Black boulder
"Μαύρος ογκόλιθος" απ'τον Carsten Aermes. Dubstep and beyond... Του Πάνου Πανότα
Κανονικά, θα βόλευε να τελειώσουμε με το ότι το "Black Boulder" είναι ο με άνεση κορυφαίος δίσκος του Carsten Aermes και ήδη στους αναφαίρετους του τοπ μιας χρονιάς όπου οι δυσοίωνες μνημονιακές προβλέψεις θέλοντας και μη υπονομεύουν όλες τις άλλες.
Ίσως πιο πριν να 'χαμε ασχοληθεί, προαιρετικά, και με τα λίγα μυστήρια που συνδέονται μ' αυτόν τον παρολίγον Ανατολικογερμανό: την τελεία - κράχτη στην υπογραφή του, τη συναναστροφή του με τον Sascha Ring (Apparat, Moderat), τα κενά αναμεταξύ των τριών δίσκων του σε πάνω από δέκα χρόνια ενεργού μουσικού βίου και δισκογραφίας.
Σε καιρούς, όμως, που το κορμί μας τσακίζεται απ' την καθιστική ζωή απ' τη μια κι ελέω λαϊκού αισθήματος δεν ακούγεται καλός λόγος για τους Γερμανούς απ' την άλλη, η διαπίστωση πως ο Phon.o δίνει ένα μεγαλούργημα που λειτουργεί αυτοδύναμα είναι ισχυρότατη από μόνη της. Ισοσκελίζοντας στα τάσια της τευτονικής ζυγαριάς του το ρυθμό με την αρμονία, ειδικά την τελευταία περισσότερο από ποτέ αφότου ξεκίνησε το '01. Δεν κάνει κάτι καινούργιο, και μάλλον τον έχουν καλύψει και του λόγου του τα kraut 70s. Ωστόσο τούτο το μπόλιασμα δεν το 'χε ξαναδουλέψει έτσι, με τόσο εμπνευσμένη ευφράδεια.
Πέρασαν επτά χρόνια απ' το "Burn Down The Town", τότε στις Shitkatapult/ Tigerbeat6, διάστημα που υπερβαίνει σε μέγεθος τις μέρες της παρακμής της Amy Winehouse (που ούτως ή άλλως ήταν αμέτρητες), και σ' αυτό ο Aermes εμφανώς ανέβασε αρκετά ψηλότερα τη δεξιότητά του. Πλέον, γράφει με την πολύπλοκη αλλά και λεπτή ισορροπία τού να διαπερνά με σχέδιο και άποψη τον ήχο του βρετανικού dubstep με το βαθύ techno/ electro της βερολινέζικης σχολής.
Κοντολογίς, είχαμε καιρό να εντοπίσουμε ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ που βγάζοντάς του ακτινογραφία να βλέπουμε μέσα του τραγούδια σε αδρή μελωδική συνοχή. Έντεκα, κι ας πληρούν μόνον τα δύο τον απλό όρο - πρόκριμα, να 'χουν στίχους και φωνή δηλαδή. Κι όσο πληθαίνουν οι επαναλήψεις στο αφτί, τόσο γίνεται αντιληπτό ότι η παρούσα γνωμάτευση είναι κομμάτι μιας πιο σύνθετης μεγαλύτερης, ότι εδώ έχουμε ένα δείγμα για το πώς θα μπορούσε να ωριμάσει ένας τέτοιος δίσκος κι όχι για το πώς συνήθως παρασκευάζεται.
Επίσης, χρειάζεται να εκθειαστεί ιδιαίτερα κι η μοναδική οργανική του φυσικότητα, η οποία πείθει κάθε υποψιασμένο και μπερδεύει κάθε δύσπιστο, το γνωστό έπαθλο της πληθωρικής τεχνοκρατίας. Μπαίνοντας π.χ. το "Nightshifts" και μόλις πιαστεί η έκταση της εισαγωγής του διακρίνονται ήχοι από ξυλόφωνο κι οι βαθύτερης διάστασης απ' τα τομ του ντραμ σετ. Όλοι, εντούτοις, προέρχονται από εφέ κι από MIDI. Το ίδιο γίνεται και σ' άλλα σημεία. Αν τα γεφυρώσεις όλα μαζί προς το "Hope Light", προκαλείς σε δοκιμασία τη φαντασία με εξελίξεις που δεν μπαίνουν σε προγνωστικά.
Κι αφού αναφερθήκαμε εμμέσως στα κατά νόμον τραγούδια του cd, να κατονομάσουμε τουλάχιστον όσους καλεσμένους στήθηκαν στο μικρόφωνο, τηρώντας τις ίσες αποστάσεις, έστω κι αν εν προκειμένω το δίκαιο δεν ισχύει επακριβώς. Ο Tunde Olaniran, λοιπόν, κι ο Fabian Fenk (o Pantasz των Bodi Bill) έκαναν τη δουλειά, με το "Twilight" να εκτοξεύεται στις πολύ ξεχωριστές στιγμές του '12 συνολικά.
Κάποτε, με το διανοουμενισμό της εφηβείας μας αλλά και λίγο αργότερα, είχαμε ερωτήσεις για κάθε επώνυμο του παρελθόντος. Για τον Jim Morrison αν είχε κέφι η απέναντι πλευρά, για τον John Lennon αν κατέληξε κάπου ονειρευόμενος την ειρήνη, για τον Ian Curtis μία που κόλλησε στη σκέψη και δεν τη διατυπώσαμε... Με τα χρόνια πάψαμε να ασχολούμαστε με το επέκεινα, χαλαρώσαμε και δώσαμε πιο πολύ νόημα στη δική μας επιθυμία και στους ζωντανούς. Οπότε ό,τι καταλαβαίνουμε όταν η ακουστική γίνεται δασκάλα και καθοδηγήτρια ορίζει κι ένα μέρος της προσωπικής μας φαντασμαγορίας. Ένα τόσο δα άσπιλο νόημα είναι που κάνει ασυναγώνιστο must το "Black Boulder". Ένα νόημα που πασχίζεις ματαίως γιατί όσο παίζει το άλμπουμ ολότελα δεν το κυριεύεις ποτέ.