Πέρα από τη Θάλασσα
Δύο κριτικές για έναν δίσκο (που προκάλεσε έναν διχασμό με πολύ κοντινή ημερομηνία λήξης) οι οποίες αποκλίνουν πολύ σε βαθμολογία, όχι όμως τόσο στην προσέγγιση. Γράφουν ο Χρήστος Αναγνώστου και ο Άρης Καραμπεάζης
Ίσως να είμαι και ο πιο κατάλληλος να εκφέρει άποψη για αυτόν τον δίσκο αρχικά γιατί με εξαίρεση ένα, άντε ίσως δύο, δεν έχω ακούσει ή τουλάχιστον δεν θυμάμαι τα πρωτότυπα τραγούδια. Επίσης πρέπει να έχω κάνει άνετα μονοψήφιες κριτικές σε ελληνοφώνους δίσκους. Άρα πετάμε την ιδιότητα του πως αυτός ο αλήτης άγγιξε την Ιερή Αγελάδα του Μαρκόπουλου που έπαιξε φουλ στα σόσιαλ και πάω με φουλ καινούργιο αυτί να δούμε τι παίζει εδώ μέσα.
Αρχικά ας πιάσουμε το που απευθύνεται ο δίσκος αυτός: στους 45-φεύγα οπαδούς του καλλιτέχνη που τα σπάσαν με το «Λιωμένο παγωτό» στον γάμο τους και που δεν έχουν δει ποτέ τον καλλιτέχνη ζωντανά; Στους ακόμη πιο Μαθουσάλες, βλέπε γενιά του Πολυτεχνείου οπαδούς του Μαρκόπουλου που έχουν ν’ακούσουν κάτι καινούργιο από τότε που ο Πάριος έβγαλε τα Νησιώτικα και ο Kαρβέλας το ο ‘Σκύλος μου είναι γκέι’; Ή τέλος σε κάποια νέα παιδιά που διαλειμματικά μέσα από την όποια χιπ-χοπ φάση θα κουλάρουν με αυτόν που τους έπαιζε ο θείος τους όταν ήταν πιτσιρίκια; Όπου και να απευθύνεται, καλά το πάει.
Συναισθηματικά κυρίως αλλά και συνθετικά. Δηλαδή δεν τους έβγαλε τα μάτια, δεν ξαναανακάλυψε τον τροχό, δεν πειραματίστηκε να βγάλει κάτι δήθεν. Ένας δίσκος του Παυλίδη είναι με στίχους γραμμένους από κάποιους άλλους. Αν τώρα δεν σου λέει κάτι, κομπλέ, μην τον ακούς, όπως επίσης και σε έναν πορωμένο φαν μην πας να μας πείσεις ότι είναι ότι καλύτερο since sliced bread που λένε και οι Βρετανοί που δεν είναι και τόσο φίλοι μας. Ας πούμε το «Όχι δεν πρέπει» σε ζορίζει αρκετά, το λες ίσως και βαρετό κάποια στιγμή. Ναι, αλλά οι στίχοι θα πει κάποιος;
Οι στίχοι είναι μιας άλλης εποχής, εγώ δεν την έζησα θα σου απαντήσει ο νεαρός, εμένα δεν μου μιλάνε και τόσο και δεν έχω καμία όρεξη να ψάξω για κρυφά νοήματα, οπότε θα σου πω τι μου αρέσει. Μου αρέσει που υπάρχει μια νωχελικότητα σε όλο αυτό το πόνημα που μπορώ να το ακούω για να χαλαρώσω και να κοιμηθώ. Να κοιμηθείς; Θα ρωτήσει η πάντα ξύπνια απόφοιτος του ‘74. Ναι, γιατί σε αυτή την γενιά που οι μισοί μου φίλοι παθαίνουν κρίσεις πανικού από το δημοτικό και που το μπούλινγκ στο γυμνάσιο έχει φτάσει σε σημείο παιδιά να πηγαίνουν στο νοσοκομείο καθημερινά, που οι μαμάδες ταΐζουν εναλλάξ διεγερτικά και χαλαρωτικά φαρμακοσκευάσματα τα παιδιά τους, θέλεις κάτι να ηρεμήσεις με φυσικό τρόπο, να σου χαϊδέψει το άγχος σου και να κοιμηθείς δημιουργικά.
Έτσι λοιπόν θα βρεις μετά την ενέργεια, τον χρόνο και βασικά την διάθεση να ψάξεις τι λέει από πίσω ο ποιητής . Θα μάθεις ίσως και μετά δυο πράγματα για τη φάση που τα έγραψε και τέλος θα το ακούσεις και παρέα με τον μη-απορριπτικό γονέα που δεν ενστερνίζεται το ρεύμα του «δε βγαίνει καλή μουσική σήμερα» και θα έρθετε κοντά έστω και για την διάρκεια ενός δίσκου. Για όλους τους υπόλοιπους κολλημένους δικαστές-ακροατές υπάρχουν τα σόσιαλ για να τον δικάσουν. Εγώ περιμένω πάντως πότε θα βγάλει και κάποιος διασκευές με μπλακ φωνητικά να δούμε μια άσπρη μέρα.
