Δεδομένης και της πολυλογίας μου, αυτό το review θα έχει περισσότερες λέξεις από όσες συνολικά αφιέρωσαν στο τελευταίο άλμπουμ των Placebo το Uncut, το Q, το Mojo και δύο τρία ακόμη "μεγάλα" αλλοδαπά περιοδικά μαζί. Έξω βλέπετε τους έχουν ρίξει από καιρό στην κατηγορία "εφημερεύοντα φαρμακεία", ενώ από την άλλη τα ελληνικά μουσικά έντυπα παλεύουν για το ποιο είχε στο τεύχος Απριλίου την "πιο αποκλειστική" συνέντευξη τους.
Η νευρώδης pop (ή αν προτιμάτε το τρυφερό goth...) που καθιέρωσαν προ δεκαετίας οι Placebo ως αντίδοτο στην -σταθερά διαφαινόμενη- μαλθακοποίηση της brit pop, συνεχίζει να τρέχει ως το τέλος, τη στιγμή που συγκροτήματα των οποίων τα μέλη έχουν σχεδόν τα μισά χρόνια του Brian Molko κάπου στη μέση του άλμπουμ βαριούνται, λαχανιάζουν, απογοητεύονται και οι ίδιοι με τις ικανότητες τους και κόβουν το νήμα ασθμαίνοντας. Με το 'Meds' καταλογίζεται για πολλοστή φορά στους Placebo η δημιουργία του ιδανικά ραδιοφωνικού εναλλακτικού ροκ άλμπουμ της χρονιάς.
Τα τρίλεπτα των Placebo γεμίζουν και πάλι με ημι-παράνομα ηρεμιστικά, με ταλαιπωρημένους έρωτες και με απώλεια χωρίς οδυνηρές συνέπειες για το ακροατήριο τους. Ο Brian Molko είχε το μυαλό κάπου στα μέσα των mid-90s να αντιληφθεί ότι ο πόνος είναι το ισχυρότερο συστατικό της pop, ακόμη και όταν απουσιάζει η έμπνευση. Το εναρκτήριο 'Meds' για παράδειγμα με δολοφονική ακουστική κιθαριά να κρατάει το ρυθμό, με την τύπισσα από τους Kills να υπενθυμίζει -σχεδόν σαρκάζοντας τον- στον Brian να πάρει τα φάρμακα του και με το αναμενόμενο ελαφρώς βιομηχανικό νταβαντούρι λίγο πριν το τέλος... δεν αφήνει περιθώρια αντίδρασης. Οι Placebo γράφουν και ξαναγράφουν το 'Every you & Every me', το 'Special K' και το 'Bitter End'... και κάθε φορά κάτι προστίθεται με σοφό τρόπο στις τσιρίδες του Molko και στους κιθαριστικούς συναγερμούς, για μην παραπονιέται κανείς για την εξαθλιωμένη επαναληπτικότητα των συνθετικών τους ορμών.
Αξίζει να είσαι γύρω στα 17... να ανακαλύψεις για πρώτη φορά τους Placebo με το 'Meds' ή ακόμη και το ροκ με τους Placebo. Γιατί ταυτόχρονα ανακαλύπτεις και την αναπόφευκτη ευτέλεια αυτού, ουσιαστικό συστατικό της γοητείας του. Μετά και από αυτό το άλμπουμ οριστικά πλέον ο Brian Molko αποδεικνύεται υπερβολικά επιφανειακός και ταυτόχρονα απερίσκεπτα ψεύτικος για να μπορούσε δήθεν κάποτε να επιβιώσει ως διαρκές μέλος μιας οποιασδήποτε underground elite. Έπρεπε να χωθεί στο καζάνι του mainstream για να αναδειχθούν οι ιδιόμορφες αρετές του.
Τον ακούς στο 'Broken Promise' να υποδέχεται στον θεωρητικά διαταραγμένο κόσμο του τον Michael Stipe και έχεις μπροστά σου τους δύο πιο γκρινιάρηδες ρόκερ του κόσμου σε ιδανική συνεύρεση. Όπως στα τραγούδια των REM, έτσι και σε αυτά των Placebo ποτέ και τίποτε δεν πηγαίνει καλά. Πάντα οι δυο τους περιμένουνε κάτι να γίνει... εν προκειμένω περιμένουνε παρέα, σε ένα ντουέτο που το χρωστούσαν αμφότεροι στο κοινό τους εδώ και πολλά χρόνια.
Ηχητικά έχουν επιτέλους κατασταλάξει σε αυτόν τον ηθελημένα ενοχλητικό electronica-rock ήχο, που τους επιβάλλει ο Dimitri Tikovoi (βλέπε και τα περί του άλμπουμ των Trash Palace), με σαφώς πιο ευπρόσδεκτα αποτελέσματα από τον καιρό που φορτώνονταν με άχρηστες κιθάρες επί κιθαρών και μετάλλιζαν επικίνδυνα τις σκοτεινές τους ευαισθησίες.
Το πέμπτο κατά σειρά άλμπουμ των Placebo σηματοδοτεί εκ νέου την οριστική απελευθέρωση του εναλλακτικού ροκ στις mainstream συνειδήσεις και αντίστροφα... Μαζί με τους Franz Ferdinand και χωρίς την ανάγκη αρωγής από εξυπνάδες του τύπου Arctic Monkeys, οι Placebo ανοίγουν και πάλι για τα καλά την κουβέντα περί του κατά πόσο το ροκ μπορεί να είναι στιβαρό και επιδραστικό όταν επιμένει να βρίσκεται εκτός του κυρίου ρεύματος.
Κάπου από μακριά τους κοιτάει ο Morrissey με την αύρα του πραγματικά προικισμένου και την ανωτερότητα της διαφορετικότητας του, που δεν του επιτρέπει να παίρνει μέρος σε τέτοιου είδους διαδικασίες...