In The Opium Den
Τα χρυσά χρόνια του Edgar Allan Poe της psych pop. Του Τάκη Κρεμμυδιώτη
Πες μου τους φίλους (και συνεργάτες) σου, να σου πω τι μουσικός είσαι. Στην περίπτωση του Paul Roland, είμαι βέβαιος πως τα ονόματα των Andy Ellison (John's Children - ακολουθεί ενός... έτους σιγή), Robyn Hitchcock, Bevis Frond, Ian "Knox" Carnochan (The Vibrators) και Nick Nicely, μάλλον έχουν να μας πουν κάτι. Και μάλιστα, κάτι καλό. Το ζήτημα, όμως, θα μπορούσε να είναι αν όντως ο Edgar Allan Poe της psych pop, της dark folk και του steampunk έχει πλέον ανάγκη από τα διαπιστευτήρια άλλων. Μα, φυσικά και δεν έχει!
Ο Roland ξεχώρισε από τα πρώτα του βήματα και όχι μόνο λόγω της χαρακτηριστικής ερμηνείας του. Ξεχώρισε για τον απλό και συνάμα ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίο έφερνε στη ζωή τις βικτωριανές, σκοτεινές και επιστημονικής φαντασίας εμπνεύσεις του, μέσω ψυχεδελικών και folk μουσικών επιρροών, που φλέρταραν απροκάλυπτα με την pop. Η καλλιτεχνική περσόνα του Paul, στην οποία ο Robyn Hitchcock είχε δώσει το προσωνύμιο "Η αρσενική Kate Bush", δεν εξαντλούνταν μόνο στη μουσική, αλλά καταπιανόταν σοβαρά και με τη συγγραφή. Στα βιβλία του ζωντάνευαν αλλόκοτες ιστορίες ανάλογες με εκείνες που (ως γνήσιος παραμυθάς) αφηγείτο και στα τραγούδια του και αφορούσαν απόκοσμα πλάσματα, φαντάσματα, σκοτεινούς δολοφόνους και γενικά ο,τιδήποτε αφορούσε το φανταστικό. Μάλιστα, ο Frank Zappa είχε δηλώσει: "Ο Paul Roland συνθέτει όμορφες μελωδίες και διαθέτει μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, αλλά είναι πολύ διανοούμενος για το γούστο μου".
Η διπλή αυτή κυκλοφορία, την οποία επιμελήθηκε ο ίδιος ο Paul, έχει το χαρακτήρα περιεκτικής ανθολογίας της πρώτης φάσης της καριέρας του και περιλαμβάνει τα πρώτα τρία άλμπουμ, A και B sides, τραγούδια από E.P., καθώς και ακυκλοφόρητα, που γράφτηκαν μέχρι το 1987. Ουσιαστικά, οι πρώτες αυτές ηχογραφήσεις του (ως σόλο καλλιτέχνη ή ως ανήκοντα στους Midnight Rags) έχουν ανάγλυφα αποτυπωμένη τη μουσική αναζήτηση του δημιουργού τους για τον καλύτερο δυνατό τρόπο έκφρασης και ταυτόχρονα σπάνια αξία και αμεσότητα, που πλέον αποδεδειγμένα αντέχει στο χρόνο.
Ο πρώτος δίσκος ξεκινά με το από πολλούς θεωρούμενο αριστούργημά του, το "Dance Macabre" (1987), όπου ξεχωρίζουν το φάντασμα της "Gabrielle" και το "Witchfinder General", ενώ περιλαμβάνεται και μια διασκευή του "Matilda Mother" των Pink Floyd της εποχής του Syd Barrett. Ακολούθως, υπάρχει το mini album "Burnt Orchids" (1985) με τα εξαιρετικά "Requiem", "The Puppet Master" και "Captain Blood", ενώ στο τέλος, συναντάμε τα περιλαμβανόμενα σε Ε.Ρ. "Beau Brummel" και "Berlin".
Ο δεύτερος δίσκος αρχίζει με το πρωτόλειο και μαγευτικά "ακατέργαστο" δικό μου αγαπημένο "The Werewolf Of London" (1980), το οποίο τυπικά ανήκει στους Midnight Rags και έχει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του, όπως τα "Blades Of Battenburg" (έναν εύκολα αναγνωρίσιμο ανεξάρτητο ύμνο της εποχής εκείνης), "Brain Police" και το φερώνυμο. Στα singles και ΕΡs που ακολουθούν συναντάμε τα "Hot George" και "Oscar Automobile", που κυκλοφόρησε ως Beau Brummel με τη συνεργασία των Knox και Andy Ellison, όπου αποτυπώνεται η (ευχάριστη) εμμονή του με τον Marc Bolan. Μη ξεχνάμε ότι η η June Bolan, χήρα του Marc, ήταν προσωπική του μάνατζερ και υπεύθυνη όχι μόνο για το έκδηλο ενδιαφέρον του John Peel, αλλά και για τις εμφανίσεις του στο λίκνο του goth rock, που ονομαζόταν Batcave.
Ο Paul Roland εξακολουθεί να παραμένει δημιουργικά ενεργός τόσο σε συνθετικό, όσο και σε συγγραφικό επίπεδο. Καμία όμως μουσική του δουλειά μεταγενέστερη αυτών του 1987 δε μπορεί να συγκριθεί με τις δημιουργίες που περιλαμβάνονται στο "In The Opium Den", στο άκουσμα του οποίου μπορούμε σήμερα να διαπιστώσουμε πόσο βαρύνουσα ήταν η μουσική του Paul για την επίγευση της δεκαετίας του '80.