8
Χρήστος Αναγνώστου
Καταρχάς υποχρεωνόμαστε από την επικαιρότητα να επισημάνουμε δυο-τρία πράγματα τα οποία πλασάρονται ως δήθεν αυτονόητα από κάθε πλευρά, ενώ επί της ουσίας είναι απλώς ανόητα.
Και, ναι, ασφαλώς και πρέπει να υπάρχουν πλευρές αντικρουόμενες, ενίοτε και αντιμαχόμενες, στη μουσική, στην τέχνη κλπ. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, την μουσική του – μία, ενιαία ή καμία -την προτιμάει ως ορεκτικό και μόνο, άντε και ως συνοδευτικό. Ποτέ ως το κυρίως πιάτο.
Η ανοησία εκείνη που διαδόθηκε πρώτη από όλες (εύλογο πάντως αυτό) ήδη από όταν ακούστηκε προς τα έξω μόλις μία από τις δώδεκα συνολικά διασκευές του Παύλου Παυλίδη σε ισάριθμα τραγούδια του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου είναι το περίφημο «δεν υπάρχουν ιερά τέρατα στη μουσική, ο καθένας μπορεί και είναι ελεύθερος να διασκευάσει ό,τι θέλει». Ώστε έτσι λοιπόν, ε;
Το πρώτο σκέλος της παραπάνω πρότασης είναι μια μεγάλη μπούρδα, και το γεγονός ότι πλασάρεται μαζί με το δεύτερο σκέλος, που είναι σαν να λες ‘ο καθένας μπορεί να περάσει τον δρόμο απέναντι, όταν το φανάρι είναι πράσινο’ δεν το καθιστά μικρότερη μπούρδα.
Αυτός ο καθένας-ελεύθερος, που θα διασκευάσει ό,τι θέλει, είναι επιτακτικό και το να κριθεί και να αποτιμηθεί με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο, χωρίς ασφαλώς αυτό το γεγονός να διασαλεύει την περίφημη ελευθερία του. Και το λέμε αυτό, παρότι είναι σαν να λέμε ‘όταν το φανάρι είναι κόκκινο, δεν περνάμε τον δρόμο απέναντι’.
Σε αυτή δε την αποτίμηση, θα συνυπολογιστούν διαφόρων τύπων κριτήρια, τα οποία αφ’ ης στιγμής η επιλογή του είναι να μην παραδώσει δικά του τραγούδια, δεν θα αφορούν μόνον τον ίδιο. Θα διερευνηθεί μεταξύ άλλων και το ειδικότερο εσωτερικό κριτήριο της επιλογής των διασκευών. Είναι κοινώς αποδεκτό άλλωστε ότι ορισμένες επιλογές διασκευών δεν είναι και τόσο ‘ελεύθερες’, όσο θέλουν να πλασάρονται. Επ’ αυτού παρακάτω.
Όταν λοιπόν ο Νότης Σφακιανάκης διασκευάζει την ‘Δημοσθένους Λέξις’ του Διονύση Σαββόπουλου (έστω και μέσω της οδού Γιώργου Νταλάρα, μουσικά, που και αυτός πέρασε από τον δρόμο που έστρωσαν οι Ειδικές Δυνάμεις του Δημήτρη Πίγγου κ.ο.κ.), δεν πρόκειται απλώς για μία διασκευή και κανείς δεν το περνάει έτσι στο ντούκου.
Κάποιοι ενοχλούνται και μόνον από την ενέργεια, ίσως δε και την προηγηθείσα αυτής σκέψη, χωρίς να μπουν στον κόπο (μεγάλο ερωτηματικό εδώ) να κρίνουν το αποτέλεσμα.
Όταν ο Νότης Σφακιανάκης διασκευάζει το ‘Ανέβα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκιά’, συνήθως κανείς δεν ενοχλείται. Περιέργως λιγότεροι από την πρώτη περίπτωση, ενοχλούνται όταν διασκευάζει την ‘Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου’, ίσως γιατί στο τραγούδι αυτό αποδίδεται αυθαίρετα μια αίσθηση λαϊκισμού. Πάντως το να θεωρείται ιερό τέρας ο Σαββόπουλος και όχι ο Βάρναλης, εμπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Το παραπάνω, κάπως φλου είναι αλήθεια, παράδειγμα, δεν συνεπάγεται ασφαλώς ότι δεν επιτρέπεται δήθεν να αγγίζουμε τους μεγάλους συνθέτες, τα μεγάλα τραγούδια και τα μεγάλα έργα εν γένει, αλλά ούτε και ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι σαχλαμάρα μας κατέβει στο κεφάλι με δαύτα. Και αν την κάνουμε τέλος πάντων την σαχλαμάρα, καλό θα είναι να βρεθεί κάποιος να το επισημάνει λίγο παραέξω από τον μικρόκοσμο μας.
