Ομολογώ πως τέτοιες κυκλοφορίες βάζουν τρικλοποδιές στην προσπάθειά μου να ζήσω μια γαλήνια ζωή τυλιγμένη με τη μουσική που με κάνει να νοιώθω ζωντανός. Αδυνατώ να καταλάβω ποια η λογική του να βάζεις τα οκτώ ή εννιά δέκατα από το υλικό των δύο δίσκων ενός γκρουπ σε ένα cd, να προσθέτεις studio και live tracks από δύο singles και να αφήνεις κάνα δεκάλεπτο ανεκμετάλευτο στο cd, ενώ στη βινυλιακή έκδοση να προσθέτεις extra single με 2 επιπλέον τραγούδια. Άγαμοι θύται! Πολύ χαιρέκακοι και κακόψυχοι αυτοί οι τύποι της Sub Pop. Θα κηρύξω πόλεμο εναντίον τους. Θα στείλω την Courtney να σπάσει κάνα κεφάλι εκεί μέσα. Μάλλον προστατεύουν την βινυλιακή τους έκδοση από τα second hand βινύλια που θα πλημμύριζαν τα δευτεροχεράδικα. Κρατήστε τα λιωμένα σας βινύλια γιατί μερικά απ'τα κομμάτια τους δε θα τα ακούσετε εδώ σε high fidelity.
Είπα high fidelity κι αφού το κείμενο διαλέγει την πορεία του, top-five australian bands ever σε πενταλφαβητική σειρά: AC/DC, Birthday Party, Radio Birdman, Triffids κι άλλο ένα της αρεσκείας σας, αρκεί να είναι μεταξύ των Sunnyboys, Saints, Died Pretty, Hoodoo Gurus, Go-Betweens, Celibate Rifles (Inxs; Midnight Oil; σιγά μη θέλετε και Men at Work!) - καταραμένε Nick Hornby, δεν μπορούσες να κάνεις μόδα τα top-10! (Θυμήθηκα την κατάπτυστη λίστα του περιοδικού Spin με τα 25 καλύτερα γκρουπ όλων των εποχών όπου φιγουράρουν 7 Ηνωβασιλικά, 14 Ηνωπολιτειακά, 1 Γιουτουλανδικό, ο Bob και οι ρέγγες του, οι Kraftwerk και οι πρίζες τους, οι AC/DC κι οι μετασχηματιστές τους. Τα πιο άσχετα πράγματα, πως κολλάνε στο παρπρίζ την πιο ακατάλληλη στιγμή! Την ξεχνάω.)
Ξανά στο σήμερα να ρωτήσουμε για το χθες. (Μια στιγμή να αδειάσω το τασάκι του μυαλού μου: Αυτός που γνωρίζει μια γυναίκα στα σαράντα της, γνωρίζει την ίδια που γνώρισε κάποιος άλλος πριν είκοσιδύο χρόνια; Αυτός που ήταν στην πρεμιέρα της 9άτης του Ludwig Van στο βασιλικό θέατρο της Βόννης το 1824 συγκινήθηκε περισσότερο απ'αυτόν που ακούει το cd της Deutsche Grammophon; Αυτός που είδε το αεροπλάνο να βιάζει τον δεύτερο πύργο σε ζωντανή μετάδοση, μπορεί να το ένιωσε ρηχότερα από τον θεατή του 1865ου playback (=παίξε άμυνα αλήτη); Αφού το ροκ πέθανε με το "Nevermind" το να διασκεδάζεις ακόμα μαζί του είναι νεκροφιλία; Τα μουσικά στυλ, σαν τη μόδα, είναι τόσο άχαρα που πρέπει να αλλάζουν κάθε 2-3 χρόνια; Oι Stoners άκουγαν Stooges ή μόνο Black Sabbath και AC/DC; Ποιοι έσπειραν περισσότερα μπάσταρδα, οι Radio Birdman ή οι AC/DC; Η cult υστεροφημία είναι η παρηγοριά του αποτυχημένου;)
Σαν τις μεγάλες μας με σάρκα και οστά αγάπες, κι οι μεγάλες μουσικές μας αγάπες είναι τοποθετημένες σ'ένα χρυσό θρόνο. Δεν τις... προσκυνάμε και πολύ συχνά, μα όταν μας ρωτήσουν κελαηδάμε γιαυτές με νοσταλγία. Είναι κι ο χρόνος που διαλέγει να σώσει τα ευχάριστα... (που να θυμάμε τώρα πόσα έσκασα για το "Burn my eye"!) Πόση από την αξία τους μπορούμε να περιγράψουμε στον συνομιλητή μας; Πόσο μακρύτερα από τη διαπίστωση του στυλ "σ'αρέσουν πολύ, έ;" μπορούμε να τον εκτοξεύσουμε; Μάλλον λίγο. Γιαυτό και μερικοί δε μπαίνουν στον κόπο να ξοδέψουν σάλιο. Τι να προσθέσω εγώ για τους Radio Birdman; Κλασικοί.
