Εφτά μέρες ντροπής
Δεύτερος δίσκος του ελληνόφωνου σχήματος που συνεχίζει στα μονοπάτια αναζήτησης της εγχώριας εκδοχής του ροκ. Του Δημήτρη Όρλη
Στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από το ομώνυμο ντεμπούτο τους μέχρι σήμερα σίγουρα έχουν υπάρξει περισσότερες από εφτά μέρες ντροπής στο χωριό μας. Βέβαια, οι Ψύλλοι Στ’ Άχυρα δεν αναφέρονται αποκλειστικά σε συγκεκριμένες μέρες και καταστάσεις, ούτε απαραίτητα εμπνέονται από το 2018 και δώθε τις λιγοστές φορές που η σαφήνεια των στίχων αντηχεί όντως ένα τέτοιο γεγονός. Δεν πιστεύω πως είχαν κάποια πρόθεση για μια τέτοιου είδους αυστηρή καταγραφή στην τραγουδοποιία τους οι πέντε από τη Θεσσαλονίκη. Είτε το θέλουν, όμως, είτε όχι, η κατρακύλα της ζωής αφήνει τα σημάδια της και κάποια από αυτά μπορούν να ανιχνευτούν και στα όσα ακούμε εδώ.
Προφανώς δεν είναι ξεκάθαρα όλα αυτά, ούτε έχουμε μια αδιάκοπη καταγγελία στα τραγούδια τους και αυτό σίγουρα θετικό είναι για το αποτέλεσμα του δίσκου. Διατηρώ και μια αμφιβολία για το αν όλα τα τραγούδια γράφτηκαν μετά το ντεμπούτο ή αν σήμερα ακούμε λέξεις που γεννήθηκαν πριν πολλά χρόνια και έφτασαν να ηχογραφηθούν πριν μερικούς μήνες. Μικρή σημασία έχει εν τέλει αυτό, ακόμα και χωρίς να μπει το επιχείρημα των «χρόνων της πανδημίας» που συμπυκνώνουν το μεσοδιάστημα, μιας και όσο ξεκάθαροι ήταν οι Ψύλλοι Στ’ Άχυρα στο ύφος και στη στόχευση τους το 2018 άλλο τόσο είναι και τώρα. Rock, δηλαδή, ελληνόφωνο, με στίχους που ακόμα κοιτάνε την ντροπή στα μάτια χωρίς να περιορίζονται σε επιφανειακά πιασάρικα «κατηγορώ».
Αυτή η σχετική σταθερότητα στον χρόνο δεν πρέπει να ερμηνευτεί ως έλλειψη εξέλιξης στην τέχνη τους. Μπορεί να περιέχει ένα μέρος της πραγματικότητας η σκέψη αυτή, αλλά ένα τέτοιο συμπέρασμα συνολικά για τον δίσκο - και κατ’ επέκταση για το συγκρότημα και τη ζωντανη, συναυλιακή του παρουσία - μάλλον βιαστικό και λανθασμένο θα ήταν. Αρχικά, η φιλοξενούμενη τρομπέτα του Γιώργου Αβραμίδη σε ορισμένα τραγούδια του πρώτου δίσκου έχει δώσει τη θέση της σε αυτή του σταθερού μέλους Γιώργου Λάλου. Πέρα από τη θέση της, έχει δώσει και την επιρροή της στον λεπτό αλλά ευδιάκριτο τρόπο που χρησιμοποιείται στις ενορχηστρώσεις πολύ συχνότερα στον νέο δίσκο. Επίσης, εδώ και χρόνια δεν υπάρχει η δεύτερη ηλεκτρική κιθάρα, ενώ πλέον ακούμε synth, drum machine και μεταλλόφωνο, αυτό το τελευταίο σαφώς λιγότερο, αλλά με καίρια επιρροή στο αποτέλεσμα του «Τα Περιστέρια Στην Οδό Μοναστηρίου».