Το αν τώρα αυτός ο κάποιος θα επηρεάσει ή όχι τελικά το γενικότερο ή το επιμέρους θυμικό επ’ αυτής της σαχλαμάρας, ή αν το κοινό θα συνεχίσει να υψώνει την γροθιά του σαν βγαίνει από αυτή τη φυλακή, αμέσως αφού κατέβηκε από το τραπέζι η κούκλα του η γλυκιά, χωρίς να απασχολείται από τις παρεμβολές και τις μεσιτείες των κριτικών ή των απλώς μουσικογραφούντων, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Ο καθένας διαλέγει την νέμεση του, ως γνωστόν.
‘Ιερά τέρατα’ υπάρχουν ασφαλώς. Και αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα εφεύρουμε, και αυτή είναι ίσως η πρώτη και η τελευταία φορά, που χρησιμοποιώ αυτό το αφόρητο κλισέ, αλλά δεν μπορώ να βρω κάτι πιο ταιριαστό.
Και στην μουσική υπάρχουν ιερά τέρατα, και στον κινηματογράφο, και στο θέατρο και παντού εδώ που τα λέμε. Υποστηρίζει κανείς ότι όλοι και όλα βράζουν στο ίδιο καζάνι; Δεν το νομίζω.
Αυτό που δεν υπάρχει -και καλώς-ειδικά στις παραπάνω τέχνες, καθώς είναι δυναμικές και εξελισσόμενες στα χέρια όλων και διαφόρων, είναι η έννοια του ‘δημόσιου αγαθού’, η οποία συχνά-πυκνά εσφαλμένα ταυτίζεται με την έννοια του ‘ιερού τέρατος’.
Όταν όμως το έργο τέχνης λογίζεται ως ‘δημόσιο αγαθό’, τότε, ίσως και αναπόφευκτα, φτάνουμε στο σημείο να χρήζει μέχρι και κρατικής και νομοθετικής προστασίας. Και αυτό κατά το σύνηθες αφορά τα έργα τέχνης εκείνα τα οποία μία των ημερών καταλήγουν ή εξυψώνονται (όπως το δει κανείς) σε μνημεία.
Στην μουσική ούτε τα έχουμε αυτά, ούτε πρέπει να τα έχουμε. Αποκαλούμε ας πούμε συχνά πυκνά μνημεία, δίσκους όπως το ‘Giant Steps’ του Coltrane ή το ‘Sticky Fingers’ των Rolling Stones, αλλά θα ήταν τουλάχιστο γραφικό να έχουμε την απαίτηση να μην καταπιάνεται ποτέ και κανείς με αυτά, πλην των αυθεντικών δημιουργών/εκτελεστών/ερμηνευτών τους.
Εξ ου και δεν έχουμε ιστορικά, για να πάμε στα εντός συνόρων, καμία περίπτωση για γελοίου τύπου προσπάθειες από το κράτος, τον νομοθέτη κλπ να προστατευτεί π.χ. το μουσικό έργο του Χατζιδάκι ή του Θεοδωράκη, ως δήθεν δημόσιο αγαθό, όπως έχει γίνει ας πούμε με κάποιες παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, που (βλακωδώς και εκεί) θεωρήθηκε ότι επειδή είναι χαμηλού επιπέδου, προσβάλουν ένα υποτιθέμενο δημόσιο αγαθό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και το κράτος δικαιούται ακόμη και να επέμβει για να το προστατεύσει.
Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πάντοτε οι ντομάτες, ως ευχερής και έσχατη λύση ταυτόχρονα. Τι δουλειά έχει ο νόμος; Καλύτερα να πίπτει ντομάτα δηλαδή, παρά νόμος, όταν μιλάμε για χάλια τέχνη (για ράβδο δεν είμαι σίγουρος).
Είναι μάλιστα θεωρώ προνόμιο, ειδικά της μεγάλης και σπουδαίας μουσικής, να δοκιμάζεται σε κάθε είδους, ακόμη και ανόητες, διασκευές και εκδοχές, ώστε κάθε φορά να αποδεικνύει το ότι είναι ικανή να διατηρεί την σπουδαιότητα της, συνεπώς να επαληθεύεται ότι είναι πράγματι σπουδαία.
Με λίγα λόγια τίποτε δεν έπαθε το έργο του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη από τα εκατοντάδες τουριστικά CD με τις ‘play-bouzouki-gia-mena’ αποδόσεις του, που αιώνες τώρα παίζουν σε ατέρμονη λούπα, τόσο σε γραφικά παραθαλάσσια ταβερνάκια, με εξίσου κατεψυγμένο υλικό στα ηχεία και στα ψυγεία τους, όσο και στις πτήσεις της Aegean.
Στο παραπάνω πλαίσιο, καλά θα κάνουμε να μην σηκώνουμε a priori το δάχτυλο σε όσους τυχόν διαμαρτύρονται επειδή ο Παυλίδης ‘πείραξε τα ιστορικά τραγούδια του Μαρκόπουλου’, ΄έβαλε μπλιμπλίκια εκεί που υπήρχαν μεγάλοι εκτελεστές μουσικοί και πολύπλοκες ενορχηστρώσεις’, ‘τραγούδησε μονότονα και υποτονικά, στίχους που έχουν στιγματιστεί από μεγάλες ερμηνείες’ κ.ο.κ.
