Οι Pet Shop Boys έρχονται από έναν κλινικά νεκρό δίσκο, που κυκλοφόρησε ουσιαστικά στο ίδιο δισκογραφικό έτος, όπως και αν οριστεί αυτό, και αυτή η βιασύνη θα μπορούσε εύκολα να τους στείλει χωρίς επιστροφή στο περιθώριο της δισκογραφικής ανυποληψίας, αν λάβει κανείς υπόψη του και το τέλος της σχέσης τους με την Parlophone, μετά από δεκαετίες μίας αμφίδρομα επιτυχημένης και αμοιβαία κερδοφόρας σχέσης. To Elysium είχε δύο-τρία πραγματικά "κακά τραγούδια", από αυτά που με εντυπωσιακό τρόπο απουσίαζαν μέχρι τότε ακόμη και από την "αδύναμη" πλευρά της δισκογραφίας τους και γενικότερα χτυπήθηκε αλύπητα από την αίσθηση του χαμηλότονου που το κατέληξε παντελώς επίπεδο.
Συνεπώς, η πρώτη απολύτως έξυπνη κίνηση ήταν να μην συμπεριληφθεί στο Electric ούτε ένα τραγούδι που να κινείται (έστω και επιτυχώς) στα όρια της τυπικά PSB-ικής μπαλάντας, που όπως έχει δείξει το παρελθόν τους θα είναι είτε αριστούργημα, είτε χασμουρητό, με την πλάστιγγα από ένα σημείο και μετά να γέρνει υπέρ της δεύτερης περίπτωσης. Επιστρατεύεται λοιπόν μία ενήλικη hi-nrg διάθεση, η οποία στηρίζεται κυρίως και με επιτυχία στις ικανότητες του Stuart Price από τη θέση του παραγωγού οι οποίες δεν αμφισβητούνται μεν, αλλά δεν προκαλούν δα και καμία έκπληξη πλέον. Ο ήχος του Electric προσπαθεί να πιάσει τις σπουδαιότερες up tempo στιγμές από το παρελθόν των PSB και να τις μεταφέρει σχεδόν φωτογραφικά στο σήμερα. Και παρότι το άλμπουμ κυλάει ικανά με αυτό τον τρόπο, αυτή η προσπάθεια δεν διαφεύγει από το μυαλό του ενσυνείδητου ακροατή. Το ίδιο είχε επιχειρηθεί και στο Fundamental εννέα -πλέον - χρόνια πριν, αλλά η αποδοχή της προσπάθειας ήταν σχεδόν απαρατήρητη καθώς ούτε ένα classic προστέθηκε από εκείνο το δίσκο στα ήδη υπάρχοντα του ντουέτου.
Από εκεί και πέρα υπάρχει και το ζήτημα του ότι όντως οι PSB του 2013 καλούνται (και θέλουν) να φτιάξουν μία ποιοτική και προσεγμένη μεν, αλλά πάντως απόλυτα προσπελάσιμη και ξεκάθαρα εμπορική μουσική, που η μοίρα της είναι όμως να απευθύνεται πρώτιστα σε τέτοιους ενσυνείδητους και ψαγμένους ακροατές, παρά στις μεγάλες και ανέμελες συνειδησιακά μάζες στις οποίες πάντοτε στόχευαν και κάποτε σαγήνευσαν. Με αυτές τις συνθήκες και ενώ ο στόχος τους παραμένει πάντοτε το τέλειο pop single, λειτουργούν πλέον σε καθεστώς ολοκληρωμένου άλμπουμ, καθώς είναι σίγουρο ότι δεν μπορούν να χτυπήσουν την οποιαδήποτε Rihanna κυκλοφορεί ελεύθερη εκεί έξω, ενώ κάποτε ήταν απόλυτα ικανοί να το κάνουν, λόγω του ότι αυτοί διαμόρφωναν το pop περιβάλλον και όχι αυτό αυτούς. Και επειδή ποτέ δεν δέχτηκαν το τελευταίο, υποδέχτηκαν εδώ και καιρό το μοιραίο. Η pop των PSB παρότι το φλέρταρε απαλά, επέλεξε τελικά να μην χτυπηθεί από το μικρόβιο του αρενμπι, διατήρησε μετά από παλινδρομήσεις την αναλογικότητα της και επί του παρόντος απεκδύεται το σοφιστικέ της πρόσωπο για να σταθεί και πάλι στα πόδια της.
