Grace / Wastelands
"I am necessity, base of the recipe" τραγουδάει το τζιμάνι που μαστούρωνε με την γάτα του. Το αγόρι που κανόνιζε και κέρναγε την Kate Moss, το αγγλάκι που λατρεύει τον Oscar Wilde και που παράτησε τα έδρανα της Οξφόρδης για τα έδρανα των δικαστηρίων, το χαμένο κορμί που σε χαλεπούς καιρούς τραγούδαγε ακόμα και σε γάμους για 100 δολάρια.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε, ότι πήγε να χτυπήσει στα όπισθεν τατουάζ την λέξη Wastelands, και πονώντας έμεινε η σύνθετη στη μέση. Έτσι, αν του πέσουν τα παντελόνια, στη μεγάλη μαστούρα, -διόλου απίθανο- ο απ' αυτός του θα γράφει "Waste", σκουπίδι δηλαδή. Ομολογώ ότι θα μου ήταν πολύ εύκολο να του περάσω την ταμπέλα από τον πισινό στο κούτελο, αλλά δεν με αφήνει. Όχι ότι κάνει κάτι το τρομερό, μονάχα να που είναι τόσο αντιπαθητικός που θα πήγαινες για μπύρες μαζί του αν είχε μαζί του την κιθάρα του, φωτογραφίες από την πρώην φιλενάδα του, το τετράδιο που κρατάει τα στιχάκια του και φυσικά τη γάτα του.
Στην πρώτη solo δουλειά, μετά τους Libertines και τους Babyshamples, o Peter -όπως θέλει να τον αποκαλούν πια, τώρα που έχει μεγαλώσει και μυαλό δεν έβαλε- έχει διάθεση να ξεβρακωθεί, ακόμα και αν φανεί το "Waste" που έχει μαρκάρει στο κορμί του.
Μαζεύει το διόλου κακό παρεάκι του, συλλέγει τα στιχάκια που σκάρωνε το τελευταίο καιρό και κάποια καταφέρνει να τα μετατρέψει σε ολοκληρωμένα τραγουδάκια, πέραν από μουσικά σκετσάκια.
Αποδυναμώνει όσο αντέχει, το rock'n'roll βιρτουόζο προσωπείο του, αφήνει τον Stephen Street (Blur, Morrissey, Kaiser Chiefs) να κάνει κουμάντο στο στούντιο, τον Graham Coxon να παίζει με τις κιθάρες και αυτός έρχεται στο σπίτι σου. Μπαίνει από το παράθυρο, σαν λονδρέζικη βροχή (I am the Rain). Δεν σε μουσκεύει, αλλά καταφέρνει, το σκατόπαιδο, να σε κάνει να μοιραστείς κανένα υπόστεγο μαζί του. Φτιάχνει ατμόσφαιρα ακουστική και λέει τραγουδάκια με ψιλο-τροβαδούρικο ύφος και εξομολογητική ψευτοδιάθεση, την ξενερωσιά της οποίας την ξεπερνάς. Γιατί ούτε αυτόν φαίνεται να τον νοιάζει, η λύτρωση, η πραγματική. Η εξομολογητική διάθεση μένει εκεί ως σκηνοθετική άποψη, που ταιριάζει και στη λιτή, κυρίως ακουστική, μουσική ατμόσφαιρα.
Στο "Sweet by and by" αναρωτιέσαι από την αρχή τι κάνει ο αχώνευτος μπαγάσας. Ψευτοjazzίζει για εφέ; Αλλά το αγαπάς τούτο τραγουδάκι για όλα τα "earliest shows when we used to go", για τα γλυκά πνευστά του και γιατί το κουνάει το ποδαράκι. Στη φωνή του λείπουν οι ελιγμοί του φιδίσιου δρόμου που περιγράφει στο Palace of Bone. Ενώ το Last Of The English Roses, μπορεί και να το έχει ήδη ζηλέψει ο Damon Albarn -τροφή για τα πιθήκια του. Σε όλα τα άλλα, τα συναισθήματα μπλέκονται χωρίς καμιά ιδιαίτερη πολυπλοκότητα, αλλά ούτε και υψίστη απλότητα. Υπάρχουν όμως στιγμές που τα συναισθηματικά, λυρικά στιχάκια του Peter και τα κολλητικά choruses σχηματίζουν ρηχά ρυάκια που ακόμη και αν δεν μπορούν να σε παρασύρουν, μπορεί να σε αναγκάσουν να γλιστρήσεις. Η μελανιά από το πέσιμο θα φύγει γρήγορα, όπως και ο λεκές από το τζιν. Άλλωστε ποιος ζήτησε να σου χτυπήσει τατουάζ;
Lend an ear to: Sweet by and by