Προσωπικά, αν έρθει μια μέρα που θα ακούσω τον Αλκίνοο Ιωαννίδη να υποχρεώνει το ‘Speedway’ του Morrissey στη βάσανο της λοβοτομημένης του άρθρωσης, το ελάχιστο που θα κάνω θα είναι το διαμαρτύρομαι. Για το μέγιστο, βλέπουμε όταν έρθει η ώρα.
Καλά θα κάνουν βέβαια και οι διαμαρτυρόμενοι να κατανοήσουν πως ούτε η (όποια) ιστορικότητα θα διαταραχθεί, ούτε οι ευφάνταστες ενορχηστρώσεις θα σβηστούν από τον μουσικό χάρτη του μέλλοντος, για να επικρατήσουν οι (μάλλον σε έλλειψη φαντασίας, εδώ που τα λέμε) ενορχηστρωτικές απόψεις του Παυλίδη, ούτε πολύ περισσότερο η καθηλωτική ερμηνεία του Κώστα Χατζή στα ‘Γκρεμισμένα Σπίτια’ θα χάσει κάτι από την μοναδικότητα της, επειδή βρέθηκε ο Παυλίδης και το είπε όπως το είπε τέλος πάντων το τραγούδι. Επίσης να ενημερώσουμε πως ούτε η Μοσχολιού θα σηκωθεί από τον τάφο της επειδή το ‘Πέρα από τη θάλασσα’ ακούγεται περιέργως πώς κάπως τουριστικό με τη φωνή του Παυλίδη.
Γενικώς, στο καθαυτό ζήτημα των ερμηνειών έχουμε τον ορισμό του περνάω και δεν αγγίζω σε όλο τον δίσκο, χωρίς αυτό το γεγονός να εξομαλύνεται από το ότι ο ίδιος Παυλίδης δηλώνει πως επιλέχτηκε από τον Μαρκόπουλο έχοντας επίγνωση του ότι δεν είναι τραγουδιστής. Και τι είναι δηλαδή; Μια χαρά τραγουδιστής είναι ο Παυλίδης, εκεί που πρέπει και μπορεί.
Μία άλλη ανοησία, κάπως μικρότερης εντάσεως είναι αλήθεια, είναι αυτή που μας υπαγορεύει να μην αναλωνόμαστε σε κάθε είδους ‘δίκες προθέσεων’ αναφορικά με ένα μουσικό έργο, όπως το προκείμενο, οι οποίες εστιάζουν στο ποιοι τελικά είναι οι λόγοι για τους οποίους εξαρχής δημιουργήθηκε αυτός ο δίσκος.
Το παραπάνω βέβαια λέγεται μάλλον εν αγνοία του ότι εξαρχής η «συνεργασία» Μαρκόπουλου-Παυλίδη επιχειρείται να εμφανιστεί εδώ κι εκεί ως ‘μείζονος αξίας εγχείρημα’, δηλαδή αποδίδεται αυθαίρετα μία εξαναγκασμένα μεγαλύτερη διάσταση από αυτή που (δήθεν) έχει ένας απλός δίσκος.
Αφ’ ης στιγμής λοιπόν, μας πλασάρεται, με διάφορους τρόπους, η ιδέα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα συνθετότερο τυχόν εγχείρημα, ποιος ο λόγος να απασχολούμαστε μόνο με το αποτέλεσμα, και όχι τυχόν με τους ειδικότερους λόγους για τους οποίους φτάσαμε στο σημείο ο Παύλος Παυλίδης να «συμπράττει» με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, διασκευάζοντας τον (διότι παρά τα όσα υπονοεί ο τρόπος παράθεσης των ονομάτων στο εξώφυλλο, στον δίσκο δεν συμμετέχει ο Γιάννης Μαρκόπουλος, αλλά τα τραγούδια του).
Ο δίσκος, στα όρια των πρώτων ημερών της κυκλοφορίας του, παρουσιάζεται με τον πλέον πανηγυρικό (αλλά ευτυχώς όχι πανηγυρτζίδικο) τρόπο στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, ως μία πολυδιαφημισμένη παράσταση, τα λεωφορεία γύρω μας επενδύονται με ψηφιακές εκτυπώσεις του ‘εγχειρήματος’, γίνονται sneak previews πριν το κυρίως δρώμενο, συζητήσεις, προπαρουσιάσεις, δεν ξέρω ‘γω τι άλλο που τυχόν μου διέφυγε κλπ, γενικώς τίποτε δεν αφήνεται στην τύχη ενός απλού δίσκου, που κυκλοφόρησε μία συνηθισμένη ημέρα.
Δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί πρέπει να τα αγνοήσουμε όλα αυτά; Έχουν την ειδικότερη σημασία τους και θα πρέπει ασφαλώς να μπουν στην γενικότερη εικόνα, για να μην πω στο τσουβάλι, της όποιας κριτικής αποτίμησης. Αν θέλει να είναι τέτοια η αποτίμηση, και όχι απλώς να σέρνεται σε επιφωνήματα χαράς του τύπου ‘Καθηλωτικός ο Παυλίδης’, ‘Κατέκτησε τη Στέγη’ και λοιπά αναμενόμενα.
