Hollow Meadows
Καλά και λιγότερο καλά νέα για τον βαρύτονο τροβαδούρο. Του Γιώργου Λεβέντη
Ανάλογα την οπτική γωνία, μπορείς να δεις το Standing At The Sky's Edge του 2012 με δύο τρόπους. Να το αναγνωρίσεις ως το καλύτερο άλμπουμ του Richard Hawley, έναν δίσκο που κιθάρες, ψυχεδέλεια και φωνή αφού έκαναν περίεργους κύκλους γύρω από τα τραγούδια του, συναντήθηκαν επιτέλους και το δήλωσαν εμφατικά. Ή μπορείς να το δεις ως το πιο υπερτιμημένο άλμπουμ του, ένα χάσιμο μέσα σε αχρείαστα ριφ και μέτριες κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, το θέμα πάντως είναι πως κάπου εκεί φάνηκαν τα όρια του συμπαθούς Richard και σήμερα ήρθε η στιγμή να δούμε αν πήγε προς τα μπροστά, προς τα πίσω ή προς τα κάτω.
Έχουμε καλά και λιγότερο καλά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι δεν πάει προς τα κάτω, τα λιγότερο καλά (αλλά όχι και κακά) είναι ότι δεν πάει και προς τα μπροστά. Τώρα, βέβαια, μια βουτιά του Hawley στην afro-tronica δε θα ήταν ποτέ η πρώτη του προτεραιότητα οπότε μπαίνει το ερώτημα περί του τι ακριβώς θα συνιστούσε ηχητική πρόοδο για έναν εναλλακτικό βαρύτονο τροβαδούρο με τόσους δίσκους πίσω του. Η απάντηση είναι ότι δεν έχω ιδέα (ούτε αυτός προφανώς). Αν το "μπροστά" ωστόσο θα ήταν δύσκολο να το φανταστούμε, το "πίσω" το υποψιαζόμασταν και είναι η αναδίπλωση σε μια πιο παραδοσιακή συνθετική διαδικασία. Και τα νέα αυτά είναι τα λιγότερο καλά όχι εξ ορισμού, αλλά εκ του αποτελέσματος, γιατί τελικά καταλήγουμε σε ένα κάπως άνισο άλμπουμ.
Όχι ότι προσέφερε ποτέ και τίποτε ριζοσπαστικό ο καλλιτέχνης, αλλά σου έδινε φευγαλέες στιγμές μεγαλείου που σε έκαναν να φαντάζεσαι την psych-folk επανεπινόηση του Painted from Memory ή φευγαλέες στιγμές αθλιότητας που σου θύμιζαν unplugged εκδοχή των Ηedgehog Pie. Κρατούσαν αμφότερες μόνο για δευτερόλεπτα, αλλά έδιναν ένα κάποιο νεύρο. Με την επιστροφή στη λογική των πρώτων άλμπουμ και το αδιόρατο αίσθημα κούρασης που πια τον περιβάλλει έχουμε - και θα έχουμε από όσο φαίνεται- απλά άλμπουμ με τραγούδια, κάποια καλά και κάποια λιγότερο καλά. Αν το παίξουμε και λίγο ακαδημαϊκοί εξυπνάκηδες, θα διακρίνουμε και πως για πρώτη φορά η όπως πάντα ύπουλα τέλεια παραγωγή τού δίνει ένα χεράκι παραπάνω και "τσιμπάει" το συναίσθημα όταν οι συνθέσεις δεν τον βοηθάνε. Σου έρχεται δηλαδή να χρησιμοποιήσεις τη λέξη "ατμοσφαιρικό" πιο συχνά από όσο θα έπρεπε για πραγματικά "ατμοσφαιρικό" άλμπουμ.