Στο τραγούδι αυτό μου ήρθε η σκέψη για τη ροή της ζωής μέσα στην πόλη και την εξέλιξή της τα τελευταία χρόνια. Κάπως έτσι, σκέφτομαι πως η υπεράσπιση μιας γειτονιάς που κάπως αντιστέκεται ακόμα στον εξευγενισμό (σε άλλους μαχαλάδες το λένε gentrification) απλά και μόνο με μία αναφορά («σήκω και φύγε φαλλοκράτη απ’ τη Ροτόντα», στο «Σκάρτος» του ντεμπούτο), έχει δώσει τη θέση της στην ακριβή περιγραφή μιας άλλης, διαφορετικής γειτονιάς στην Οδό Μοναστηρίου. Περιγραφή που γίνεται με την ευαισθησία που αρμόζει στα «περιστέρια» αυτά και οδηγεί στο καλύτερο τραγούδι του δίσκου (που έχει και ένα ενδιαφέρον βίντεο για να χορταίνει και το μάτι της εποχής). Ωστόσο, οι δρόμοι είναι ακόμα γεμάτοι από μια οργή που κάθε μέρα ουρλιάζει πιο δυνατά, έστω κι αν ουρλιάζει μέσα μας, οπότε είναι αναμενόμενο το ότι ένα κομμάτι από αυτή την οργή του ντεμπούτο, της φοιτητικής κυρίως γειτονιάς, υπάρχει και στον καινούργιο δίσκο, στην κεντρική, γκρίζα και εργατική περιοχή. Τα υπερσύγχρονα βαγόνια του μετρό πάντως ακόμα περιμένουν στο ένα τέρμα στη μέση της πόλης και μακάρι να παραμείνουν εκεί.
Είναι σαφές, βέβαια, πως ενώ έχουμε κάποια πρόοδο, τόσο μουσική όσο και… γεωγραφική, ο νέος δίσκος αυτός δεν πρεσβεύει ένα γενναίο βήμα προς κάτι καινούργιο. Σίγουρα όχι γενικά για τον ήχο που υπηρετούν, ούτε για τα ίδια τα μέτρα τους. Αυτό φυσικά δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό. Εδώ έχουμε έναν δίσκο που περιλαμβάνει κάποια τραγούδια που έχουν κυκλοφορήσει με ελάχιστες διαφορές πριν από λίγα χρόνια και παίζονται στις συναυλίες για λίγα παραπάνω. Έτσι, το «Εφτά Μέρες Ντροπής» μού μοιάζει με κλείσιμο λογαριασμών, με μια δουλειά που συμπληρώνει και επεκτείνει το ντεμπούτο, παρά επιχειρεί να ορμήσει σε κάτι νέο. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε και μικρά σημάδια βιασύνης, στα οποία κυρίως αποδίδω τον αριθμό των νέων τραγουδιών και το ότι η διάρκειά του είναι σχεδόν μισή από το ντεμπούτο. Έχουμε όμως την τύχη να ακούμε και ορισμένα πολύ ωραία νέα τραγούδια εδώ, πλάι σε επίσης άξια των προηγούμενων χρόνων που συμπεριλαμβάνονται εδώ, με εξέχων παράδειγμα το «Ξέρω Τι Έκανες Εκείνο Τον Δεκέμβρη». Τραγούδια που σημαδεύουν καλά σε σκέψεις και συναισθήματα των 30-something (που θα λέγανε και οι Carter USM). Δεν είναι ακριβώς «τύχη» βέβαια· είναι οι Ψύλλοι Στ’ Άχυρα που διατηρούν ακέραια την ικανότητα να δημιουργούν τραγούδια για το «εδώ» και το «τώρα» μας και να το κάνουν με φορτσάτα τύμπανα και κιθάρα με περάσματα τρομπέτας όπως στο εξαιρετικό «Ντροπή».
Συνεπώς, ο δεύτερος αυτός δίσκος τους, που κυκλοφορεί και αυτός από την Puzzlemusik, παρουσιάζει ορισμένα πολύ ωραία τραγούδια, αλλά με τη συνολική σύνθεσή του δεν ικανοποιεί όλες τις προσδοκίες που πιθανότατα είχαν όσες και όσοι είχαν αρεστεί με το ντεμπούτο ή γενικότερα είναι φίλοι του ήχου αυτού καθώς περνούσαν τα χρόνια. Ας είναι, όμως. Καλύτερα έτσι, παρά να μένουν τα τραγούδια στα ντουλάπια. Αύριο, άλλωστε, θα μας ζώνει μια αρκετά διαφορετική ντροπή από αυτήν του τραγουδιού… εκτός αν βρούμε τρόπο να τη διώξουμε ή αν αποδεχτούμε την κοινή τους συνισταμένη. «Ας κοιμηθώ, έχω πρωί να οδηγήσω / αύριο την όμορφη την όγδοη τη μέρα» τραγουδάνε στο «Όγδοη Μέρα» που κλείνει τον δίσκο και έτσι κλείνει και το κείμενο αυτό.