Άλλωστε και από την πλευρά των ίδιων των δημιουργών, που εύλογα δηλώνουν ενθουσιασμένοι όταν ‘τους παραχωρείται η κεντρική σκηνή της Στέγης για τρεις μέρες’, ομοίως εύλογα θα αναμένει κανείς, ότι όχι απλώς αποδέχονται, αλλά προσδοκούν να κριθούν με υπέρτερα κριτήρια από αυτά μιας ακόμη βραδιάς κατά την οποία τους περιμένει εκ νέου η σκηνή του Gagarin.
Μακριά από εμάς και οι κραυγές αόριστης χαράς και ενθουσιασμού όπως επίσης μακριά και οι φοβικές, έως και συμπλεγματικές, αντιδράσεις απέναντι σε ό,τι λαμβάνει χώρα στη Στέγη, στο Νιάρχος ή ξέρω ‘γω στο Ίδρυμα Μελισσανίδη ή Μαρινάκη, που θα πεταχτεί μπροστά μας αύριο μεθαύριο.
Οι υποκειμενικές αντιρρήσεις μας και οι αντικειμενικές ενστάσεις μας είναι πάντα εδώ, και πάντοτε θα προτιμάμε να δούμε κάτι στο υπόγεια αλώνια του An Club από ότι στα μαρμαρένια του Μεγάρου ή της Στέγης, αλλά αυτό δεν είναι λόγος να ζητάμε τώρα από τον Παυλίδη να γκρεμίσει τον καπιταλισμό για πάρτη μας.
Αν θέλουμε όμως όλοι να είμαστε ειλικρινείς, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι έστω και μέσα από μισόλογα συμφραζομένων, αφήνεται να εννοηθεί ότι για κάποιους λόγους προ-υπήρξε η πρόθεση και η ανάγκη (κάθε τύπου, από την καλλιτεχνική μέχρι την λογιστική, δεν είμαι σίγουρος για την αξιακή) να δημιουργηθεί μία ειδική υπεραξία επάνω στο τελικό αποτέλεσμα εδώ πέρα.
Το ότι από την πλευρά των δημιουργών (και τελικά των υποστηρικτών τους, έτσι πως κινήθηκε το πράγμα γηπεδικά και εδώ) προτάσσεται έντονα πως ‘ο ίδιος ο Μαρκόπουλος έδωσε το χρίσμα στον Παυλίδη’, αλλά διαφυλάσσεται αν όχι ως μυστικό, τότε σίγουρα ως υπονοούμενο, το αν πριν από το χρίσμα, είχε προϋπάρξει ως κεντρική επιλογή το να παρουσιαστεί με κάποιο τρόπο το έργο του Μαρκόπουλου στην Στέγη, δεν είναι ζήτημα άμοιρο συνεπειών.
Η απάντηση σε αυτό το υποτιθέμενο ερώτημα δεν είναι δα ότι θα μας πει τα πάντα, που πρέπει να ειπωθούν για το όλο εγχείρημα, αλλά δεν είναι ότι δεν θα μας πει και τίποτε. Έχει την ιδιαίτερη σημασία της και αυτή δεν έχει να κάνει ασφαλώς με το ότι κατ’ αυτό τον τρόπο το έργο του Μαρκόπουλου, βρίσκει δήθεν τη θέση που του αξίζει στο σήμερα, περνάει σε επόμενες γενιές και άλλα τέτοια γραφικά.
Τώρα στο ερώτημα περί του αν η Στέγη είναι καλή όταν μας φέρνει τον Blixa και κακή όταν μας ‘επιβάλει’ τον Παυλίδη να διασκευάζει Μαρκόπουλο, ή αν κάνουμε απλώς πως δεν υπάρχει όταν οι Last Drive αποχωρώντας δηλώνουν ότι είναι μια από τις καλύτερες on stage εμπειρίες που είχανε, ενώ εμείς τους προτιμάμε με απαραίτητη συνοδεία τα πλαστικά ποτήρια του Gagarin, ας απαντήσει ο καθένας προσωπικά, δεν χρειάζεται να υπάρχει συλλογική συνείδηση σε όλα τέλος πάντων.
Η παράσταση λοιπόν του Παύλου Παυλίδη στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, για τις διασκευές στα τραγούδια του Μαρκόπουλου, δεν ήταν τόσο παράσταση, όσο προωθήθηκε ότι είναι. Αυτό για εμένα είναι καλό, καθώς προτιμώ τις συναυλίες από τις παραστάσεις.
