Θα ήμουν ο τελευταίος που θα σάς πρότεινε να ασχοληθείτε με έναν country / gospel δίσκο, αλλά το "Song and Void" αξίζει μια εξαίρεση. Καταρχήν, δεν είναι ακριβώς country και ούτε ακριβώς gospel: ας πούμε ότι είναι τόσο country όσο και ο Bob Dylan χωρίς την πολιτική, και τόσο gospel όσο και οι δίσκοι του Nick Cave από το "Boatman's Call" και μετά - προβάλλοντας, δηλαδή, μια εμμονή με τη θρησκεία, αλλά από τη φιλοσοφική της διάσταση. Βασικότερο θέμα όμως του "Song and Void" είναι ο θάνατος, όχι όμως με την καταθλιπτική έννοια, αλλά και πάλι, κάτω από ένα στοχαστικό πρίσμα παρόμοιο με αυτό του Nick Cave. Βέβαια δεν έχουμε να κάνουμε με ένα "Murder Ballads" (ένα κωμικό - γραφικό splatter προορισμένο να ψυχαγωγήσει παρά να προβληματίσει), αλλά περισσότερο με ένα "No More Shall We Part", ένα ενδοσκοπικό πόνημα που απαιτoύσε κάμποσες ακροάσεις πριν αποκαλύψει την ουσία του.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: ο Richard McGraw είναι ένας τραγουδοποιός που ενσαρκώνει ιδανικά τον μέσο αμερικάνο singer / songwriter: βγάζει τα προς το ζην κάνοντας δουλειές άσχετες με τη μουσική, ασπάζεται τις επιταγές του do-it-yourself, είναι αρκετά συνειδητοποιημένος για να κατανοήσει ότι οι πιθανότητες να αποκτήσει πάνω από τριψηφιο αριθμό ακροατών παγκοσμίως είναι περιορισμένες, αλλά και αρκετά πεισματάρης και φιλόδοξος ωστε να έχει την πεποίθηση ότι η φωνή του αξίζει να ακουστεί, έστω και σε αυτούς τους λίγους. Με αυτά ως δεδομένο, οι καλές προθέσεις είναι αυτονόητες: αν κάποιος κάνει 8 ώρες τη μέρα χειρονακτική δουλειά που πληρώνει 6 με 7 δολλάρια την ώρα, γιατί να περνάει το υπόλοιπο της μέρας του παλεύοντας με τετρακάναλα και ξοδεύοντας ό,τι χρήματα βγάζει σε ηχογραφήσεις και studio, αν δεν πιστεύει πραγματικά σε αυτό που κάνει; Σίγουρα όχι για την ελπίδα να έχει την τύχη του Oberst των Bright Eyes, μιας και θα ήταν πιο κερδοφόρο να επενδύσει κάπου αλλού (στο αμερικάνικο λόττο ας πούμε).
Ακούμε, λοιπόν, το "Song And Void", και αυτό που φαίνεται κατευθείαν είναι πως πρόκειται για ένα album που φτιάχτηκε με ειλικρίνεια και για να αποτελέσει οδό έκφρασης για τον δημιουργό του. Ακόμα και αν τα πράγματα έμεναν εκεί, ο McGraw θα είχε κερδίσει τη μισή μάχη, αλλά το επίτευγμά του είναι πολύ μεγαλύτερο από το να φτιάξει απλώς ένα αξιοσέβαστο album. To "Song And Void" δεν είναι μονάχα ένα έργο δουλεμένο με συνέπεια και γεννημένο από αυθόρμητη παρορμήση, αλλά και ένας δίσκος βαθύς και εμπνευσμένος που αντανακλά μια αξιολογότατη συνθετική φλέβα. Μάλλον δεν έχει νόημα να κάνουμε τη σύγκριση με το πρώτο album του McGraw "Her Sacred Status, My Militant Needs" (μιας και πέρασε εντελώς απαρατήρητο παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιου παλιού fanzine), ας αναφερθεί ωστόσο ότι οι ημι-ακουστικές συνθέσεις του McGraw παρουσιάζονται εδώ πιο λιτές, πιο folk και πιο προσωπικές, λιγότερο προσιτές για τον περιστασιακό ακροατή, και πλουσιότερες σε συναίσθημα και σε ειδικό βάρος για όποιον δώσει την απαιτούμενη προσοχή. Το στίγμα του concept υπάρχει έντονο κατά τη διάρκεια των 12 κομματιών του δίσκου, με το βασικό θέμα να είναι μια μάλλον σκυθρωπή και απαισιόδοξη ματιά πάνω στη ματαιότητα των όσων συμβαίνουν σε αυτή τη ζωή, με αρκετές πινελιές (αυτο)σαρκασμού αλλά και διάχυτη ευαισθησία. Με λίγα λόγια: δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας δίσκος που ενδείκνυται για ανοιξιάτικες διαθέσεις, αλλά αντίθετα, ένα αντι-Sunday-morning album που θα εκτιμηθεί καλύτερα όχι ως καθαρά μουσικό έργο, αλλά ως ένα ανθολόγιο από πικρές και βραδυφλεγείς ελεγείες που βηματίζουν αργά και στοχεύουν τόσο στο μυαλό όσο και στην ψυχή των ακροατών τους.
Έτσι, κατά μια έννοια, εδώ έχουμε τα καταραμένα gospel ενός ανθρώπου που, αντί να συγχωρεί το Χριστό με την καλοστημένη πόζα του Morrissey, προτιμά να ακούγεται πιο γήινος, διεισδυτικός και περιγραφικός, χωρίς ωστόσο μια υποψία χιούμορ να είναι απούσα από το όλο εγχείρημα: στο εξώφυλλο, ένα σκίτσο του McGraw με την ημερομηνία γέννησής του στα αριστερά και την ημερομηνία θανάτου του να περιμένει με τρεις τελίτσες έτοιμη για να συμπληρωθεί στα δεξιά, προκαλεί ένα αμυδρό χαμόγελο που μοιάζει με κλείσιμο ματιού στον ακροατή, σα να σου λένε ένα μικρό μυστικό που το ήξερες ήδη, αλλά δεν ήσουν σίγουρος αν είχε μαθευτεί παρα έξω.