρεωτικά μια κατηφόρα. Το λέει δηκτικά και μονολεκτικώς, βρίσκοντας το δημιουργό του σ' ένα πικ δυνάμεων κι ιδεών ιδανικό για τα περαιτέρω. Ως απόρροια εκείνης της στατιστικής, που επικαλούμαστε σαν από μηχανής θεό, δε θα πιάσει τα νούμερα του προκατόχου του, το σεβασμό εντούτοις τον κερδίζει... Καθαυτή η προσπάθεια να καταλάβεις ένα συνθετικό έργο σπάνια μετατρέπεται σε πλεονέκτημα όπως εδώ. Η κατάχρηση χωρίς ενστάσεις -σε sequencers, samplers και workstation synthesizers- που να 'ναι επιμέρους και ραδιοφωνική, μοιάζει με μοναχοκόρη, με λάθος που ποτέ δε βρίσκεις.
Όπως και τότε με το "Person Pitch", το άλμπουμ γράφτηκε στη Λισσαβόνα, όπου και διαμένει ο Panda Bear απ' το '04. Μέσα του λες κι όλα μπήκαν σε μία σπεκτορική μανία, κυρίως διότι ο Pete "Sonic Boom" Kember που ανέλαβε τη μίξη εμφανώς φιλοδοξεί να δοκιμαστεί για υποψήφιος διάδοχος του Phil Spector κι ο Bear του παρείχε πλούσια τροφή για κάτι τέτοιο. Οι reverb επιλογές, η διάθεση που στιγμές-στιγμές αγγίζει τα χορευτικά 4/4, ο τονισμός των φωνητικών που τα καθιστά κεντρικά στη μορφοποίηση, όλα φαίνονται πως ήταν απόρροια συμφωνίας έμπειρων κυρίων. Ενορχηστρώσεις καλειδοσκοπικές, κέντημα, λεπτομέρειες, ήχος βελτιωμένος (μαύρη πέτρα στο lo-fi), αποτύπωση πομπώδης, με αρμονικό όγκο ένεκα της ερμηνείας, αφού κάθε άλλη τοποθέτηση στο μικρόφωνο θ' αλλοίωνε μέρος του τελικού χαρακτήρα. Ο Panda Bear φέτος επιθύμησε τραγούδια λιγότερο με την πειραματική θέση του "τα αγαπώ ή τα μισώ" και περισσότερο με τον πυρήνα μιας σύγχρονης υπερδυναμικής που στα "Afterburner", "Alsatian Darn", ομότιτλο, "Slow Motion" εκτοξεύεται. Υπό αυτήν την έννοια επομένως, παρουσιάζεται προνοητικά αποστομωτικός, και πάνω από όλα έτσι και μ' αυτήν τη λογική είναι φτιαγμένος κι ο δίσκος του. Υπό μία άλλη, είναι η καλύτερη δουλειά από τις τέσσερις προσωπικές του, διεκδικώντας μέχρι και θέση στα τοπ της χρονιάς.
Ο Bear έχει φλέβα ψυχεδελικής ιδιαιτερότητας και εν μέσω αυτής μαζί του τελειώσαμε. Κι αν δε σας κυκλοφόρησαν τα νέα, οι Animal Collective ήδη παίζουν λάιβ δέκα νέα τραγούδια (ως ψηφιακό bootleg τα βρίσκετε εύκολα), τα οποία με τη συνήθη πρακτική τους θ' αλλάξουν αρκετά μέχρι να ντυθούν στο στούντιο. Είναι φορές που το θεαθήναι και το γίγνεσθαι στη μουσική κανιβαλίζει το ένα το άλλο. Τουλάχιστον φροντίστε να τα προλάβετε και τα δυο ζωντανά.