"Όταν με κοιτάς κατάματα / Βλέπεις μόνο μεροκάματα / Λες πως είναι όλα ανάκατα / Λες πως είναι όλα γάμα τα" - Ρόδες: Εδώ μιλάμε Πολυεθνικά
Το παραπάνω δίστιχο που σε παράλληλο χρόνο παραπέμπει από τον Πανούση (παρότι οι Ρόδες δεν είναι οι νέοι Πανούσηδες - το ξεκαθαρίζω γιατί πολυακούγεται εσχάτως αυτή η ανοησία) και τα Ημισκούμπρια στην παγκοσμίως ταξική φύση του hip-hop και στον πηγαίο "τσαμπουκά" του αιωνίως εφηβικού ελληνόφωνου ροκ, βγάζει στη φόρα σε δέκα παρά κάτι δευτερόλεπτα όσα όλα θέλετε, πρέπει και δεν φροντίσατε να ξέρετε για τις Ρόδες.
Όποιος δεν κατανοεί, ακόμη μουρμουρίζει την παραφιλολογία για τη συνεργασία με την Αρβανιτάκη. Όποιος είναι αμετανόητα σκληρός, "κυνηγάει" να τους τιμωρήσει για την... προδοσία στο δρόμο με την ολιγαρχία των κυρίαρχων ανεξάρτητων. Όποιος θεωρεί ότι κατέχει τη μόνη αλήθεια, ας πάψει να μιλάει επιτέλους.
Όλοι εμείς οι υπόλοιποι φτωχοί και φραγκάτοι, κοινοί και μουράτοι πανηγυρίζουμε για τον καλύτερο ξεκάθαρα pop ελληνικό δίσκο της τρέχουσας δεκαετίας. Ένα χρόνο αφότου οι Κόρε. Ύδρο. ακροβάτησαν στο περιθώριο των ευαισθησιών μας και λιθοβόλησαν το δήθεν μουσικό μας ελιτισμό, οι Ρόδες επανέρχονται (με sequel άλμπουμ κι αυτοί, και αφού προηγήθηκε και ένα ep) προσφέροντας αυτό που αφορά τους πάντες, θα απασχολήσει πολλούς και στο τέλος θα μείνει προνόμιο των ολίγων. Και μακάρι να διαψευστώ για το τελευταίο ασφαλώς...
Θεωρητικά, οι Ρόδες θα μπορούσαν να καλύπτουν το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στην αδιάφορη σκληροπυρηνική πτέρυγα του ελληνικού hip hop (με αποτελέσματα του τύπου "η ΚΝΕ συναντάει τις εφηβικές αναρχο-punk συνειδήσεις"), την απέναντι πτέρυγα-πίστα (την οποία καλύπτει επαρκώς και από μόνο του το Θηρίο), αλλά και στο καλοδεχούμενα χαρυκλινικό hip hop των Ημισκουμπρίων και Σία (ό,τι πιο υγιές στο χώρο μέχρι στιγμής). Πρακτικά, ορμούν εναντίον ολόκληρης της ελληνικής μουσικής, την ισοπεδώνουν και αποχωρούν θριαμβευτές.
Τίποτε αφημένο στην τύχη και τίποτε το εξεζητημένο. Με όχημα ένα μουσικό είδος, που παρότι απόλυτα οικείο πλέον και στα καθυστερημένα ελληνικά ακροατήρια, παραμένει απόλυτα ξένο στην ελληνική μουσική και ερμητικά "ανθελληνικό" στις προσπάθειες μπασταρδοποίησής του, οι Ρόδες στήνουν και ξεστήνουν πάραυτα το λαϊκό τραγούδι των ελληνικών 00s, απόλυτα καθαρό από τη μούχλα της παράδοσης και τη σαπίλα των θρύλων του παρελθόντος και αφήνουν χιλιόμετρα πίσω τους γραφικούς νοσταλγούς του Καζαντζίδη στην ηχομονωμένη κουζίνα του αυτοσχέδιου θριάμβου τους.
Αν πρέπει να βρω σημείο αναφοράς, θα προτιμήσω τις προ πολλών ετών ανάλογες προσπάθειες του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ο οποίος ομοίως επιχείρησε να αποτυπώσει στο σύνολό της την ελληνική πραγματικότητα μέσω δυτικής μουσικής οδού.
