The Shameless Years
Έχει ειπωθεί από πολύ παλιά ότι ο ακροατής είναι και κατά μία έννοια συν-δημιουργός. Σε μερικά είδη αυτό είναι σχεδόν προαπαιτούμενο. Όπως στην ambient. Ειδικά εάν είναι καλή. Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Πιστεύω ότι η δυναμική της ambient (γενικά και απροσδιόριστα) μουσικής και ο αντίκτυπος αυτής στα αυτιά του κάθε ακροατή εξαρτάται κυρίως από τυχαίους παράγοντες και συγκυρίες που δεν αφορούν την ποιότητα της μουσικής αυτής καθαυτής. Αυτή η ντελικάτη πολυμορφική, πολυστρωματική ατμοσφαιρική μουσική η οποία δεν δίνει πάντα σημασία στη μελωδία, έχοντας σαν κύριο άρμα της τον fuzz-αριστό θόρυβο και τον υπόκωφο ρυθμό, είναι εν τέλει έρμαιο της διάθεσης μας κάθε φορά που φτάνει στα αυτιά μας πολύ περισσότερο από κάποιο άλλο είδος μουσικής.
Όλα αυτά συμβαίνουν για τον πολύ απλό λόγο ότι οι προθέσεις της (της ambient ντε) ήταν πάντα καθηλωτικά ειλικρινείς και απόλυτα σοβαρές, ανεξάρτητα από το χρόνο και το χώρο που ακουγόταν ή τις διάφορες εξωτερικές ασυμβατότητες τις οποίες καλούνταν να αντιμετωπίσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμένα, τον δέκτη, που δεν παίρνω και όρκο ότι θα δείξω την ίδια σοβαρότητα σε κάθε της ακρόαση κάθε φορά. Στοιχείο βέβαια, κρίσιμο για την μετέπειτα χώνεψη και κατανόησή της. Και ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας (είμαστε δα και λίγοι) ότι υπήρξαν πολλοί δίσκοι στην καριέρα μας ως ακροατές που άνηκαν κραυγαλέα στην ατμοσφαιρική μουσική και μας συνεπήραν από το πρώτο λεπτό χωρίς την ελάχιστη προσπάθεια από μέρους μας «να κάνουμε κατάσταση» ή να «μπούμε στη φάση». Και το πρόβλημα (αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο) σαφώς και δεν προέρχεται από τους μουσικούς και τις προθέσεις τους, αλλά αποκλειστικά από την διάθεση που είμαστε όταν ακουμπάμε το βινύλιο στο πικ-απ για να ακούσουμε το περιεχόμενο. Από εμάς εξαρτώνται όλα, στο πως θα κρίνουμε ή να το θέσω πιο κομψά θα εκλάβουμε ένα από τα πιο συνεπή, εσωτερικά και στοχευμένα μουσικά ιδιώματα εκεί έξω.
Ακόμα και στην περίπτωση του Αμερικανού Rafael Anton Irisarri, τον οποίο ακολουθώ πιστά κάποια χρόνια και ήξερα πάνω κάτω τι να περιμένω από το νέο του δίσκο, ακόμα και σε αυτόν καταλάβαινα ότι δεν ήμουν έτοιμος να βάλω το δίσκο να παίζει μέσα στο κατακαλόκαιρο που τα τζιτζίκια τραγουδάνε ακόμα και ο ιδρώτας σχηματίζει ρυάκια με την παραμικρή κίνηση. Βλέπεις, η θεμιτή μεν, δύσκολα πραγματοποιήσιμη δε «κατάσταση» - «φάση» δεν προβλεπόταν. Παρόλα αυτά, προετοιμάστηκα πνευματικά όσο το δυνατόν καλύτερα (δεδομένων και των συνθηκών) και άφησα την βελόνα να πέσει ελαφρώς επιπόλαια.
