Σε τό τον τόπο οτ’εχουνε κουδουνι να (λ)αλιση
Ένας ιδιαίτερος δίσκος ο οποίος μας ταξιδεύει ηχητικά στο Φιλώτι της Νάξου, η οικειότητα ωστόσο των ήχων μπορεί να ξυπνήσει αναμνήσεις από οποιοδήποτε ελληνικό χωριό. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Πρέπει να ομολογήσω ότι τα δισκογραφήματα με τα λεγόμενα field recordings, δηλαδή τις επιτόπιες ηχογραφήσεις των ήχων του περιβάλλοντος, πολύ συχνά με αφήνουν κάπως ανικανοποίητο και μουδιασμένο, μερικές φορές και αδιάφορο. Είναι αρκετά δύσκολο (όπως και με τη φωτογραφία η οποία είναι κατά έναν τρόπο το αντίστοιχο στα εικαστικά) να συλλάβεις τον τρόπο, να συνθέσεις αυτόματα τον ήχο, μετατρέποντάς τον, μετουσιώνοντάς τον σε καλλιτεχνική πράξη. Ενυπάρχει και μια ευκολία η οποία παρεξηγείται από πολλούς που καταπιάνονται με το ζήτημα με αποτέλεσμα πολλές αδιάφορες προσπάθειες. Υπάρχουν κάποιοι λίγοι άνθρωποι που καλώς γοητεύονται από την ομορφιά του ήχου του χώρου και επιδιώκουν να την καταγράψουν παραμένοντας καλλιτέχνες όπως ο Chris Watson ή ο Geir Jenssen. Μάλιστα ο πρώτος μαίνεται εναντίον των «κακοποιητών» της πρακτικής αυτής (θυμάμαι σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Wire ότι «έθαβε», μάλλον όχι άδικα, πολλούς).
Ο Πάνος Πανόπουλος και ο Γιώργος Σαμαντάς σίγουρα το πιάνουν το νόημα. Μάλιστα καταφέρνουν κάτι ακόμα πιο δύσκολο. Να συνδέσουν την καλλιτεχνική πράξη με μια σχεδόν ντοκυμαντερίστικη λογική, να καταγράψουν δηλαδή ως λαογράφοι, παρατηρητές και ερευνητές της μικροϊστορίας ενός τόπου και του ήχου του, τις συνήθειες, τα μικροσυμβάντα της καθημερινότητας. Οι δύο κύριοι είναι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι. Θα μπορούσε εύκολα να υποθέσει κανείς ότι στο ποιητικό πεδίο το αποτέλεσμα μάλλον θα ήταν φτωχό και η δράση θα επικεντρωνόταν στην επιστημονική πλευρά, αυτή του ερευνητή και στην παρουσίαση ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ. Όμως φαίνεται πως ‘πιασαν το πράγμα πιο απλά, χωρίς να λογοκρίνουν τη χαρά τους για τη διαδικασία, χωρίς να κρύψουν το πόσο τους γοητεύει και τους μουδιάζει το συναίσθημα του ηχητικού τοπίου στο Φιλώτι της Νάξου. Φωνές, πουλιά, ζώα, τζιτζίκια, γάιδαροι που μασουλάνε, γιορτές, τελετουργικά, πανηγύρια. Οι ήχοι του ξημερώματος του χωριού, οι ήχοι της εσπέρας.
Είναι μικρά τα κομμάτια. Επί το πλείστον μονόλεπτα, δίλεπτα. Υπήρχε περιθώριο για λίγο μεγαλύτερες διάρκειες, λίγο να μας αφήσουν να βυθιστούμε και εμείς στην μαγεία του χώρου που ηχογραφήθηκε, κάπως να προλάβουμε να μεταφερθούμε εκεί. Είναι δείγματα των γεγονότων. Αλλά δεν πειράζει, αφού τη δουλειά την κάνουν και έτσι. Το αποτέλεσμα είναι θα έλεγα μεθυστικό, ειδικά για αυτούς που αναγνωρίζουν, έχουν το βίωμα τέτοιων τόπων και των αρωμάτων τους.
Μιλάμε λοιπόν για έναν από τους λίγους άκρως επιτυχημένους δίσκους του genre, όχι μόνο για τον ελληνικό χώρο αλλά και διεθνώς. Ο Chris Watson δε θα στραβομουτσούνιαζε.