Δεν γνωρίζουμε αν είναι αστικός μουσικός μύθος ή πραγματικότητα. Πιο χαρακτηριστική από τις πρόσφατες περιπτώσεις θυμάμαι αυτή του μακαρίτη του Jeff Buckley.
Δημιούργημα όχι των εταιριών, αλλά ενός απροσδιόριστα θαυματουργού D.N.A. που συνδυάστηκε με μία σοκαριστικά πηγαία δυνατότητα έκφρασης. Και όμως..., το γεγονός ότι ουσιαστικά ποτέ δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ του οφείλεται σε μεγάλο μέρος στο ότι θεωρήθηκε σκόπιμο μετά τον θρίαμβο του Grace, ο Buckley Jr να ακούσει και να παιδευτεί πάνω στα κατάλληλα εκείνα πράγματα που θα του επιτρέψουν να εκτινάξει και όχι να συρρικνώσει το ταλέντο του. Ώσπου ο ίδιος χάθηκε πριν από αυτό.
Ο μουσικός προσανατολισμός των εταιριών προς τους καλλιτέχνες, η καθοδήγηση και η εντεταλμένη εκπαίδευση σχεδόν πάντοτε έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Δηλαδή αν βουτήξεις αύριο την Lily Allen στον Stockhausen, μεθαύριο να είσαι σίγουρος ότι δεν θα έχεις ως αποτέλεσμα το ιδανικό crossover της pop με την πραγματική ηλεκτρονική πρωτοπορία. Μάλλον δεν θα έχεις τίποτε δηλαδή, καθώς το "δημιούργημά" σου θα πέσει κατά πάσα πιθανότητα σε αδιέξοδο writer's block.
Ας δούμε τι γίνεται τώρα όταν με ίδια βούληση ο καλλιτέχνης (τσαλα)βουτάει στο έργο των άλλων, προκειμένου να υποβοηθήσει την έμπνευσή του και να απεκδυθεί των άμεσα αναγνωρίσιμων χαρακτηριστικών του. Ή τουλάχιστον όταν ισχυρίζεται ότι αυτό έχει κάνει...
Είτε λοιπόν το εκλάβεις ως μια παρωχημένα μίζερη τεχνογοτθική μούχλα (που πράγματι είναι), είτε σαν μια ανοξείδωτη σκουριά σε αγωγό που μετά από δέκα χρόνια αεργίας ξερνάει άμετρα την συσσωρευμένη του μελαγχολία (που όντως είναι)..., το νέο άλμπουμ των Portishead οφείλεις πρώτα και πάνω από όλα να παραδεχτείς ότι ανήκει σε αυτούς και μόνο σε αυτούς. Όχι στο doom πεδίο στο οποίο δρουν ατάλαντοι επιδειξίες τύπου Om... και άλλα δέκα ανούσια ονόματα, με τα ονόματα των οποίων σε μπέρδεψα πριν το καταλάβεις.
Τότε πώς να εξηγήσεις την αγωνία των ίδιων των δημιουργών που με δίψα μουσικού επαίτη αναφέρουν τις εξεζητημένες μουσικές μεταφορές τη μία μετά την άλλη προκειμένου να στοιχειοθετήσουν ένα αποδεκτό θεωρητικό υπόβαθρο; Αν ψάξεις τις αιτίες στην απόγνωση τριών ανθρώπων (και ενός περίγυρου) που δύο φορές μαζεύτηκαν για να ηχογραφήσουν έναν γαμημένο pop δίσκο, που ούτε αλγεβρικές παρτιτούρες χρειάζεται, ούτε εκτελεστική δεινότητα τύπου πρώτο βιολί στη Συμφωνική της Βιέννης ...για να έρθει εις αίσιον πέρας, και δύο φορές αποχώρησαν με τα χέρια ψηλά, δεν είσαι και τόσο μακριά.
Είναι το Third ένα κουρασμένος δίσκος; Είναι. Και πολύ κουρασμένος μάλιστα. Κατάκοπος στην προσπάθειά του να ακουστεί το βαρύ επαναληπτικό beat του Machine Gun ως προϊόν διάνοιας και όχι νωθρότητας. Εξαντλημένος στα πρώτα δύο λεπτά του The Rip, που καθυστερούν τη μεταμόρφωση ενός τετριμμένου μονολόγου της Beth σε κυλιόμενο φορέα αγωνίας που οδηγείται από σοφά τευτονικά πλήκτρα. Σχεδόν μισοπεθαμένος στο φιάσκο της αναπαραγωγής των παρελθοντικών τοπίων τρόμου στο Magic Doors, που όμως από την άλλη είναι η πιο σωστά ολοκληρωμένη σύνθεση του δίσκου.
