Super
Δεν μπορεί να είναι κακός ένας δίσκος με τόσο ωραίο τίτλο και εξώφυλλο. Του Άρη Καραμπεάζη
'Εξαιρετικά δύσκολο να είσαι οι Pet Shop Boys στα μέσα του 2016'. Σαχλαμάρες. Το εξαιρετικά δύσκολο στα μέσα του 2016 είναι να είσαι αφενός οπαδός των Pet Shop Boys, αφετέρου να χρειάζεσαι να γράψεις και κάτι για το νέο τους δίσκο (ΟΚ, ξέρω ότι υπάρχουν πρόσφυγες εκεί έξω και δίπλα μας στα μέσα του 2016, αλλά με τέτοια πολιτική ορθότητα δεν προχωράει η τέχνη, και πολύ περισσότερο η pop). Το τι χρειάζεται ο καθένας να αισθανθεί, να σκεφτεί, να πει και να γράψει με την κυκλοφορία ενός νέου δίσκου, σε εποχές που η κυκλοφορία νέων δίσκων είναι ο αδύναμος κρίκος της ενασχόλησης με τη μουσική, συνιστά παράγοντα προσωπικών του κυρίως εμμονών και περιορισμών, και λιγότερο συναρτάται με τις διαθέσεις του υποκειμένου της κυκλοφορίας.
Τα πράγματα για τους PSB και αυτή τη φορά μοιάζουν να είναι ξεκάθαρα, ανεξάρτητα αν αυτή η καθαρότητα αποβαίνει υπέρ ή εις βάρος του τελικού αποτελέσματος. Το SUPER είναι ένας δίσκος με ανόητο τίτλο, ανόητο εξώφυλλο και τουλάχιστον 30 λεπτά ειλικρινά ανόητης μουσικής, από τα συνολικά 46, κατά τα οποία ολοκληρώνεται η προσπάθεια του ντουέτου να αποδείξει ότι η έννοια του intelligent (πόσο μάλλον αυτή του ευφυούς) είναι μάλλον υπερτιμημένη αρετή της pop μουσικής. Για να το καταφέρουν φτάνουν μέχρι το σημείο του να αποκηρύξουν και αυτή την ίδια την pop μουσική, και ενώ μέχρι προχθές σε διάφορες συνεντεύξεις τους, σε έντυπα που την αντιμετωπίζουν σαν κάτι ελάχιστα πιο σύνθετο από το πείραμα του σερν, δηλώνουν απερίφραστα ότι ο καημός της ζωής τους ήταν να βρουν κάπου μέσα τους, να γράψουν κάπου γύρω τους, να ηχογραφήσουν στα μέρη τους και να κυκλοφορήσουν παραέξω το τέλειο pop τραγούδι.
Πλέον αντιμετωπίζουν με θεμιτό φλέγμα την πιθανότητα να το έχουν κάνει ήδη, και παραδίδουν έναν δίσκο που κηρύσσει την απόλυτη επιστροφή στην συνειδητά ασυνείδητη club μουσική και αισθητική των 90s (τόσο αυθαίρετο, όσο ακούγεται με την πρώτη ανάγνωση). Μία μουσική αόριστου χρηστικότητας, ακόμη και στον πραγματικό χρόνο παραγωγής και κατανάλωσης της, που σκονίζεται στα πιο ψηλά και απόμερα ράφια της σιντοθήκης μας, για να μην την βλέπουμε ούτε εμείς, διασκορπισμένη όπως είναι σε ανυπόληπτες συλλογές με περιοδικότητα εμφάνισης του ίδιου τραγουδιού το 1,5 CD και βγάλε. Ομοίως και για τους τραγουδοποιούς που ισχυρίζονται ότι έγραψαν σε μία ώρα και μία ανάσα από τον Ακάθιστο Ύμνο μέχρι το Like A Rolling Stone. Οι PSB στο SUPER ακούγονται σαν να έχουν ηχογραφήσει αυτό ακριβώς που τους κατέβηκε στο κεφάλι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το ηχογράφησαν, αδιαφορώντας για το αν θα θέλουν καν να το ακούσουν την επόμενη ημέρα. Τα πράγματα βέβαια είναι σαφές ότι δεν έγιναν ακριβώς έτσι, αλλά το σωστό θα ήταν να έχουν γίνει.
