The king of limbs
Ο ερχομός του όγδοου άλμπουμ των Radiohead, τρεισήμισι έτη ύστερα απ' τον πολυδιάστατο αντίκτυπο του In Rainbows, επαναδιατάσσει σε αντίπαλα "στρατόπεδα" υποστηρικτές του συγκροτήματος και αντιτιθέμενους. Η έννοια του "οπαδού" δεν αποσαφηνίζει την διαφοροποίηση μεταξύ αυτών που επικροτούν τα πεπραγμένα των Οξφορδέζων στα zeroes κι εκείνων που αποστρέφονται την ηχητική κατεύθυνση αυτών σε ηλεκτρονικές προσμίξεις, που χρονολογείται απ' την αυγή της προηγούμενης δεκαετίας και σηματοδοτήθηκε με την έκδοση του Kid A. Κι αυτό, διότι η αλλαγή ρότας προς μια μορφολογικά πεπλεγμένη-περίπλοκη δομή τραγουδοποιίας ώθησε ακόμα και ορκισμένους fans στην αποδοκιμασία της εξέλιξης των έως τότε ινδαλμάτων τους. Βέβαια, εμφανίστηκαν κι οι εξ αρχής ψυχραιμότεροι, οι οποίοι δεν επιδόθηκαν σε καμία αφοριστική προς πάσα κατεύθυνση στάση και μάλλον διέγνωσαν καθαρότερα προτερήματα και μειονεκτήματα της νέας εποχής του πενταμελούς σχήματος.
Το ερώτημα που σχετίζεται με το αν οι Radiohead παρουσίασαν ένα περιπετειώδες πρόσωπο μέχρι το 2011 απαντήθηκε αναλυτικά και από ποικίλες οπτικές στις σελίδες του Mic. Επομένως, τα συμπεράσματα δεν θα χρησιμοποιηθούν για να πλαισιώσουν τα όσα χαρακτηριστικά φέρει ως αυτόνομη οντότητα το νέο τους πόνημα. Αυτό που εν τέλει μένει, είναι η αίσθηση που θέλει κάθε δισκογραφικό παράγωγο της ιδιοφυίας των Radiohead να αποκαλύπτει σταδιακά τις αρετές του, κάτι που επιβεβαιώνει κι η κάθε ακρόαση της νέας τους κυκλοφορίας The King Of Limbs και το electronica καταστάλαγμα του. Πιθανότατα, αυτή είναι η περισσότερο ευθέως ηλεκτρονική απόπειρά τους παρά τα όποια αντιληπτά κιθαριστικά της συμπληρώματα. Πέραν τούτου, αποτελεί και την πιο μελωδικά δύστροπη απ' όλες τις προγενέστερες καταθέσεις τους, με το ρυθμικό της μέρος να επωμίζεται την πλειονότητα του βάρους.
Μέσα στο άγχος τους να μην ξεπατικώσουν εαυτούς και παραδώσουν μια κορεσμένα δοκιμασμένη συνταγή, οι Radiohead επανεκτιμούν την προσφορά της electronica στην χαρτογράφηση της ηχητικής τους ευρύτητας, στριμώχνοντας τις εμμονές του παρελθόντος πλάι στις τελευταίες αφίξεις επιρροών. Οι IDM διδαχές των Autechre/Aphex Twin και οι ambient αντηχήσεις του Brian Eno συνδιαλέγονται με τις dubstep παραινέσεις του Burial, την αδιάκοπη τεχνική αποδόμησης αρμονιών και beats του Steven Ellison -γνωστού ως Flying Lotus- και την συνύπαρξη ελλειπτικών trip hop ρυθμών (άκου "Separator") και ατμοσφαιρικών synth μοτίβων που ανέδειξε το ταλέντο του Four Tet (Kieran Hebden). Εντούτοις, ο αναγνωρίσιμος και ιδιότυπος χαρακτήρας του γκρουπ δεν αλλοιώνεται και σφιχταγκαλιάζει κάθε έκφανση του δίσκου.