Το αν ήταν εντυπωσιακή, καθηλωτική κλπ δεν το ξέρω στα σίγουρα και ούτε προτίθεμαι να το απορρίψω επί της αρχής, παρότι δεν το συμμερίζομαι κι όλας. Το σίγουρο είναι πως ήταν λιγότερο και διασκεδαστική και ψυχαγωγική από την τελευταία συναυλία του Παύλου Παυλίδη, στην οποία είχα εγώ βρεθεί. Ενώ από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να ομολογήσω ότι μου κράτησε το ενδιαφέρον περισσότερο από ότι περίμενα, και σίγουρα περισσότερο από ότι ο ίδιος ο δίσκος, που είναι και το αντικείμενο μας εδώ, με το οποίο σιγά σιγά πρέπει να καταπιαστούμε.
Με μία δισκογραφία παρά κάτι σαράντα ετών πλέον πίσω του (αν προσμετρήσουμε και τον δίσκο με τα Μωρά στη Φωτιά), αλλά και με μία προσωπική δισκογραφία πλησίον της εικοσαετίας, που πάνω-κάτω, ειδικά από την κορυφογραμμή του ‘Ιστορίες που έχουν ίσως συμβεί’ και έκτοτε, οριοθετεί με στενό τρόπο τον ήχο του, άρα και περιορίζει το στοιχείο της όποιας ηχητικής-μουσικής έκπληξης, θα ήταν μάλλον υπέρμετρα αισιόδοξο, αν όχι αφελές, να περιμένουμε από τον (εξηντάχρονο) Παύλο Παυλίδη να τοποθετήσει τα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου στο οποιοδήποτε μουσικό, ηχητικό, αισθητικό, αλλά και ιδεολογικό παρόν/σήμερα/τώρα. Πολλώ δε μάλλον στο οποιοδήποτε απροσδιόριστο μέλλον όλων των παραπάνω.
Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει και δεν έγινε. Αυτό που έγινε, χωρίς καμία απολύτως έκπληξη εδώ για όσους ακούμε με προσοχή, με συμπάθεια και ενίοτε με ενθουσιασμό τον Παυλίδη εδώ και τουλάχιστον τριάντα από τα παραπάνω σχεδόν σαράντα χρόνια, είναι το ότι ο Παυλίδης, με ειλικρίνεια και επιμέλεια, τοποθέτησε τα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, στον απολύτως δικό του κόσμο. Και παράλληλα με μία μάλλον αναμενόμενη ατολμία απέναντι όχι στον κόσμο του Μαρκόπουλου, αλλά ακριβώς σε αυτόν τον δικό του.
Και αυτό δεν θέλει ούτε πολύ μυαλό, ούτε πολύ φαντασία για να το κατανοήσει κανείς, ήδη με μια πρόχειρη ακρόαση του δίσκου. Αυτό που διαπιστώνω -δυστυχώς-εδώ κι εκεί είναι ότι μάλλον θέλει λίγο παραπάνω θάρρος για να το συνομολογήσει κανείς. Δεν κατανοώ γιατί.
Αλλά διακρίνω ότι ειδικά από όσους είναι υπέρ του Παυλίδη σε όλη αυτή την ιστορία (θεωρώντας αφελώς ότι όσοι διατηρούν τις αμφιβολίες τους είναι σώνει και καλά απέναντι του), λανθάνει ο φόβος περί του ότι αν τέλος πάντων παραδεχτούν πως τίποτε παραπάνω δεν έκανε ο Παυλίδης παρά να ενορχηστρώσει, να εκτελέσει και να ερμηνεύσει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, όπως ακριβώς κάνει και με τα δικά του, ξαφνικά θα συνομολογήσουν άθελα τους ότι δήθεν ο Παυλίδης δεν σεβάστηκε τον Μαρκόπουλο και απλώς τον έκοψε και τον έραψε στα μέτρα του.
Και τι είναι όμως ο Μαρκόπουλος για να τον σεβαστεί ο Παυλίδης; Μήπως είναι κάποιο ιερό τέρας τελικά; Η βλακεία ως γνωστόν κάνει απλώς κύκλους γύρω από την λογική.
Κάθε επόμενη φορά που ακούω τον δίσκο, καταλήγω στο ότι θα ήταν ίσως αν όχι λιγότερο άβολο, τότε σίγουρα περισσότερο χρηστικό, το να παρουσιαστεί όλη αυτή η προσπάθεια, τουλάχιστον στο κομμάτι που αφορά το μουσικό/ηχητικό αποτέλεσμα (που είναι και αυτό που θα μας μείνει στο τέλος, ό,τι και αν μας μείνει από αυτό), ως κάτι του τύπου ‘ο Παύλος Παυλίδης διασκευάζει Γιάννη Μαρκόπουλο για Παιδιά’.
Δηλαδή να εμφανιστούν αυτές οι διασκευές ως παιδικά τραγούδια, ως προσαρμογές των τραγουδιών του Μαρκόπουλου για παιδιά, κάτι τέτοιο τέλος πάντων, θεωρώ ότι γινόμαστε κατανοητοί πάνω σε αυτό.
Όχι ακριβώς ως Βeatles for babies & Ramones for little children, κάτι παραπάνω από αυτό ασφαλώς. Αυτού του είδους τα εγχειρήματα (με την σειρά τους κι εκεί), είναι περισσότερο παιδικές ασθένειες, παρά παιδικά τραγούδια.
