Quarter turns over a living live
Ντεμπούτο ντουέτου που φτιάχνει και mixtapes. Κατάλαβες τι παίζουν; Του Άρη Καραμπεάζη
Σαν να έχασα κάποια δικονομική προθεσμία ένιωσα, όταν διάβασα την ανασκόπηση χρονιάς του Πάνου Πανότα, όπου ανακηρύσσει το LP των Raime ως το πλέον σπουδαίο ντεμπούτο για την Βρετανία- Λονδίνο εδώ και πολλά χρόνια (ε, καλά, όχι και τόσα πολλά, στο πρώτο Burial παραπέμπει). Τον δίσκο τον είχα ήδη αγοράσει, δεν είχα προλάβει να τον ακούσω και επιπλέον δεν ήμουν και στην Αθήνα, όπου τον είχα αφήσει να κείτεται φρέσκος και καλοδιατηρημένος μες στις ζελατίνες του. Συνεπώς ούτε στη λύση του download κατέφυγα, αλλά έπαιξα τίμια αφήνοντας τον έξω από τις λίστες μου, παρότι έστειλα τη δική μου αφότου είχα διαβάσει και την προτελευταία λίστα των υπολοίπων. Αν είχα την ευκαιρία αναθεώρησης, μάλλον θα έμενε αλώβητη η πρώτη θέση, από εκεί και πέρα όμως δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά...
Στην προσπάθεια του να περιγραφεί αυτό που καταφέρνουν οι Raime με το ντεμπούτο τους άλμπουμ (έχουν προηγηθεί κάποια EP εξίσου ενδιαφέροντα και κάθε άλλο παρά πρωτόγονα στην άποψη του ντουέτου περί ήχου και αισθητικής, τα οποία δεν αγνοούνται πάντως εδώ μέσα) επιστρατεύονται πέρα από τους συνήθεις επιθετικούς προσδιορισμούς της σύγχρονης και επίκαιρης έξυπνης electronica, οι βασικές αρχές του σκοτεινού ήχου των 80s και εκ του συνόλου αυτού του ιδιαίτερου εκείνου τμήματος της experimental noise goth σκηνής, με την οποία ως ελληνικό κοινό εν πολλοίς είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι, συνεπώς δεν θέλουμε και πολλές επεξηγήσεις επ' αυτού. Στο ερώτημα λοιπόν αν οι Raime είναι goth δεν υπάρχει σαφής απάντηση, πάντως σίγουρα είναι με διαφορετικό τρόπο goth από ότι η Zola Jesus ή η Chelsea Wolfe, που είναι ότι πιο πρόσφατο σε γοτθική αντανάκλαση της παρούσας κατάστασης. Αυτό το γνωρίζατε ήδη όμως.
Το Quarter Turns Over A Living Line είναι ένας υποδειγματικά περιεκτικός σε διάρκεια δίσκος, που σε κάτι λιγότερο από σαράντα λεπτά, εμπεριέχει, χωρίς να συνοψίζει απαραίτητα, κάθε σημαίνον ηχητικό τεκταινόμενο των τελευταίων τριάντα ετών. Σε επίπεδο διαχρονικών διασυνδέσεων θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά και διάφορα, του στυλ οι Candytalk συναντάν επιτέλους τους Pole και όλοι μαζί αναρωτιούνται τι έκαναν τόσα χρόνια χώρια κλπ. Με προσεχτική οργάνωση του συνειδητά περιορισμένου ηχητικού τους οπλοστασίου, οι Raime απαιτούν από τον ακροατή όχι τόσο την συνήθη πλέον τεταμένη προσοχή, αλλά κύρια την a priori παραδοχή περί του ότι δεν πρόκειται να ακούσει κάτι ακραίο, καινοτόμο ή και ιδιοφυές στα όρια του παραλογισμού. Κατά βάση πρόκειται για έναν απλό δίσκο, που παρότι στην ακριβώς αντίθετη όχθη από αυτή της αφηγηματικής -έστω και άνευ στίχων- pop/rock/ χορευτικής συλλογιστικής, εν τούτοις κυλάει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, παρότι η έννοια της δυστοπίας συναντάται σε κάθε επόμενη κουβέντα που τον αφορά. Με αποτέλεσμα ένα επιτυχές παράδοξο προσιτής δύσκολης μουσικής, όπως συνέβη ας πούμε κάποτε και με το Spiderland των Slint, που παρότι κανείς δεν κατάφερε να σφυρίξει τις μελωδίες του, εν τούτοις και κανείς δεν έκαψε κάποιο εγκεφαλικό κύτταρο ακούγοντας το.
