Να τα πάλι τα παιδιά τα καλά, τα παιδιά τα δικά μας. Σα να ήταν χθες. Τότε που σκουντούσαν την Ευρώπη με το Experience αλλά στα δικά μας εδάφη δέχονταν βροχή από πέτρες κι άλλα ανάλογης σκληρότητας αντικείμενα, στη διάρκεια των συναυλιών τους, από μαινόμενος μεταλάδες! Το 1994 μας ταρακουνούσαν με το Jilted Generation ενώ τρία χρόνια μετά έδιναν την χαριστική βολή με το Fat of the land. Αυτό το έξοχο μείγμα των λεγόμενων big beats με τη βρωμιά των ήχων τους έκανε να αλλαξοπιστήσουν ακόμα και ακροατές που κρατούσαν (σαν άλλοι αναμάρτητοι) τον λίθο εκείνες τις αποφράδες μέρες (ναι γνωρίζω τουλάχιστον δύο)... Πούλησαν εκατομμύρια δίσκους, το χάρηκαν, πιθανότατα πήραν πολλά ναρκωτικά (εγώ δεν ξέρω, δεν είδα), φασκιώσανε κοπελίτσες, ζήσανε τον ροκ μύθο τους βρε παιδί μου.
Έκτοτε; Σιωπή και μούγγα. Μούγγα που διακόπηκε επτά χρόνια μετά, όμως το αποτέλεσμα έδειξε πως ίσως θα έπρεπε να το εγκαταλείψουν το άθλημα όταν έπρεπε. Το Always outnumbered, never outgunned δεν ήταν Prodigy, δεν είχε κέφι, δεν είχε έμπνευση, ο ήχος έμοιαζε ξεπερασμένος. Γιατί λοιπόν ο σαραντάρης πια κύριος Flint και η παρέα του ξαναπαρουσιάζονται μπροστά μας;
Είναι στενάχωρο να βλέπεις καλλιτέχνες που έχεις αγαπήσει στο παρελθόν να προσπαθούν να προσαρμοστούν στο σήμερα χωρίς να έχουν την κατάλληλη παιδεία. Γιατί πιονέροι, πρωτοπόροι οι Prodigy στα 90's, όμως έχουν περάσει 20 χρόνια (μπρρρρ...) και η ηλεκτρονική μουσική είναι αυτή που έχει κάνει πραγματικά τα μεγαλύτερα άλματα και από πλευράς νέων ήχων αλλά και ουσιαστικότερων συγχωνεύσεων ειδών. Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα εξελίξεων λοιπόν, ο καινούργιος δίσκος του Βρετανικού συνόλου μοιάζει μία γραφική καρτ ποστάλ που μας ταξιδεύει νοσταλγικά στο παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο πως οι καλύτερες στιγμές του δισκίου είναι αυτές που θυμίζουν έντονα τα δύο πρώτα albums (Take me to the hospital, Run with the wolves).
Και λοιπόν ρε κυρ Πρόδρομε; Είναι κακό αυτό; Να υπερασπίζεσαι τον ήχο σου, να κρατάς σταθερές; Δεν ξέρω δικηγόρε του Διαβόλου. Πάντα θεωρούσα πως το ατού των Prodigy ήταν το στοιχείο της έκπληξης, εκείνος ο αιφνιδιασμός στον ήχο που σε έκανε να σκεφτείς "ρε, τώρα αυτό πώς το έκαναν;". Πίστευα πως ήταν κάτι πιο πέρα από τη μουσική, ήταν τα προκλητικά video clips, τα ανάλογα κουρέματα, το ανάλογο hype. Τώρα που τα ηνία έχουν πάρει άλλα αγόρια και κορίτσια, ήθελα κάτι πιο δυνατό. Όχι straight μελωδίες που σε 4 λεπτά αισθάνεσαι πως χρειάστηκε πολύς χρόνος για να πούνε ελάχιστα.
Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια... Το αρνούμαι. Υπήρξα θαυμαστής και μάλλον η μελαγχολία κάνει τις λέξεις πιο δυνατές απ' ότι αν τις έγγραφε ένας πιο ουδέτερος παρατηρητής. Σε εκείνου τα αυτιά μπορεί να ακουστούν όλα πιο συμπαθητικά και αν έχει γεννηθεί μετά το 1994 (ναι υπάρχουν και τέτοιοι) να μειδιάσει και να σκεφθεί "καλός αυτός ο ήχος αλλά αντιγράφει πολλά"... Που να ξέρει πως ακούει τους πατεράδες αυτού του ήχου.
Κρατάω το τελευταίο κομμάτι, το Stand Up και λέω πως αν όλα ήταν καλά καμωμένα σαν και αυτό θα έβαζα τα κλάματα και θα πίστευα στις νεκραναστάσεις. Όμως τότε θα έπρεπε να πιστέψω πως και οι Queen μπορούν να βγάλουν έναν δίσκο αριστούργημα και χωρίς τον Freddie Mercury... Και ξέρουμε πως τέτοια πράγματα δεν γίνονται ούτε μία φορά στο εκατομμύριο...