Ο βόμβος ξεκίνησε σταδιακά, ατάραχος, χωρίς να υπολογίζει το άκυρο της συνθήκης ακρόασης και την καλοκαιριάτικη ελαφρομυαλιά μου και πολύ γρήγορα με κέρδισε από το πρώτο κιόλας λεπτό στην κυριολεξία. Στην ουσία, ακόμα και από τα πρώτα λεπτά ο Irisarri μου έκανε σαφές ότι δεν έφτιαξε ένα δίσκο ο οποίος απλά θα μου κρατούσε ευχάριστη και ελαφρώς αδιάφορη παρέα για κάποια λεπτά. Νοσταλγικός όπως πάντα ο ταλαντούχος νέος, έντονα συναισθηματικός, κρατάει καλές ισορροπίες ανάμεσα σε όλα όσα τον ιντριγκάρουν συνθετικά. Υποδόρια μελωδικός, ενίοτε περισσότερο ρυθμικός, πάντα κρατάει τη μουσική του μέσα σε κάποια πλαίσια χωρίς να ξεφεύγει προς ανούσια ξεχειλώματα και ατελείωτες επαναλήψεις οι οποίες το μόνο που προσφέρουν είναι μεγαλύτερες διάρκειες. Συμπυκνώνει ουσία και συνθετική αντίληψη σε ένα μουσικό ύφος το οποίο διακατέχεται συνήθως από ατελείωτους κούφιους βόμβους που δεν καταλήγουν πουθενά. Με κάποιο μαγικό τρόπο καταφέρνει και σου περνάει όλη την ουσία του, ακόμα και σε κομμάτια τα οποία διαρκούν μοναχά 5 λεπτά, χρησιμοποιώντας έτσι το χρόνο σοφά ως σύμμαχο του.
Το ύφος του παραμένει και εδώ σκόπιμα επίπεδο, σχεδόν υποτονικό, χωρίς σπασμωδικές θορυβώδεις εξάρσεις, χωρίς απότομες εναλλαγές και υπερβολικά κρεσέντο. Ακούγεται σαν να χτίζει απόλυτα μελετημένα τον πολυστρωματικό του ήχο, δίνοντας σου να καταλάβεις ότι ακόμα και η παραμικρή λεπτομέρεια δεν είναι τυχαία. Μεράκι και σκληρή δουλειά που ακούγονται και απλώνονται σε έξι κομμάτια τα οποία κυριεύουν το δωμάτιο με τις υποχθόνιες, λυπημένες μελωδίες τους και κρύβονται κάτω από άπειρες επιφάνειες ηχητικών χαλιών. Έντονα ταξιδιάρικο και συναισθηματικό, μου φέρνει dystopian εικόνες στο μυαλό και με προετοιμάζει για το Φθινόπωρο κάνοντας μου σαφές ακόμα και από την πρώτη ακρόαση το πόσο μεγάλος σε καλλιτεχνικό εκτόπισμα δίσκος είναι. Ξαφνικά η μια επιφανειακή ακρόαση με τα τζιτζίκια, μετατράπηκε σε πολλές συνεχόμενες, μέχρι που σκοτείνιασε και συνειδητοποίησα ότι είχα πράγματι καιρό να ακούσω έναν τόσο όμορφο drone δίσκο. To «The Shameless years» κατάφερε να με απομονώσει από τα πάντα και να με ρουφήξει μέσα του, να με πάρει μαζί του.
Πολυπράγμων και ταλαντούχος ο Irisarri δεν σταματάει να φτιάχνει μουσική, να κάνει συνεργασίες, soundtrack και να “ντύνει” μουσικά έργα. Το «The shameless Years» καταφέρνει και ενθουσιάζει ακόμα και τους γνώστες αλλά επ’ ουδενί δεν είναι ο δίσκος που θα κερδίσει νέο κόσμο ή θα κεντρίσει το ενδιαφέρον των περαστικών. Είναι το γιατρικό που θα συνοδεύσει την αμηχανία της εξόδου του καλοκαιριού και θα μείνει στη δισκοθήκη ένα στολίδι που θα συντροφεύει συχνά πυκνά τις χειμωνιάτικες ακροάσεις. Ένας εσωτερικός, βαθύς, πανέμορφος δίσκος για εκείνες τις μικρές πολύτιμες, προσωπικές στιγμές μας.