Ας αφήσουμε όμως αυτά τα πιουρίστικα για μουσικούς που τα τραβάει ο οργανισμός τους και ας δείξουμε λίγο σέβας σε αυτό που κάνει ο Hawley, γιατί αν το να είσαι ο crooner της ψηφιακής εποχής χωρίς να γίνεις σήμα τηλεοπτικών σειρών ήταν εύκολη υπόθεση, θα το προσπαθούσαν περισσότεροι. Το job description παραμένει το γνωστό. Η κάλυψη του γενικού συναισθηματικού πεδίου που περνάει από Cohen, Hazlewοod, Cave και δε συμμαζεύεται χωρίς τα ανάλογα κλισέ, μέσα από αξιοπρεπείς indie-folk μελωδίες. Γενικά θα λέγαμε πως ανταποκρίνεται. Τα "Nothing like a Friend" (με τον Jarvis να παίζει keyboard μπάσο) και "I Still Want You" ανήκουν στα καλύτερά του. Στο "Tuesday Pm" από την άλλη σου έρχεται να τον αγκαλιάσεις με στοργή και να του εξηγήσεις πως το χειρότερο είδος τραγουδιού στον κόσμο είναι η μπαλάντα που καταχράται το πιάνο χωρίς να είναι καλή.
Το άλμπουμ γράφτηκε όσο o Richard αναρρώνοντας από τραυματισμό στο πόδι είχε ακόμη περισσότερο χρόνο για ενδοσκοπήσεις και είναι φυσιολογικά από τα πιο προσωπικά και υποτονικά του. Στο σημείο αυτό θυμίζει σε όλους πως έχει μία καταπληκτική φωνή που χρησιμοποιείται και ως όργανο και ως στήριγμα της προσπάθειας να διατηρηθεί μια υπαινικτική νότα όταν το περιβάλλον αρχίζει να γίνεται μελίρρυτο. Σαν να το ξέρει πως αυτό θα βοηθήσει τα πιο αδύναμα κομμάτια, για πρώτη φορά οι ερμηνείες του είναι "σεμνές" και διακρίνονται από την αυτοπεποίθηση που έφερε ο χρόνος. Όπως πάντα είμαστε στο Σέφιλντ, αλλά όπως πάντα οι τοίχοι του δε μας πλακώνουν. Το αυτό συμβαίνει και στις δύο φορές που ανεβαίνει κάπως η ένταση, στο κάτι-σαν-γκαραζοσόουλ "Which Way" και στο "Heart Of Oak" που διακριτικά θυμίζουν πως ο Ηawley ανεξάρτητα από τις παρέες του, στην ψυχή ήταν πάντα ένας υπεράνω μοδών rock n roller και όχι το τυπικό indie kid.
Φτάσαμε, λοιπόν, στη στιγμή που οι δίσκοι του θα αρχίσουν να χαρακτηρίζονται "τίμιοι", λέξη που ποτέ δεν μπήκε δίπλα στο όνομα των πραγματικά σπουδαίων Βρετανών μουσικών. Μικρή σημασία έχει τούτο, γιατί ο Richard Hawley δεν έβαλε ποτέ υποψηφιότητα για σπουδαίος και με αφορμή το εφτάρι που του δίνω και αφού φαίνεται πως η καριέρα του εκεί θα κινηθεί εφεξής, ας ξεκαθαριστεί κάτι. Υπάρχουν εφτάρια που δηλώνουν "εντάξει υπάρχουν και χειρότερα" και εφτάρια που δηλώνουν "μουσική απλά καλή, αλλά πραγματικά και όχι οριακά καλή". Ο Hawley θα ανήκει πάντα στη δεύτερη κατηγορία και μπορεί η Ιστορία να μην του αφιερώσει κάτι περισσότερο από μία παράγραφο, αλλά σε αυτή θα αναγνωρίσει πως ενώ άνετα θα μπορούσε να γίνει ρόλος ή ακόμη χειρότερα καρικατούρα, παρέμεινε μουσικός και μάλιστα καλός. Χωρίς να έχει τελικά μέσα του το αριστούργημα που μερικοί περιμέναμε, κατάφερε κατά έναν περίεργο τρόπο να ξεπεράσει τις πραγματικές μας προσδοκίες.