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά τα ανάξια λόγου, για τα οποία έχουμε ήδη σκεφτεί, πει και γράψει περισσότερα από όσα θα έπρεπε, πρόλαβαν και μας "ξεγέλασαν" με το 'The Pop Kids', ένα κατά τα λοιπά υπέροχο τραγούδι, με ελεγχόμενα ειλικρινή αυτοβιογραφική αποτίμηση των προθέσεων τους σε βάθος χρόνου, που θα έπρεπε να είσαι πολύ καχύποπτος μαζί τους για να υποψιαστείς ότι προετοιμάζει το έδαφος για έναν δίσκο, στη διάρκεια του οποίου το τελευταίο πράγμα με το οποίο απασχολούνται οι δημιουργοί του είναι η συντήρηση της υστεροφημίας τους.
Πρόσκαιρα δε, προκαλούνται και πάλι δεύτερες σκέψεις περί της πλήρους αποτυχίας του δίσκου, καθώς το 'Twenty- Something' (με προκλητικά παρεμφερή 8-bit κεντρική ιδέα με το 'Περίπτερο' από την 'Καλλιθέα' του Φοίβου Δεληβοριά), υπερτονίζει ακόμη και από θέση αδιαφορίας την ικανότητα τους να προκαλούν υψηλές συγκινήσεις εστιάζοντας σε ευτελείς και κυρίως αφόρητα κοινές για όλους καταστάσεις :' twenty something/good as new/ expectations/ got a few/.... you are twenty something/ join the queue', για να ταυτιστούν τόσο ο Άγγλος προλετάριος που το εκπαιδευτικό σύστημα τον οδηγεί να γίνει ροκ σταρ αν θέλει να σωθεί, όσο και ο Έλληνας αυριανός αριστούχος απόφοιτος της Ιατρικής, που η κρίση θα τον στείλει στην Αγγλία για να συναντήσει τον πρώτο κλπ.
Οι Neil Tennant και Chris Lowe πιθανολογείται ότι είναι έξυπνοι άνθρωποι. Αυτός δεν είναι ένας καλός δίσκος των Pet Shop Boys, αλλά είναι ένας δίσκος που με έξυπνο τρόπο μας καλεί να αναθεωρήσουμε το σύνολο της προηγούμενης δισκογραφίας τους και να αναρωτηθούμε αν - παρά τα όσα έχουμε ισχυριστεί κατά καιρούς - (κυρίως με την ασφάλεια της πρωθύστερης αποτίμησης, μεγάλο όπλο στα χέρια της εμπορικής pop στη σχέση της με τους δήθεν σοβαρούς αποτιμητές της, που πλέον και αυτό έχει χαθεί για πάντα) υπήρξε πράγματι κατά το παρελθόν ένας πραγματικά καλός δίσκος των Pet Shop Boys, ή αν τελικά το ζητούμενο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό κάθε φορά. Η αλήθεια είναι ότι και πραγματικά καλοί δίσκοι υπήρξαν (ίσως και ασυνείδητα) και το ζητούμενο ήταν όντως αλλού (ομοίως). Ο χρόνος όμως, που εκ του αντιστρόφου τους φέρθηκε καλά πριν από δεκαπέντε χρόνια, τους εκδικείται αντίστροφα τώρα που επιστρέφουν σε αυτόν με κάθε άλλο παρά δημιουργικές διαθέσεις. Όχι τους ίδιους δηλαδή, τη μουσική τους.