Late Statues
Ο παλιός γνώριμος του Mr. Dark ξεφούρνισε πολύ καλό δίσκο. Του Πάνου Πανότα
Ήταν προ δεκαετίας, σ' ένα από τα τελευταία τεύχη της στήλης "Please, smile Mr. Dark!!" για το MiC, όταν συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με τον παριζιάνο Raoul Sinier και τα δημιουργήματά του. Γράφοντας γι' αυτόν τότε, πασχίσαμε αρκετά να καταλάβουμε κάτι που τόσο στα ζωγραφικά έργα του όσο και στο μεταβιομηχανικό breakcore, που λες και τα συνόδευε μουσικά στο ντεμπούτο άλμπουμ του "Raoul Loves You", φαινόταν απλησίαστο κι αποκρουστικό.
Στο επαρκέστατο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα, ο Sinier συνέχισε αδιάλειπτα να παράγει ζωγραφιές, φιλμ κινουμένων σχεδίων και βεβαίως μουσική. Μολαταύτα κατόρθωσε να μην χαθεί σ' εκείνο το πειραματικό δάσος που ξεκίνησε να διαβεί και με τον καιρό απέκτησε, όπως διαπιστώνουμε ιδίως τελευταία, περισσότερη συνείδηση της φόρμας και του τραγουδιού.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Να επισημάνουμε εντούτοις, με όρους απολογιστικούς κι αριθμών, πως ο Raoul Sinier δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να σπρώχνει τους ήχους του σε απαγορευμένες θέσεις, να αγκαλιάζει με κάθε ιδέα του τη μη κανονικότητα και να δηλώνει από άλμπουμ σε άλμπουμ (με τρία εξ αυτών στην Ad Noiseam), μαζί και στο "Covers" με τις διασκευές του σε τραγούδια των Bauhaus, The Doors, Radiohead, Portishead κ.ά., ότι είναι, και μανιωδώς επιθυμεί να παραμείνει, απορροφημένος σ' ένα καθήκον που κλείνει απέξω εμάς και τον υπόλοιπο κόσμο.
Στο "Late Statues", ο Sinier κάνει τα πάντα μόνος του εκτός από το mastering, το οποίο ανατέθηκε στον Cedrik Fermont (C-Drik). Κι ήδη από την αρχή, στο 7λεπτο "Stones And Rocks" που ανοίγει το δίσκο, η συνάντηση της θορυβώδους, εργοστασιακής ποπ με τις ανάρμοστης οριοθέτησης πρακτικές περί clicks/cuts του παλιού Venetian Snares αλλά και μιας αφύσικης για εκτός coldwave ηλεκτρονικών θεατρικότητας έρχεται ως αντεστραμμένος κατοπτρισμός παρελθοντικών στιλ, παρόλο που το στιλ δεν είναι πάντοτε το ορθό μέτρο του μεγαλειώδους να θυμίσουμε. Το ίδιο συμβαίνει και με τις λοιπές κορυφώσεις του cd, ειδικά στα πιο σύντομα, μα κορεσμένα έπαρσης, "Good Times" και "New Horn", στο "Human Statue", κι ακολούθως στα "She Has A Gun", "Camouflage", "Wanderer", "Hello My World" και "Wrecks And Dust".
Ο Raoul Sinier τραγουδά παντού με απρόσμενη έμφαση, ενίοτε τονίζοντας δια φαλτσέτο επιμήκυνσης τις αποχρώσεις στις λέξεις που αρθρώνει, όπως έχουν κάνει, αλλιώς και με άλλη χροιά φυσικά, ο Thom Yorke, ο Antony Hegarty κι ίσως κι ο Jonathan Donahue. Το σημαντικό επί του παρόντος είναι ο τρόπος, συχνά στομφώδης, που ο συνθέτης κι ερμηνευτής δημιουργεί την προκείμενη εξαιρετικότητα ως εντύπωση και ταυτόχρονα ως γεγονός. Δεν είναι αργά για να βάζει έστω και τώρα τέτοιους στόχους κάποιος σαν τον Sinier. Εξάλλου όσο τον ξέρουμε, δεν στόχευσε ποτέ του στην επιδερμική επιτυχία.
Σε κανέναν απ' τους επτά δίσκους του, ο Raoul Sinier δεν υπέγραψε μουσική αμέσως κατανοητού βάθους. Επομένως ο ηχητικός κόσμος του απαιτεί την κατάδυσή μας εντός του. Δίχως σφετερισμούς κι υπό έναν πολύ προσωπικό ριζοσπαστισμό, ο Sinier εμπλουτίζει εδώ τεχνικές γραφής που θα τις χαρακτηρίζαμε κατ' ουσία κληρονομημένες. Παρατήρηση, ωστόσο, που δεν μπορεί να αλλοιώσει το ότι έστω κι έτσι φέτος μας παρέδωσε ένα απ' τα καλύτερά του άλμπουμ. Ερευνώντας το "Late Statues", ερευνούμε το τι μαθαίνουν οι μουσικοσυνθέτες-χειριστές της σύγχρονης εποχής όταν μαθαίνουν τα όριά τους. Και τι μαθαίνουν οι άνθρωποι που τους ακούν. Διότι στη μουσική δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο, τελικώς. Τίποτα όμως.