Δύο οι διαφορές. Η ελληνική πραγματικότητα βρίσκεται πλέον σε άμεση σύνδεση με τον κίνδυνο της Δύσης και την "ενόχληση" της καθ' ημάς Ανατολής (και οι Ρόδες σοφά δεν παραλείπουν να αναφερθούν σε αμφότερες) και η μουσική γνώση είναι πλέον βαθύτερη, η αναζήτηση πιο ουσιαστική και τίποτε δεν κινείται στις παρυφές των επιτευγμάτων των δυτικών πρωτεργατών.
Σε δεκαοχτώ συνολικά τραγούδια πραγματικά μεγάλης διάρκειας, οι Ρόδες σου λένε τα πάντα, για τα πάντα και μερικά ακόμη τα οποία δεν θα είχες σκεφτεί ποτέ. Οι γκόμενες που το παίζουν (καταθλιπτικιά τέλειο λέμε!), αυτές που δεν το παίζουν αλλά σε κοκαλώνουν ούτως ή άλλως, η δήθεν πολυεθνική μας πλέον κοινωνία, η σοβαρή μουσική, η αυστηρή μουσική, το hip hop που δε λέει να σταματήσει να γαμάει για να καλύψει και καμιά φυσική ανάγκη επιτέλους, τα φράγκα, το lifestyle της παρακμής, η παρακμή των ναρκωτικών και τα lifestyle ναρκωτικά, η καριέρα, η επιτυχία και η οδύνη αυτής, τα σταριλίκια, τα ποζιλίκια, η βλαχιά, η μαγκιά μας, όχι αυτή απέναντι στο κράτος, η σκέτη μαγκιά... και οτιδήποτε άλλο μόλις σου ήρθε στο μυαλό.
Τραγουδάμε για κόκαλα...; Όχι πλέον. Οι Ρόδες αλλάζουν τα δεδομένα στο παιχνίδι της απολιθωμένης ελληνικής στιχουργίας.
Απαραίτητο αντίβαρο στην ποιητική εκλεκτικότητα των Κόρε. Ύδρο., η πραγματιστική άποψη των Ρόδες -με φλέγμα, πνεύμα και ωμότητα- παραπέμπει άμεσα στον κυριλέ νεορεαλισμό της ιταλικής κωμωδίας των 70s και όχι στη δαλιανιδική φάρσα που "σιδέρωσε" το ελληνικό 60s, 70s, 80s και 90s χιουμοράκι μας. Κι ας παρελαύνει υπερήφανα η Μάρθα Καραγιάννη από το δίσκο.
Μουσικά..., το hip hop έχει πάντα το ατού να μπορεί να αναφέρεται σε πλείονα των πολλών μουσικών ειδών. Αρκεί μια ευφυής χρήση του sampling, μερικές παρεκτροπές σε πραγματικές μουσικές πρακτικές και άπαντες θα βρουν να ακουμπήσουν κάπου. Από το Get That Beat μέχρι το Let The Sun Shine, από τους οικείους reggae ρυθμούς μέχρι τα συνθηματολογικά ρεφρέν, οι Ρόδες παίζουν μπάλα με "γνώση" και κάθε πρόγνωση για αναμάσημα όσων έχουν ήδη γίνει στο είδος πέφτει στο κενό.
Ο λόγος τους είναι απόλυτα χειμαρρώδης και δε σε αφήνει στιγμή να αράξεις και να αποφύγεις την προσεχτική και πορωμένη ακρόαση. Τα τραγούδια τους φτιαγμένα για να τα ακούς ξανά και ξανά.
Επεξηγούν επιτέλους και στη γλώσσα μας μέσω υπερφορτωμένης έμπνευσης και ταλέντου και με σύμμαχο ανελέητα αλάνθαστη παραγωγή και ηχητική κάλυψη... το γιατί τέλος πάντων μπορεί ο Jay Ζ να είναι σκοτεινός και απλησίαστος και παράλληλα απόλυτα εμπορικός και προσβάσιμος, ενώ εδώ ακόμη και η εναλλακτική pop επιμένει να εκπροσωπείται από καρικατούρες.
Και οι Ρόδες λοιπόν τραβάνε τόσο μπροστά και πηγαίνουν τόσο μακριά, που ίσως να μην μπορούμε να τις ακολουθήσουμε.
Με λαχάνιασμα από τα μετόπισθεν,