Συνοψίζοντας τις μελαγχολικές- κατατονικές του διαθέσεις σε σύντομες - επαναλαμβανόμενες και βεβαίως- βεβαίως ελλειπτικές μελωδίες που κατατάσσονται με επιμέλεια σε κάθε τραγούδι του δίσκου, μετά το πέρας πολλαπλών ακροάσεων, οι Raime θέτουν εκ νέου υποψίες περί του αν το σκοτεινό κατά τα λοιπά υποσυνείδητο της μουσικής τους σκέψης είναι τελικά και τόσο πεσιμιστικό όσο εξ αρχής δίνει την εντύπωση. Η μονοκρατορία του διπλού μπάσου σε ορισμένα σημεία τείνει ασφαλώς υπέρ της καταχνιάς, στην οποία συνηγορεί και το προβοκατόρικο όνομα της Blackest Ever Black με την οποία εξαρχής ταυτίζονται οι δραστηριότητες τους, όπου όμως αφήνουν χώρο για περαιτέρω ήχους και όργανα, το τελικό αποτέλεσμα προσδιορίζει τον σκοπό τους όχι ως μία απροσδιόριστη μαυρίλα, αλλά τελικά ως μία απολύτως ολοκληρωμένη μουσική πρόταση που θέτει κυρίως τους ανταγωνιστές τους προ των ευθυνών τους, και κυρίως όσους συνεχίζουν να δρουν φορμαλιστικά και έχοντας ως κύριο στόχο την πρόκληση.
Φτιάχνουν οι Raime έναν νέο ήχο ή απλώς επικαιροποιούν τα δεδομένα του χθες; Έστω και με υλικά των οποίων η προέλευση εύκολα διακρίνεται, το σίγουρο είναι ότι ο ήχος των Raime δεν προϋπήρξε ως τέτοιος ακόμη και εντός των κόλπων της σκηνής στην οποία υποχρεωτικά εντάσσονται (όποια και αν είναι αυτή). Νομίζω ότι το σωστό είναι ότι οι Raime ανασυνθέτουν και συνεπώς βγάζουν επιτέλους μπροστά έναν "νέο ήχο", που υπήρχε πάντοτε στο περιθώριο ακόμη και αυτών που τυχόν τον είχαν επινοήσει κάποτε, αλλά στην πορεία για διάφορους λόγους, τον άφησαν να περιμένει υπομονετικά σε b-side, side project ή ακόμη χειρότερα σε intros, outros και άλλα παραρτήματα τραγουδιών και δίσκων που αν τα συγκεντρώσει κανείς υπομονετικά μπορεί και να καταλήξει στο Quarter Turns Over A Living Age.
Αντίστοιχα μείζονος ενδιαφέροντος και ενδεχόμενα ακόμη πιο απολαυστικά (λόγω βιοποικιλότητας στο περιεχόμενο) είναι και τα mixtape των Raime που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο, όπου εξαντλητικά κατανοείται το σημείο εκκίνησης προς τον τελικό στόχο των εδώ δικών τους συνθετικών- ενορχηστρωτικών αποτελεσμάτων και όλα αυτά μαζί επιβεβαιώνουν τις υποψίες πολλών δυσλειτουργικών από εμάς, που πάντοτε πιστεύαμε ότι η χορευτική μουσική έχει ιδιαίτερη αξία ειδικά όταν δεν προσφέρεται για χορό.