Αν αυτό το CD κυκλοφορούσε πριν από δέκα χρόνια, δεν θα υπήρχε περίπτωση να μας απασχολήσει. Μέσα στα 90s όμως έγιναν διάφορα. Κάτι η αναβίωση του lounge από συγκροτήματα όπως οι Combustible Edison, κάτι οι συνεργασίες σημερινών pop stars (από εντελώς ανυπόληπτους μέχρι καθ' όλα αξιοσέβαστους) με αντίστοιχους προχθεσινούς από το χώρο του easy listening (Elvis Costello - Burt Bacharach, Bono - Sinatra, Κωνσταντίνος Β - Πόπη Αστεριάδη), κάτι η μεγάλη επιτυχία του Reload όπου η μισή σημερινή σκηνή συνόδεψε τον Tom βαψομαλλιά Jones (όποιος ισχυριστεί ότι δεν χόρεψε με το Sex Bomb είναι ψεύτης, εκτός κι αν δε χορεύει με τίποτα) κάτι και οι διάφορες επανακυκλοφορίες τέτοιου υλικού από τα 50s και 60s που τράβηξαν την προσοχή πολλών του «χώρου», το lounge μπήκε με διάφορες μορφές (π.χ. exotica) στη ζωή μας και η lounge lizard (καμιά σχέση με το group του Lurie) ξύπνησε μέσα σε πολλούς.
Οι συμπαθείς Pink Martini είναι μια δωδεκαμελής μπάντα από το Portland, Oregon (πατριωτάκια του Greg Sage!) με έναν τραγουδιστή και μια τραγουδίστρια. Το υλικό τους, όπως βλέπετε στους τίτλους, είναι κυρίως μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος, και ακόμη έχουν δύο δικά τους που υπογράφουν ο πιανίστας και bandleader Thomas M. Lauderdale και η τραγουδίστρια China Forbes και μια διασκευή σε θέμα του Σοπέν! Πνευστά, έγχορδα και κρουστά (τέσσερεις από τους δώδεκα σ' αυτά) παίζουν τα κομμάτια άψογα και δίνουν χώρο στους τραγουδιστές για ρεσιτάλ. Το αποτέλεσμα όμως, όσο αξιοπρεπές και να είναι, είναι εντελώς ορθόδοξο, αποστειρωμένο και εύπεπτο. Στον κόσμο των Pink Martini έννοιες όπως πειραματισμός, θόρυβος, ανατρεπτικότητα και ειρωνία που κάνουν τη διαφορά από τις ορχήστρες που παίζουν στα ξενοδοχεία, δεν έχουν καμία θέση, οπότε το μόνο που μένει είναι ένα προϊόν για όλη την οικογένεια, κάτι σαν απαλό σαμπουάν. Λεπτομέρεια: το Ποτέ την Κυριακή τραγουδιέται στα... ελληνικά, είτε από πίστη στο πρωτότυπο είτε σαν αξιοπερίεργο ημιεξωτικό άκουσμα. Και εμείς οι έλληνες είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι όταν μας αντιμετωπίζουν σαν γραφικούς ιθαγενείς. Ακόμα θυμάμαι τα γιουχαίσματα και τις μούντζες που έφαγε ο Brian Ritchie όταν πήγε να το παίξει στο Αργώ γύρω στο '90.
Τώρα τι βαθμό να βάλω σ' αυτό το δισκάκι; Αν το εξετάσεις σαν έργο τέχνης με το κριτήριο ότι τέχνη είναι αυτό που προκαλεί διανοητικά τον ακροατή, είναι εκτός βαθμολογικής κλίμακας προς τα κάτω. Σαν easy listening album πάλι, η αισθητική του αξία είναι αρκετά ψηλά. Φαντάζομαι όμως κάποιον εκτός lounge κλίματος να βλέπει μόνο το βαθμό και μετά να το ακούει, και λέω άσε καλύτερα. Ακατάτακτο.