Το 'Love Is A Bourgeois Construct' πέραν από το πατενταρισμένο του τίτλου είναι ένα τραγούδι που στέκεται με άνεση σε οποιοδήποτε από τα σπουδαία τους άλμπουμ και σε αυτό βοηθάει τα μέγιστα και η κοινωνικοπολιτική διάσταση της θεματολογίας του, που έρχεται να θυμίσει ότι οι PSB ποτέ δεν χαζολόγησαν αορίστως ώστε να εμπνεύσουν στίχους του τύπου 'because the music that they constantly play/ it says nothing to me about my life'. Επίσης φιλτράρονται τα φωνητικά με τον απολύτως ορθό τρόπο που έδωσε στο παρελθόν τα σπουδαιότερα των anthem τους, το θέμα στα πλήκτρα είναι υποφερτά ανόητο και τα σαρδόνια χορωδιακά φωνητικά περιορίζουν τις πιθανότητες να μετατραπεί ένα pop τραγούδι σε μία αχρείαστη pomp όπερα. Παρακάτω παίρνουν και ένα ανυπόληπτο τραγούδι του Bruce Springsteen (The Last To Die) και σχεδόν εκθέτουν το ροκ των σταδίων καθώς προσπαθεί να ακουστεί λυτρωτικό και απεγνωσμένο.
Μια μικρή παραφωνία ομοίως απεγνωσμένης να ακουστεί up to date και ενοχλητική ως δήθεν electronica είναι το αμέσως επόμενο Shouting In The Evening , δηλαδή 3' και 36'' κατά τα οποία παραμελείται το γεγονός ότι η ηλεκτρονικότητα ήταν μέσον και όχι αυτοσκοπός στον κόσμο των PSB. Άμεσα στο Thursday γίνεται αποκατάσταση αυτής της αδικίας και όχι τυχαία αυτό είναι και το καλύτερο τραγούδι του δίσκου. Το τραγούδι στο οποίο οι PSB εντοπίζουν και πάλι με εξαιρετική διαύγεια πνεύματος την φαινομενικά ασήμαντη εκείνη στιγμή στην καθημερινότητα του καθενός, η οποία όμως αυτή και μόνο επιδρά τελικά με κρίσιμο τρόπο στην συνολική του ψυχολογία. Το βράδυ της Πέμπτης και η υπόγεια σχέση του με την ζωή που ξεκινάει και τελειώνει στα όρια του Σαββατοκύριακου ήταν μία πολύ ιδιόμορφα σοβαρή υπόθεση για να μην την εξετάσουν ενδελεχώς οι PSB, οι οποίοι έγκαιρα υπογράμμισαν την ουσιαστική μελαγχολία του συνδρόμου "κάθε μέρα χαμαλίκι/και το Σάββατο Τσαλίκη". Ακόμη και το άκομψο ραπάρισμα στη μέση του τραγουδιού είναι χαρακτηριστικό της εμμονής του ντουέτου να μην απασχολείται με το τέλειο, ακόμη και όταν προσεγγίζει αυτό.
Στο παρελθόν είχα καθιερώσει την προς τα πάνω στρογγυλοποίηση αναφορικά με την βαθμολογία των δίσκων των PSB. Η αμηχανία που έφερε αυτό το πολυετές κενό στην πραγματική δημιουργικότητα τους, με αναγκάζει να ξεκινάω πλέον από χαμηλά και να βρίσκω αφορμές για να προσθέτω. Το Electric θα ήταν αστείο να ισχυριστούμε από τώρα ότι αποτελεί επανεκκίνηση, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να διαψευστεί πολύ εύκολα από τα γεγονότα. Ως κατάθεση εκ μέρους των δημιουργών ανασύρει κύρια τις μνήμες του Very, όπου και εκεί με έναν ατόφια dance pop δίσκο, έστω και με άκομψες εξάρσεις, προσπάθησαν και πέτυχαν να μην τους εξαφανίσει η νέα δεκαετία (και εκείνο είχε κυκλοφορήσει στο τρίτο έτος της δεκαετίας - 1993/ 2013). Πλέον οι βετεράνοι κάθε είδους και υπόληψης καταφέρνουν και καταπίνουν τις δεκαετίες μέσα από ζωντανές εμφανίσεις, ρετροσπεκτίβες και αναδρομές σε όλη τη δισκογραφία τους δίσκο προς δίσκο. Οι PSB έδειξαν διάθεση και δόντια για να παραμείνουν ζωντανοί στο παιχνίδι της δημιουργίας και κατ' αρχήν δείχνουν να το πετυχαίνουν. Και μαζί με αυτό καταφέρνουν και μου ξυπνούν και πάλι την επιθυμία να τους δω live για 5η φορά, ενώ είχα παραιτηθεί από την ιδέα για κάτι τέτοιο. Θα έχουμε νεότερα το λοιπόν.