Απ' το εναρκτήριο "Bloom" έως την τελειωτική σφραγίδα του "Separator", οι Radiohead προσπαθούν να επιτύχουν την -ομολογουμένως λεπτή- ισορροπία μεταξύ φυσικών οργάνων και ψηφιακών εργαλείων. To αλάνθαστο χέρι του μόνιμου κι ακλόνητου παραγωγού Nigel Godrich καθώς και η έμπνευση συμπεριλαμβανομένης γνώσης, τους κατατάσσει στους εκλεκτικά θαυματοποιούς στον τομέα αυτό. Τα αδιάσειστα στοιχεία παρέχει το μεθυστικό "Bloom" όπου τα στακάτα ντραμς, οι funky μπασογραμμές, αλλά κι οι jazzy τρομπέτες επιπλέουν στην επιφάνεια των bleaps και των μελωδικών υποστρωμάτων που έρχονται από laptop μεριά. Καταπόδας ακολουθούν οι φυσικοί ρυθμοί και η συστοιχία από λούπες όλων των λογιών, δημιουργώντας το κλειστοφοβικό ψηφιδωτό του "Feral", που φωνάζει Burial τόσο στα συγκοπτόμενα house φωνητικά του Thom Yorke όσο και στην αλληλουχία των ασυμπλήρωτων παζλ από beats και dub μπασοσυχνότητες.
Το στοιχείο που δεν δείχνει να κατέχει σε ικανοποιητικό βαθμό η καινούργια εκδοχή τους, δεν είναι άλλο απ' την ύπαρξη τραγουδιών που τα "χαίρεσαι". Η στρυφνή, σχεδόν άκαμπτη ανάπτυξη των κομματιών που δεν τα αφήνει να εκραγούν ή τουλάχιστον να προσδώσουν μια αλλιώτικη χροιά στην εξέλιξή τους, φαντάζει ως το μελανό σημείο του The King Of Limbs. Το δίδυμο folk αδερφάκι του "House Of Cards" (απ' το In Rainbows), "Give Up The Ghost", βαδίζει επί πενταλέπτου σε ένα στενάκι όπου ακούγεται πολλαπλώς το φαλτσέτο του Yorke, τα ακόρντα της ακουστικής κιθάρας και οι spacey πινελιές της αντίστοιχης ηλεκτρικής του Jonny Greenwood. Παραπλήσια μονότονο και το επαναλαμβανόμενο πλέγμα από riff κιθάρας με delay του αδύναμου συνθετικά "Morning Mr. Magpie", καθώς και η ρηξικέλευθη εκτέλεση της americana του "Little by Little" με τα tribal κρουστά και τα slide κιθαριστικά γεμίσματα κι αρπίσματα, η οποία, όμως, χωλαίνει σε επίπεδο εκπλήξεων κι εξάρσεων.
Αναζητώντας τα ξεκάθαρα κομμάτια, όπου οι ερμηνείες τους δεν εξαρτώνται από διφορούμενα νοήματα και η αφομοίωσή τους δεν λειτουργεί ως αντίβαρο, συναντά κανείς δυο υπέροχα, για διαφορετικούς λόγους, tracks. Το "Lotus Flower" (με εμφανή μουσική νύξη σε Flying Lotus), το οποίο αντιπαραβάλλει στην εν γένει αργή ρυθμική ραχοκοκαλιά του ηχογραφήματος μια θεσπέσια χορευτική rhythm section, που μπορεί να μην εκρήγνυται αλλά σε θέτει σε κίνηση με το επιθυμητό groove, τα υπέροχα synth layers, τα ιδιαίτερα samples και την χροιά του Yorke (σαμπλαρισμένη και μη) να ελίσσεται μεταξύ μελαγχολίας και dancing διαθέσεων. Η συμμαχία ολοκληρώνεται με το "Codex", που θα μπoρούσε να μπει σφήνα στις απέραντες ambient εκτάσεις των Amnesiac και Kid A, με τις Floyidικές ψυχεδελικές αναφορές, τα ακόρντα του κλασικού πιάνου που θυμίζουν "Pyramid Song" και μια απ' τις λιτά λυρικότερες ερμηνείες του Yorke που σε διασκορπίζει καθώς πατά (σ)τις λέξεις.
Ποσώς ενδιαφέρει τον συνειδητοποιημένο μουσικόφιλο το αν οι Radiohead διατελούν "η μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη σήμερα". Ούτε κι οι ίδιοι, εξάλλου, νοιάζονται για να επανακτήσουν οποιασδήποτε μορφής σκήπτρα, και ήταν και είναι προς τιμήν τους το ότι ουδέποτε έκαναν βαρύγδουπες δηλώσεις περί της σπουδαιότητάς τους. Τα αριστουργήματα τα έχουμε, ωστόσο, ανάγκη και το The King Of Limbs δεν συγκαταλέγεται σ' αυτά. Προβάλλει, παρόλα αυτά, ως ένα απαραίτητο συμπλήρωμα στα όσα σημαίνοντα κληροδότησαν στις μουσικές γενιές.
Unofficial Streaming