MM
Ένας δίσκος που κάποια στιγμή θεωρήθηκε μονάδα μέτρησης "ανοιχτομυαλιάς", προκάλεσε συζητήσεις και... δίχασε. Καιρός τώρα για μια ψύχραιμη αποτίμηση. Του Χάρη Συμβουλίδη
Μέσα σε ένα καλοκαίρι, ο 24άχρονος Θεόδωρος-Αγκουστίν Γκέγκα επιβλήθηκε στο καγκουράμαξο που περνάει από τις γειτονιές παίζοντας σουξέ στη διαπασών και διακτίνισε το "Mama?" στα πανηγύρια της ελληνικής υπαίθρου. Στο μεταξύ, σχεδόν υποχρέωσε τους μουσικογραφιάδες να πιάσουν (δημόσιες και ιδιωτικές) συζητήσεις περί reggaeton και trap, ορίζοντας έτσι την κλίμακα του τελευταίου μεγάλου σεισμού που συντάραξε την εγχώρια δισκογραφία.
Ένα θέρος αργότερα, ωστόσο, το φαινόμενο δείχνει μακρινό· και δεν φταίει μόνο η σαρωτική επικαιρότητα του κορωνοϊού. Για πολλούς, δηλαδή, πέρασε στην ιστορία σαν ανάλογο της "Gangnam Style" τρέλας, με τον ίδιο τον Sin Boy να καίει στο μεταξύ όλες τις γέφυρες με το εγχώριο mainstream ανακηρυσσόμενος σε Lil Jesus, εξαπολύοντας επίθεση στους Ιλλουμινάτι και στον Κυριάκο Μητσοτάκη και αποχωρώντας από τη Minos-EMI. Η δε επιστροφή του γίνεται σε συνεργασία με τη σύντροφό του, την Αλβανίδα τραγουδίστρια Rina Balaj (μαζί έκαναν την επιτυχία "Gigi", το 2018), με πλήρως do-it-yourself μέθοδο: η Alpha Pop Original είναι δικό τους label. Επίσης, υλοποιείται με μια δουλειά 1 ώρας και 9 λεπτών, σε κραυγαλέα αντίθεση και με το άλμπουμ KaGuRas (2019), αλλά και με όσους διακηρύσσουν ότι η νεολαία ασχολείται πλέον με μεμονωμένα τραγούδια κατάλληλα για τα βιντεάκια στο TikTok και όχι με ολόκληρους δίσκους.
Ο Sin Boy παραμένει εντούτοις σαφώς εγγεγραμμένος στις κυρίαρχες τάσεις. Δεν άρχισε δηλαδή να ασχολείται ξαφνικά με το (νεο)progressive ή το stoner, ώστε να γίνει όντως «αγνώριστος», όπως τον θέλουν ορισμένα δημοσιεύματα. Παρέα λοιπόν με τη Rina, τσιγαρίζει σκελίδες από synth pop, italo disco, house, euro dance και hi-NRG, διατηρώντας συνάμα το autotune στην πρόσοψη, ώστε το ΜΜ να κρατά και τις trap φιλίες. Συν-πλην κάποιες αναφορές, επομένως, πρόκειται για την ίδια συνταγή με την οποία γυρνάει και το διεθνές mainstream πίσω στα 1980s ή στα 1990s. Μια εμφανής διαφορά βρίσκεται βέβαια στην παραγωγή, αφού εδώ δεν υπάρχει ούτε η ίδια τεχνολογική ευχέρεια, ούτε ανάλογοι προϋπολογισμοί. Και τα αποτελέσματα, ακούγονται: λείπει το βάθος, οι λεπτομέρειες, η εκλέπτυνση.
Φυσικά, ο ελέφαντας στο δωμάτιο για το ΜΜ δεν είναι η παραγωγή, αλλά η ίδια η τραγουδοποιία. "Προς Νέο Συνθέτη" απευθυνόμενος, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ξεκαθάρισε τα πράγματα (1978), γράφοντας «όλο κάτι να θυμίζει και να μην ξέρουμε τι». Αν όμως το βρίσκεις αυτό το «τι», τι γίνεται;
Μπαίνεις στα πρώτα δύσκολα του ΜΜ, είναι η απάντηση, καθώς καλείσαι να πάρεις αποφάσεις διατηρώντας μια κάποια συνέπεια απέναντι σε ένα φαινόμενο που ασφαλώς δεν είναι πρωτόγνωρο στην εγχώρια ποπ: ας θυμηθούμε πρόχειρα τον Νίκο Καρβέλα με τον Jerry Lee Lewis ή τον Γιώργο Μαζωνάκη με τον 50 Cent. Εν προκειμένω, λοιπόν, δέχεσαι ότι το "Barbie Girl" των Aqua (1997) διέθετε το κάτι τις του, αντιμετωπίζοντας την ανακύκλωσή του στο "Spaceship"; Θεωρείς άξιο ποπ στιγμιότυπο το "Tell It To My Heart" της Taylor Dayne (1988), καθώς ακούς τον απόηχό του στο "Alien Soul"; Δικαιολογείς την υφαρπαγή του "Song For Denise" των Piano Fantasia (1985) στο "Ps2", λόγω του επιδιωκόμενου φόρου τιμής στο "Ω! Θαύμα" του Τάκι Τσαν, επειδή το είχε σαμπλάρει πίσω στο 1999; Ακόμα και μια γαλαντόμα «ναι σε όλα» απόκριση, δεν αναιρεί την υπογραμμισμένη επισήμανση ότι τέτοια κομμάτια χτίζονται πάνω σε δανεικά.