Αλλά όχι ακόμη και ως ο ‘Μέρμηγκας’ του Λοϊζου, που παρότι δεν είναι παιδικό τραγούδι, είναι – και ευτυχώς έχει επικρατήσει πλέον ως τέτοιο- ένα από τα καλύτερα τραγούδια που μπορεί να ακούσει ένα παιδί εδώ και δεκαετίες (και θα είναι για πολλές ακόμη). Κάτι παρακάτω από αυτό.
Σε αυτό το πλαίσιο, της ίσως εξαναγκασμένης, ίσως διαστρεβλωμένης, αλλά πάντως σίγουρα όχι άστοχης και ακόμη πιο σίγουρα όχι άνευ νοήματος, παιδικότητας των επιμέρους αποδόσεων (και της γενικής απόδοσης, θα λέγαμε) του Παύλου Παυλίδη στα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, πολλές από τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις, και αντίστοιχα οι περισσότερες από τις υπερβολές και τις αμετροέπειες, της κάθε πλευράς, ως εκ θαύματος όχι απλώς ατονούν, αλλά παύουν να έχουν λόγο ύπαρξης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τα ‘Γκρεμισμένα Σπίτια’.
Καμία δουλειά δεν είχε βέβαια ο Παυλίδης είτε να αναμετρηθεί με την ερμηνεία του Χατζή, είτε να επιχειρήσει να την μιμηθεί, είτε πολύ περισσότερο σώνει και καλά να κάνει κάτι ρηξικέλευθο πάνω της, σοδομίζοντας ας πούμε το αρχικό τραγούδι, σε μια υποτιθέμενη loud-quite-loud ημιθανή h/c punk απόδοση του, από αυτές που κατά καιρούς ακούμε σε αντίστοιχα τραγούδια μεγάλων συνθετών, από κάτι απίθανα ημεδαπά ανθυποροκ γκρουπάκια.
Τι θα μπορούσε να κάνει; Λίγα πράγματα θεωρώ μπορούν να γίνουν με τέτοια τραγούδια. Κατ’ εμέ κάποια τραγούδια δεν σηκώνουν διασκευή υπό την έννοια του ό,τι και να κάνεις το αυθεντικό θα είναι εκεί και θα σου προτάσσει πάντοτε το μεσαίο δάχτυλο. Το ότι αυτό το πιστεύω βέβαια και για την περίπτωση N.I.N./Hurt/Johnny Cash είναι ενός τρίτου, σε σχέση με τον παραπάνω, παπά ευαγγέλιο (σημειώνω εδώ με την ευκαιρία ότι θεωρώ παντελώς άνευ νοήματος, έως ασόβαρο, το να σχολιαστούν με οποιοδήποτε τρόπο τα όσα ειπώθηκαν από τον Παυλίδη περί δήθεν N.I.N. αισθητικής στον ήχο του δίσκου).
Τι έκανε λοιπόν ο Παυλίδης αναμετρώμενος με τα ‘Γκρεμισμένα Σπίτια’; Το προφανές μέχρι ένα σημείο. Το τρέπει σε ένα τυπικό, χαμηλότονο, μελαγχολικό Παυλιδικό τραγούδι, καλουπωμένο σε βαθμό που ο ανυποψίαστος (στα περί του Μαρκόπουλου) ακροατής δεν διακρίνει πλέον αν στα γκρεμισμένα σπίτια κατοικούν οι εξόριστοι της ζωής ή απλώς κάποιοι ερωτευμένοι σχιζοφρενείς, μελαγχολικοί ή αορίστως σκεπτόμενοι. Για εμένα μέχρι εδώ πολύ καλά. Και ας φεύγουν από το κάδρο οι υπαίτιοι για το γκρέμισμα. Στο κάτω κάτω αν δεν θέλαμε το τραγούδι να θυμίζει Παυλίδη, ας μην φέρναμε τον Παυλίδη να το διασκευάσει.
Από το σημείο και μετά όμως που, επειδή πιθανόν και ο ίδιος ο Παυλίδης διαισθάνθηκε ότι το τραγούδι στα δικά του χέρια χάνει κάτι ή και όλο από το αρχικό του νόημα, το εμβολίζει με ένα εντελώς παράταιρο, και κυρίως παράκαιρο, υποτιθέμενο ραπάρισμα, με το οποίο επιχειρείται με το έτσι θέλω να τοποθετηθεί το νόημα του τραγουδιού στην τρέχουσα ‘γκρεμισμένη’ επικαιρότητα, εν μέσω κλισέ του τύπου ‘τα παιδιά της Αντιγόνης/ερχόμαστε από τον ορίζοντα’ κλπ, γενικώς μια παρεμβολή για γέλια και όχι για κλάματα. Κάπου εδώ το πράγμα γίνεται όντως μια τρύπα στο νερό και θεωρώ ότι αυτό μπορεί να το διακρίνει ακόμη και ένα μικρό παιδί.
