Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια είχα βρεθεί στο αλήστου μνήμης δισκάδικο Happening της Χαριλάου Τρικούπη με ένα φίλο και χαζεύαμε τα cds. Eίχα δει το πρώτο album των Godspeed που έκανε 6800 δραχμές (ήταν λίγο ακριβό δε λέω, αλλά το Happening έδινε και κουπόνια-πεντακοσάρικα και κάπως ερχόσουν στα ίσια σου) και το έδειχνα στο φίλο μου, εκείνος λέει "είναι διπλό;!", του λέω "όχι", μου λέει "πόσα κομμάτια έχει μέσα;;", του λέω "τρία", και μου απαντάει "δηλαδή, 2200 και κάτι το κομμάτι;" και του απαντάω "μην το σκέφτεσαι έτσι, δεν αγοράζεις πατάτες" και τελικά η συζήτηση έμεινε εκεί.
Τώρα στέκομαι μπροστά στο cd του Patrick Phelan το οποίο έχει μέσα 11 κομμάτια, βγάζω τα τρία σύντομα ορχηστρικά και μένουν 8, βγάζω ένα ακόμα που το είχα κατεβάσει από το site και άλλο ένα που το είχε βάλει σε ένα cd του το Overdub και μένουν 6, και λέω, ωραία, περίμενα 5 σχεδόν χρόνια για 6 καινούρια τραγούδια, από τα οποία μου αρέσουν τα 5, πλήρωσα για το cd 21 δολλάρια μαζί με τα ταχυδρομικά (μην ανοίξετε το "calculator", βγαίνει 4.20) - και μετά ξανακούω το δίσκο και τίποτα, απολύτως τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα γιατί αυτό το album δεν το ακούς σαν ένα ακόμα cd που σήκωσες από τα ράφια του δισκοπωλείου, δεν είναι καν ένα αντικείμενο σαν όλα τα άλλα που έχεις στη δισκοθήκη σου, αλλά ένα απόκτημα που αξίζει να το βάλεις μαζί με ό,τι φυλάς ως πολυτιμότερο, είτε αυτό είναι παλιές φωτογραφίες, ημερολόγια, αναμνηστικά από την παιδική σου ηλικία, κι αυτό γιατί το "Cost" έχει φτιαχτεί με ψυχικά υλικά ασύλληπτης ποιότητας και ευαισθησίας, κι έτσι όπως το βλέπεις ντυμένο με αυτό το αχνό εξώφυλλο, αισθάνεσαι ότι κρατάς κάτι εύθραυστο και ξεχωριστό - και είναι πράγματι έτσι, και πολλά περισσότερα.
Πρόκειται για έναν νεαρό τραγουδοποιό που κυκλοφόρησε το πρώτο του solo album "Songs Of Patrick Phelan" το 2000, μετά από κάποια χρόνια θητείας στο σχήμα των South (όχι των γνωστών South, αλλά κάποιων άλλων που οι γνωστοί South δεν μπήκαν καν στον κόπο να ενοχληθούν για τη συνωνυμία). Όντας ένα από τα πιο ταλαντούχα μέλη της ευρύτερης οικογένειας των Spokane / Songs: Ohia και κατ'επέκταση και των Low, ο Phelan κυκλοφόρησε ένα ακόμα album το 2001 ("Parlor"), και επέστρεψε πάλι φέτος με το "Cost". Λίγα γνωρίζουμε για αυτά τα τέσσερα χρόνια σιωπής, πέρα από το ότι έζησε για κάποιον καιρό στην Ιταλία, ότι εργαζόταν ως μάγειρας, και ότι έσπασε τα νεύρα του Χρήστου που βγάζει το "Overdub" επειδή άργησε γύρω στον ένα χρόνο να του στείλει τραγούδι για να βάλει στο cd. Kαι είναι ίσως ελάχιστοι αυτοί που έδειχναν τόσο μεγάλη προσμονή για το "Cost", αλλά ξέρουμε ακριβώς ποιοι είναι: όλοι εκείνοι που έτυχε να εκτεθούν στα λεπτουργήματα ενός ή και των δύο από τα πρώτα albums. Ανεξαιρέτως.
Τα χαρακτηριστικά της μουσικής του Phelan είναι τα εξής: αραχνοϋφαντη αισθητική και αβίαστη αντίληψη της μελωδικότητας. Δραματικές κορυφώσεις που δεν είναι τόσο πολύ εξάρσεις, όσο συγκινησιακές υπερβολές ανυπέρβλητης σαγήνης που μπορούν να αγγίξουν ακόμα και τις πιο παγωμένες καρδιές. Περίτεχνες μέσα στη λιτότητά τους ενορχηστρώσεις, και απλές μέσα στο απερίγραπτο βάθος τους συνθέσεις. Φθινοπωρινές γεύσεις, ανεπαίσθητες πινελιές εξωτισμού, ακραίος ερωτισμός και η πιο γοητευτική όψη της μελαγχολίας που έχει μπορέσει ποτέ κανείς να φανταστεί, πόσο μάλλον να μεταφράσει σε μουσική. Τέλος, η ερμηνεία: ελαφρώς λαχανιασμένη, αιωνίως εφηβική, σταθερά θλιμμένη αλλά και αναπάντεχα αισιόδοξη την ίδια ακριβώς στιγμή. Τραγούδια γεμάτα παράπονο και ελπίδα, ζεστές ελεγείες για μικρές νυχτερινές ώρες, και υποψήφια κομμάτια για εκείνη την περιβότητη ιδανική "Sunday morning" συλλογή.
Το "Cost" θα έπαιρνε με μεγάλη ευκολία το απόλυτο 10 στα 10, και για αυτό ακριβώς οι ατέλειές του μπορούν να σε εκνευρίσουν. Όπως, για παράδειγμα, το ότι τελειώνει πολύ γρήγορα. Ή ότι με ένα πιο δεμένο editing θα έλειπε η αποσπασματική εντύπωση που αφήνει σε κάποια σημεία του, και ότι το "Fall" θα ήταν προτιμότερο να παρέμενε όπως στη demo εκδοχή του (αυτή του Overdub). Και - το χειρότερο από όλα - οι στίχοι στο εσώφυλλο που είναι πρακτικά άσπρα γράμματα σε άσπρο φόντο (ποιος είχε την ιδέα για αυτό;!). Αλλά και πάλι. Όταν σε αφήνουν στον παράδεισο για 40 λεπτά, δεν μπορείς, δεν έχεις το δικαίωμα να γκρινιάξεις που δε σε άφησαν να μείνεις περισσότερο.