Walt Wolfman
Η αρχή εδώ είναι το ήμισυ του παντός, μπορεί και παραπάνω. Του Λάμπρου Σκουζ
Μας κοροϊδεύει κανονικά ο Ριχάρδος της Μυστικής Καναδίας; Πώς είναι δυνατό να ξεκινάει με το εκπάγλου καλλονής ποπ άσμα Whitman και στη συνέχεια να δίνει ρεσιτάλ κακοφωνίας και βρώμικου ήχου και μάλιστα διαφορετικών ειδών και ειδοποιών διαφορών; Ή μήπως αυτό τον ενδιαφέρει; Βλέπετε ο δίσκος μοιάζει με [επιδεικτικό;] μάθημα, όχι βέβαια με την έννοια του υποδειγματικού τραγουδοσύνολου, αλλά ως ένα διασκεδαστικότατο παιχνίδι δοκιμών πάνω στο στιλ. Βάλτε τον στον παντογνώστη φίλο σας να χαρακτηρίσει το κάθε τραγούδι και σίγουρα θα σας δώσει ισάριθμα είδη κι άλλες τόσες μαντεψιές για τον καλλιτέχνη. Μόνο η κοινή φωνή σ' ένα δυο θα τον κάνει ίσως να σκεφτεί πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.
Θα μου πείτε, και τι μ' αυτό; Θα σας πω, τίποτα μ' αυτό. Πράγματι, το δισκίο έχει την πλάκα του αλλά δεν ξέρω τι νόημα έχει αυτό το παιχνίδι, όταν μάλιστα τελειώνει τόσο σύντομα! Αν έφτιαχνε δειγματολόγιο 20 δειγμάτων, να πεις ιδού μια ολοκληρωμένη δοκιμή, ένα στοιχηματικό πείραμα. Αλλά επτά είναι λίγα, ακόμα κι αν βρισκόμαστε στη λογική του EP! Ιδίως αν μιλάμε για κομμάτια όπου η φωνή του σχεδόν βουλιάζει μέσα στον βρώμικο ήχο, σχεδόν επικαλυπτόμενη από την κακοφωνία, ιδίως στην τριπλέτα Zombie [θα μπορούσε να είναι ξεχασμένο Seeds], Boogie, Out & About και Drakula (Hey Man!) - λίγο ακατέργαστο ψυχο-γκαράζ, λίγο νεοϋορκέζικο 75. Λίγο νωρίτερα στο Laugh It Up έχει επανέλθει στην πειραγμένη ποπ που γνωρίζει καλά, φλομώνοντάς την εδώ με σοουλίστικη bubblegum εσάνς, κι ακόμα πιο πριν με υπόκωφο μαυρόλευκο φανκ MG 333. Κλίμα που ξαναθυμάται στο τελευταίο, και απόλυτα 60-70 σαουντρακικό μετα-σέρφ St. Michael.
O φαλτσέτο τροβαδούρος του τετρακάναλου επιθυμεί ακόμα να ακούγονται τα τραγούδια του σα να προέρχονται από πρωτόλειο ντέμο ή έτσι μας θέλει να τα ακούμε. Μόνο που πίσω του κοχλάζουν ολόκληρες παραδόσεις, όπως του Tin Pan Alley (αν δεν τη διάβαζα στις λίγες διαδικτυακές αναφορές ομολογώ δεν θα την σκεφτόμουν), του Randy Newman, του ύστερου...Harry Nilsson, έγραψαν άλλοι, με βάση και κάποιο αστείο του, αλλά εδώ διαφωνώ, γιατί αν αρχίσουμε τις αναφορές στους φόλκερς, τους ρόκερς και τους φολκρόκερς δεν θα έχουμε τελειωμό. Προφανώς ο Swift δεν αισθάνεται περιορισμένος πουθενά, τόσο στους δίσκους του, όσο και εκτός λευκής γραμμής, όπου φτιάχνει τα ινστρουμένταλ που θέλει με το side project του Instruments of Science and Technology ή κάνει την παραγωγή εκεί που θέλει (Damien Jurado), κοινώς νοιώθει τα περιορισμένα όρια του "ενός δίσκου - ενός είδους" να τον στενεύουν. Ένα είναι βέβαιο: δεν θα ξεφύγει από το lo-fi και τα υπόγεια, αγνά R&B συναισθήματα.
Και δεν θα κάτσω να σκεφτώ πού ακριβώς εισχωρεί στο εναλλακτικό εγώ ο Walt Whitman, ο σπουδαίος ποιητής που ενέπνευσε γενιές ολόκληρες λογοτεχνών και μουσικών (beat generation, Κέρουακ ... Βάιλ, Ντύλαν, Μπήφχαρτ) και ...λυκανθρωπίζει τον ταραγμένο μας φίλο. Αλλά θα τονίσω ξανά πως το αδιαφιλονίκητα κορυφαίο του τραγούδι παραμένει το Lovely night (2004). Ξεκινήστε από αυτό, και μετά αρχίστε να λερώνεστε σταδιακά.