Το πρόβλημα, μάλιστα, δεν περιορίζεται σε 3-4 τραγούδια. Ίσως στα υπόλοιπα να μην εντοπίζονται αναλόγως εξόφθαλμες παραπομπές, όμως ακούμε εδώ τη βουή ενός συγκεκριμένου παρελθόντος, που αναπλάθεται με τους διασκεδαστικούς μα και κομματάκι ρηχούς όρους της γιουροβιζιονικής ποπ των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης. Δεν γίνεται λοιπόν να δεχτούμε ότι τεκμηριώνεται αισθητική αξία ή κάποια σπουδαιότητα επειδή το ΜΜ εναρμονίζεται με μια όψη του επίκαιρου mainstream ή επειδή μπορεί να λειτουργεί ως κάψουλα αναμνήσεων για όσους φιλοτεχνούν το Ελντοράντο της νιότης τους, υποκαθιστώντας τη στοιχειοθέτηση μιας κριτικής αποτίμησης με αναδρομές σε ευτυχισμένα λικνίσματα κάτω από φωτορυθμικά. Ψάχνοντας, πάντως, κάτι βρίσκεις. Μπορεί δηλαδή να μην αποφεύγεται η φλυαρία με όλα αυτά τα "Time Travel", "Oddysia" και "Wisdom", όμως το άλμπουμ πράγματι προσπαθεί να ξύσει πέρα από την επιφάνεια.
Ο έρωτας, λ.χ., αντιμετωπίζεται με βιωματικό τρόπο, βασισμένο στη σχέση των δύο συντελεστών. Ο Sin Boy ξεφεύγει μάλιστα από την «πουτάνα μη μου λες siéntelo» νοοτροπία, ακόμα κι αν παραμένει ωμός καθώς περιγράφει τις περιπτύξεις του με τη Rina («Στους άλλους κυρία, σε μένα πόρνη», από το "Sari"). Έρχεται επιπλέον σε πλήρη αντίθεση με τη «θέλω κότερα, ελικόπτερα» κουλτούρα που δοξάζει φέτος ο παλιόφιλος Mad Clip, γράφοντας στίχους τύπου «Ξυπνάω το πρωί από το κρεβάτι μέσα σε mansion, tetancion / Μα ντρέπομαι για μένα, είμαι φτωχός, με την ψυχή μου απών» (από το "Tetancion"), ενώ στο "Universal" αγγίζει με τη Rina έναν ηλεκτρονικό ρομαντισμό 24 καρατίων, τον οποίον θα ζήλευαν και οι Saint Etienne, παρά τις διαφωνίες που μάλλον θα είχαν με την ενορχήστρωση. Στο "A+", επίσης, τραγουδά αλβανικά για το πώς ήταν να είσαι μετανάστης που περνούσε στην Ελλάδα από τα βουνά («Jam Albanian emigrant / Ne greqi nga malet kam ardh»), προσπαθώντας να βγάλει έπειτα τον μήνα, ενώ στο "Apollo" φτάνει να βάλει στην κουβέντα ακόμα και τον Θεό.
Εν τέλει, η ζωή του ΜΜ έχει τον δίκοπο χαρακτήρα των χαλαρών, πιασάρικων ήχων με τους οποίους πολλοί έχουμε διασκεδάσει στα απανταχού beach bars, φτάνοντας να τους θεωρήσουμε έως και αναπόσπαστο τμήμα μιας ανέμελης θερινής σαιζόν. Εντούτοις, όσοι ξελογιαστήκαμε κάποτε από τις σειρήνες τέτοιων τραγουδιών, ξέρουμε καλά πώς μας φαίνονταν αν επιχειρούσαμε να τα ξανακούσουμε τον χειμώνα, ξεκομμένα από εκείνες τις ειδικές συνθήκες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει λοιπόν κι εδώ, με έναν δίσκο που μπορεί να είναι ωραίος και εφήμερος την ίδια στιγμή, ανυψωτικός και ρηχός, λαμπερός μα και φτηνός. Η ισορροπία του, ασταθής· εντούτοις υφίσταται.