Είναι το Third ένας κακός και άχρηστος δίσκος; Ασφαλώς και δεν είναι. Οι Portishead προ δεκαετίας δημιούργησαν -κατά σύμβαση- ένα μουσικό είδος, που μέσα σε δέκα χρόνια κατασπαράχθηκε, αναλώθηκε και καταναλώθηκε περισσότερο από ότι το rock 'n' roll στα περίπου εξήντα της ύπαρξής του. Επιστρέφουν σήμερα και παραμένοντας -παρά τους αντίθετους ισχυρισμού τους- στο ίδιο ακριβώς αυτό είδος που ξεκίνησε με τις πρώτες λυγμικές νότες του Mysterons (ή έστω το πρώτο νεκρό καρέ στο To Kill A Dead Man), αποδεικνύουν ότι στο ενδιάμεσο κανείς δεν έπιασε την τοξικότητα των συναισθημάτων από εκεί που την είχαν αφήσει για να την πάει έστω και πέντε βήματα παρακάτω.
Αν εδώ και κάμποσα χρόνια είχες αρχίσει να εκνευρίζεσαι με την Beth Gibbons, σε προειδοποιώ να μην ακούσεις τίποτε από εδώ μέσα. Ενώ όλος ο γνωστός μουσικός κόσμος προσπαθεί να πετάξει από πάνω του τα κλισέ που του κολλάνε οι τρίτοι, η Beth αναγορεύεται με πάθος στη μία, μοναδική, αιώνια και παντοτινή μοιρολογίστρα της σύγχρονης pop.
Στο Threads ακούγεται σαν να τραγουδάει πεσμένη στα τέσσερα και σέρνοντας μια απροσδιόριστη κατάρα στο πάτωμα του studio. Στο Hunter σαν να απειλείται ότι για κάθε φορά που θα υψώνει τη φωνή της πάνω από το ελάχιστο όριο, θα της κόβουν και ένα δάχτυλο. Αλλά είναι η Beth Gibbons που παίρνει τα πράγματα των άλλων και τα κάνει απολύτως δικά της και σου τα δίνει στα χέρια ωμά και απαίσια για να μην μπορείς παρά να τα λατρέψεις. Αυτό δεν έχει αλλάξει, ξέρεις.
Το τρίτο άλμπουμ των Portishead δεν είναι τίποτε παραπάνω από το τρίτο μέρος μιας τριλογίας που άργησε εγκληματικά να ολοκληρωθεί. Το πρώτο μέρος κάθε τριλογίας είναι αυτό που πάντοτε χαρίζει την αυθεντική συγκίνηση. Τη δεύτερη φορά αφαιρείς κάθε τι περιττό και τελειοποιείς την τεχνική σου. Την τρίτη φορά δεν ξέρεις τι να πεις, αλλά γνωρίζεις πλέον χίλιους δύο διαφορετικούς τρόπους για να το πεις. Όλοι τους γοητευτικοί και ιδανικοί στο να μεταφέρουν το πλέον ανύπαρκτο μήνυμά σου.
Το τρίτο άλμπουμ των Portishead είναι το δικό τους Abbey Road. Ο τεχνητά καλύτερος δίσκος τους, που όμως μεταφέρει τα απομεινάρια και μόνο όλων όσων ειπώθηκαν όταν έπρεπε να ειπωθούν και απέχει μακράν από το να γίνει ποτέ ο πιο σπουδαίος. Είναι η στάχτη που έμεινε από μία πραγματικά σπουδαία φωτιά. Και φυσικά απουσιάζει από εδώ το δικό τους Come Together. Ευτυχώς.
Έχει όμως το We Carry On, το τραγούδι στο οποίο για μία και μοναδική φορά οι Portishead δρώντας ως σύνολο "καθαρίζουν" το ηχητικό τους τοπίο, απομακρύνουν τη σκουριά, τη βρωμιά και την τεχνητή μούχλα για να ακουστούν επιτέλους ατόφιοι, όρθιοι και σχεδόν περήφανοι για αυτό που κάνουν. Ακόμη και η Beth τραγουδάει και μας κοιτάει στα μάτια.
Lend an ear to: We carry on