Συνεπώς, και ιερά τέρατα υπάρχουν, και ιερά τραγούδια υπάρχουν και από όλα. Και παρότι κανείς δεν θα απαγορεύσει σε κανέναν να τα περιλάβει, να τα φέρει στα δικά του μέτρα και σταθμά, ακόμη και να τα σοδομίσει ενίοτε που λέγαμε, είναι σαφές ότι κάποιες παρεμβάσεις εκθέτουν αυτούς που τις επιχειρούν, περισσότερο από ότι θα τους εκθέσει η οποιαδήποτε δίκαιη ή άδικη κριτική, υπέρ τους ή εναντίον τους.
Το παραπάνω λάθος ο Παύλος Παυλίδης, δεν το κάνει πολλές φορές στον δίσκο. Κατά βάση αφήνει τα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου να υπάρξουν ήσυχα και σχεδόν ανέφελα στον δικό του πλέον κόσμο, και παρότι τα εισάγει σε αυτόν με μία μάλλον προχειρότητα ως προς το τελικό μουσικό αποτέλεσμα, γίνεται κατανοητό ότι αυτή η προχειρότητα είναι περισσότερο προϊόν του ότι από όποιον δρόμο και να το πήγαινε σε αυτό το αποτέλεσμα θα κατέληγε, παρά του ότι υπήρχαν κάποιες προθεσμίες και αιρέσεις, που έπρεπε σώνει και καλά να πληρωθούν στην προσπάθεια αυτός ο δίσκος να παρουσιαστεί ως ένα σύνθετο εγχείρημα και όχι ως απλός ένας ακόμη δίσκος.
Από την πλευρά μου, παρότι αυτό που με ενδιαφέρει πάντοτε και σταθερά, είναι αυτός ο ‘ένας ακόμη δίσκος’, και παρότι ενυπάρχει ήδη μια διαίσθηση ότι αυτός εδώ ο δίσκος όπως δεν καταφέρνει να ακολουθήσει εμένα σε αυτές τις λίγες εβδομάδες ακρόασης, έτσι και δεν θα ακολουθεί για πολύ καιρό ακόμη και τον ίδιο τον δημιουργό του, αλλά θα ξεχαστεί πιο εύκολα από ότι πρόωρα εντυπώθηκε, εν τούτοις στον ίδιο τον Παύλο Παυλίδη αναγνωρίζω μόνο καλές προθέσεις.
Παρένθεση: στο ότι αυτή τη στιγμή τα preorder της έκδοσης σε βινύλιο κινούνται σε ένα εύρος κόστους από τα 38 € έως τα 48 €, δεν αναγνωρίζω κανενός είδους είτε καλή πρόθεση, είτε ελαφρυντικό. Γνωρίζουμε τι γίνεται και με τα εργοστάσια που κόβουν βινύλιο κλπ και με όλα τα γύρω γύρω της ιστορίας αυτής. Αλλά μερικά label, ειδικά εντός συνόρων, καλό θα είναι να συμμαζευτούν κάπως. Κλείνει προσωρινά αυτή η παρένθεση.
Μία πρώτη σκέψη για αυτή την κριτική, και πριν υπάρξουν όλες οι παραπάνω εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, ήταν να περιοριστεί στην παρακάτω φράση, στα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στον εξυπνακισμό και τον αφορισμό :
‘Είναι καλοί τώρα οι Nouvelle Vague;’.
Παρότι δεν προτάθηκε τελικά ως επιλογή, για εμένα (και τον Λουτσέσκου, από ότι μου λέει) οι παραπάνω τέσσερις και δύο λέξεις ίσως τελικά και να συνοψίζουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που έκανε ο Παύλος Παυλίδης με τα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Όχι τυχόν με το να απευθύνονται ειρωνικά απέναντι του ως εξυπνακισμός, αλλά ακριβώς ως το αντίθετο ενός πολυετούς στα ενδομουσικά μας πράγματα αφορισμού. Σαν περίπου αφελές, αλλά όχι ρητορικό, ερώτημα προς όλους εμάς που όλα αυτά τα χρόνια προτάσσουμε τους Nouvelle Vague ως τυπικό παράδειγμα μίας φασόν μπάντας-βιοτεχνίας, που παίρνει τα ψυχωμένα ιερά μας τέρατα και σημεία και τα μετατρέπει σε τροφή για τα ήρεμα θηρία, σε κάτι σαν παιδικά τραγουδάκια δηλαδή.
Μετά από λίγη σκέψη επί των παραπάνω λοιπόν σε δύο πράγματα κατέληξα.
Ναι. Μετά τις διασκευές του Παύλου Παυλίδη στα τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπουλου, οι Nouvelle Vague είναι όντως λίγο καλύτεροι τώρα.
Η αρχική βαθμολογία που στριφογύριζε στο μυαλό μου ήταν μεν κάπως άδικη, αλλά από όποια πλευρά και να το πας, ποτέ ένας δίσκος των Nouvelle Vague δεν μπορεί να περάσει την βάση, όσες μανούβρες και να γίνουν, κάπου σκαλώνει το πράγμα.
4,5
Άρης Καραμπεάζης