Οι Porcupine Tree δεν ξεκίνησαν παρά ως ένα ανεπίσημο side project, του πολυπράγμονος Steven Wilson ο οποίος παίζοντας όλα τα όργανα ηχογράφησε τις πρώτες πειραματικές του απόπειρες στα "On the Sunday of Life", "Up the Downstair" και "Voyage 34". Το ταξίδι όμως έμελλε να ολοκληρωθεί με την επίσημη συμμετοχή στο γκρουπ, του Richard Barbieri από τους Japan στα πλήκτρα, του μεγάλου Colin Edwin με τις ογκώδεις, ρυθμικές και απόλυτα μελωδικές μπασογραμμές και τους ευρηματικούς ρυθμούς του βιρτουόζου Chris Maitland στα ντραμς. Η τεχνική και εγκεφαλική τους συμμετοχή στις ιδέες του Wilson εκτόξευσαν την ατμοσφαιρικότητα του συγκροτήματος στα "The sky moves sideways" και "Signify", σε επίπεδα που άνετα θα μπορούσαν να συγκριθούν μ'αυτές των Pink Floyd. Και φυσικά δεν αποτελεί ιεροσυλία ένας τέτοιου είδους παραλληλισμός, αφού με κάθε τους βήμα οι PT αποδεικνύουν ότι έχουν αφομοιώσει με σεβασμό τη μουσική των Floyd περνώντας από όχθη σε όχθη τα δικά τους εφευρήματα, επεκτείνοντας τα σε απέραντα και απρόβλεπτα ηχοτοπία. Και ούτως ή άλλως, μη μου πείτε ότι σήμερα γνωρίζετε πολλούς που να μπορούν να αντικρίσουν και να χρησιμοποιήσουν με διακριτικότητα την μουσική των Pink Floyd; Πολύ θα το ήθελαν βέβαια οι Archive και οι Scissor Sisters αλλά...
Για να μην υπάρχει καμία παρεξήγηση λοιπόν, δεν είναι λίγες οι φορές που οι PT έχουν καταφέρει να ορίσουν τις νέες συντεταγμένες του ψυχεδελικού ροκ, επινοώντας, συλλαμβάνοντας και μεταδίδοντας μοναδικές ατμόσφαιρες και εικονικές μετακινήσεις, πείτε το διάστημα ή ότι άλλο φαντάζεστε, σε μέρη χωρίς γυρισμό!
Αλλάζοντας εταιρεία από την Delerium στη Lava (Atlantic), οι PT ήταν ολοφάνερο ότι επιδίωξαν μια μαζικότερη απήχηση, αλλάζοντας τον ήχο τους και κάνοντας ένα μέρος του κοινού του να δυσανασχετεί με αυτή τη νέα κατεύθυνση. Οι PT έφτασαν στην επίτευξη του πρώτου, αφού κατάφεραν με το νέο τους άλμπουμ να μπουν για πρώτη φορά στην ιστορία τους στα Βρετανικά και Αμερικανικά chart και να γίνουν νούμερο 8 στην Πολωνία (γιατί όχι, πρωινό ξύπνημα με PT...), ενώ συγχρόνως μπόρεσαν να περιορίσουν σημαντικά τους οπαδούς που θα τους απέρριπταν με πρόσχημα την προδοσία.
Το "Deadwing" είναι επηρεασμένο από το concept της υπό κατασκευή ταινίας από τον Steven Wilson, γεγονός που φανερώνεται και από τα πολύ ενδιαφέροντα σχέδια που συμπεριλήφθηκαν κατά την επιμέλεια του artwork.
Οι συμμετοχές από τον κιθαρίστα των King Crimson και τον τραγουδιστή των Opeth, φανερώνουν τη νέα στροφή που είχε πάρει η μουσική τους στο "In absentia" και που συνεχίζεται στο "Deadwing" με χρήση όλο και πιο κλασσικών ροκ φορμών σύνθεσης. Οι κιθάρες διακρίνονται για πρώτη φορά από την εντονότερη και ευτυχώς πιο μαζεμένη και ελεγχόμενη παραμόρφωση και όγκο, γεγονός που υποδεικνύει την στροφή τους σε πιο progressive ακούσματα. Τα Floydικά και πειραματικά στοιχεία υποχώρησαν, με το μέλλοτρο να συνοδεύει σχεδόν κάθε νέα σύνθεση, και το επίμονο πέρασμα των φωνητικών από vocoder να γίνεται για πρώτη φορά τόσο έκδηλο. Μια τέτοια εκτεταμένη χρήση συγκεκριμένων τεχνικών χρωματισμού των τραγουδιών, μέσω τεχνολογικού εξοπλισμού, δεν φαίνεται δυστυχώς να διοχετεύει με φυσικότητα τις συνθέσεις, γεγονός που κάνει το δίσκο να απέχει παρασάγγας απ'το να χαρακτηριστεί κλασσικός.
Όπως όμως κάθε δουλειά των PT, έτσι και το "Deadwing" είναι ένας χιλιοδουλεμένος, εμπνευσμένος δίσκος, στον οποίο σποραδικά υπάρχουν σημάδια πνευματικής αυτοκτονίας, με έντονη την παρουσία του τολμήματος για κάτι εντελώς διαφορετικό προκειμένου να περιπλανηθούν σε νέους τόπους. Οι παλαιότεροι οπαδοί των PT θα λυτρωθούν με αποσπασματικά νοσταλγικές ambient, αλά No Man στιγμές, που ενσταλλάζοντας θα οδηγήσουν στη κορύφωση μιας ενατένισης σε κάτι μη συγκεκριμένο.
Αξίζει πάντως να αναφέρουμε ότι όπως και στον προηγούμενο δίσκο, έτσι και στο "Deadwing" μας έχουν λείψει οι πολυδαίδαλοι ρυθμοί του C. Maitland που θα μετέδιδαν την απαραίτητη ενέργεια προς τέρψη των εσωτερικών και μη, δυνάμεων.
Γενικά, οι PT προσπαθούν ν'αποδείξουν ότι η μουσική τους δεν κυλάει βασανιστικά μέσα σε ανεπιθύμητους κύκλους και η προσπάθειά τους αυτή είναι θεμιτή και τις περισσότερες φορές αποτελεσματική. Ο μύθος των Porcupine Tree έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, χωρίς να μπορεί κανείς εύκολα να τους εκθρονίσει. Ευτυχώς!