Η περίπτωση των Radio Birdman είναι ένα από τα πιο ανατριχιαστικά κεφάλαια της σειράς "εγκλήματα". Έπαιξαν πολύ δυνατά στην προπάνκ συντηρητική Αυστραλία των mid-70ς με αποτέλεσμα να μη βρίσκουν χώρους για συναυλίες, έβγαλαν μόνοι τους τους πρώτους δίσκους τους, τους υπέγραψε η αμερικάνικη Sire που ποτέ δεν τους πίστεψε, τους έστειλε στην Αγγλία ως σαπόρτ των Flaming Groovies την εποχή που η χώρα δεν είχε μάτια κι αυτιά παρά για τους Sex Pistols και τους Clash, αγνοημένοι και κουρασμένοι τα βρόντηξαν κι ο κόσμος έχασε ενδιαφέροντα κεφάλαια που θα τους καταξίωναν κάτω από τους Stooges και πάνω απ'τους MC5. Σήμερα δουλεύουν λησμονημένοι ως δημοσιογράφοι, νοσοκόμοι, ηχολήπτες...
Ανέφερα... άθελά μου, δυο γερές επιρροές τους. Θα αναφέρω και τους Ramones, γιατί νομίζω πως οι Radio Birdman είναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Αν οι νεοϋορκέζοι είναι η εφηβική, αφελής, ανεξάντλητη ενέργεια, οι αυστραλοί αντιπροσώπευαν τη σοβαρή, ανδρική έκφανση, που δεν υστερεί σε ενέργεια και που κι αυτή ακούγεται ακόμα και σήμερα απίστευτα διασκεδαστική.
Οι δύο και... κάτι δίσκοι τους (ο πρώτος κυκλοφόρησε δις, με διαφορετικά κομμάτια σε Aus και Overseas version) "Radios appear" (τίτλος παρμένος από στίχο κομματιού των Blue Oyster Cult) και "Living Eyes" ήταν πολλά χρόνια εκτός κυκλοφορίας, ακόμα και στην πατρίδα τους. Και η πρώτη ψηφιακή επανέκδοσή τους έγινε μόλις το 1995. Κι αν τα είδατε ποτέ σ'αυτή τη μορφή σε δισκάδικο της πόλης σας, τότε ανήκετε σε σπάνιο είδος. Κι έπρεπε να έρθει η Sub Pop (άντε, την συγχωρώ) για να τους τιμήσει (όπως έκανε και με τους Scientists) και έμεσα να τους ευχαριστήσει - τα περισσότερα γκρουπ της, μ'αυτό τον ήχο έβγαζαν μεροκάματο πριν καμιά δεκατοσοετία.
Απρόσμενο opening track το αφιερωμένο στη σειρά "Hawaii 5-0" (ποιον νίκησε, δε θα μάθουμε ποτέ) surf "Aloha Steve and Danno". Ουσιαστικά και απογειωτικά τα "Murder city nights" και "New Race" που παρεξηγήθηκε λόγω τίτλου/στίχων, η πρώτη mellow στιγμή με ακουστικές κιθάρες, πλήκτρα αλά Jerry Lee, αργό ρυθμό και στίχους για την αγάπη που σε κάνει μπουμπούνα στο "Love kills", μετά ξανά ενέργειες, ντητρόϊτια, σερφαριές και ροκενρόλια με προσωπικότητα και ώθηση για πάρτυ και χορό. Αρκετά είπα.
Τα σχόλια σ' αυτή την έκδοση, τα έγραψε ο David Fricke του κατάπτυστου Rolling Stone, που παραδέχεται ότι άργησε να πάρει χαμπάρι (επαγγελματίας να σου πετύχει) την ύπαρξη των Birdman. Σαν τον άλλον που ανακάλυψε τους Love από ένα best του 1980 και δε ντράπηκε να γράψει σχόλιο στο booklet της επανέκδοσης του "Forever changes". Άγαμοι θύται!
All alone, all alone, all alone, I'm in the endzone.