Οπωσδήποτε ο Jack White αισθανόταν τον χώρο του να στενεύει, γεγονός παράδοξο βέβαια καθώς είχε όλη την σκηνή ουσιαστικά δική του. Ίσως τον ενοχλούσε κι η παρουσία της Meg στην γωνία, προσπάθησε όμως να βρεί διεξόδους σε ανοίκειες συνεργασίες ή τον κινηματογράφο, επιχείρησε ακόμη και να διαφοροποιήσει τους White Stripes με το 'Get Behind Me Satan', ανώφελα όπως φάνηκε. Η επόμενη επιλογή ήταν λοιπόν η -δοκιμαστική- αλλαγή οχήματος, με την ελπίδα να οδηγηθεί σε διαφορετικούς δρόμους.
Ο Brendan Benson με την σειρά του, ικανός τραγουδοποιός με έντονη προτίμηση στην '60's pop και τις γλυκειές beatle-ικές αρμονίες, προσπαθούσε ν' αντιληφθεί γιατί το μόνο που εισέπραξε μέχρι τώρα για τις τρείς δουλειές του ήταν οι καλές κριτικές και, μάλλον καλοδέχτηκε την προοπτική της (έστω δανεικής) δημοσιότητας. Τελευταίο μέρος της εξίσωσης οι Greenhornes, άξιοι garage συνεχιστές αλλά ελάχιστα γνωστοί έξω απ' το Detroit (αν εξαιρέσουμε τον Jarmusch), υποθέτουμε ότι πείσθηκαν αρκετά εύκολα να παραχωρήσουν το rhythm section στο designer αυτό σχήμα υψηλών προδιαγραφών αλλά και αναγνωρισιμότητας.
Μπορεί βέβαια τα παραπάνω να είναι μόνο αποκυήματα της καχυποψίας κάποιου ιταμού γραφιά, κι οι Raconteurs να δημιουργήθηκαν από την αμοιβαία έλξη δύο δεινών τραγουδοποιών με κοινό ενδιαφέρον στους ήχους άλλων δεκαετιών και, ίσως πράγματι το 'Steady As She Goes' βρέθηκε στην υποδοχή ακριβώς για την κατάλληλη απάντηση. Βλέπουμε δηλαδή να λειτουργεί εδώ η σύμπραξη καθώς οι White και Benson συνεισφέρουν τον καλύτερο εαυτό τους, ο πρώτος λιτός αλλά ουσιαστικός όπως ξαναβρίσκει στην blues-garage κιθάρα του την όρεξη που είχε στο ξεκίνημα των Stripes ενώ ο δεύτερος απαλύνει τις αιχμές με τις '60's pop αρμονίες του, έντονη power-pop γραφή στην κατεύθυνση που υπαινίχθηκαν μερικές φορές οι δουλειές των WS.
Η συνέχεια όμως επιφυλάσσει ανάμικτα αποτελέσματα καθώς φανερώνεται σταδιακά η βιασύνη με την οποία συγκεντρώθηκε το υλικό εδώ, στα διαλείμματα όπως φαίνεται από τις άλλες υποχρεώσεις των βασικών συντελεστών. Τα 'Call It A Day', 'Together' ή 'Yellow Sun' δείχνουν λοιπόν να εξυπηρετούν μόνο την συμπλήρωση της δεκάδας και οπωσδήποτε δίνουν αφορμές στον προηγούμενο -υποθετικό- γραφιά, τραγούδια που έρχονται σχεδόν αποκλειστικά απ' τον Benson και μοιάζουν με tribute στους Wings των '70's, ενώ κι η -πολύ καλή- blues μπαλάντα του 'Blue Veins' θα μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε δουλειά των WS. Διάσπαρτες ανάμεσα και αξιόλογες στιγμές φυσικά, όπως η ψυχεδελική pop του 'Intimate Secretary', το retro-rock του 'Hands', το mid-tempo funk του 'Level' κι η '70's ψυχεδέλεια του hard-rocker 'Store Bought Bones', ενώ το συμπαγές rhythm section προσθέτει παντού την στιβαρή υποστήριξη που έλειπε μέχρι τώρα (κυρίως) απ' τον White αλλά κι απ' τον Benson.
Έτσι όμως επιβεβαιώνονται μόνο οι δυνατότητες της συνεύρεσης των τεσσάρων έμπειρων αναβιωτών, καθώς είναι ελάχιστες οι στιγμές όπως στην υποδοχή αλλά και στο έντονο και πιο σκοτεινό ομώνυμο όπου αναδύεται η κοινή συνισταμένη της τραγουδοποιϊας των White και Benson δίνοντας οξυδερκή και αξιομνημόνευτη power-pop, με την rock αιχμή του πρώτου να συμπληρώνει την pop του δεύτερου και το αντίστροφο. Φαίνεται όμως πως αυτό συμβαίνει όταν βρίσκουν χρόνο (και διάθεση), σποραδικά δηλαδή εδώ και, η εντύπωση που μένει είναι η ημιτελής προσπάθεια για ένα side-project που καταλήγει μικρότερο από το άθροισμα των συστατικών του.