In dust
Δίσκος-κόλλημα από δυο Σουηδούς με αναλογικά συνθεσάιζερ ανά χείρας. Του Άρη Καραμπεάζη
Ψάχνοντας να βρω γιατί αποσβολώθηκα ήδη από την πρώτη ακρόαση των Σουηδών και γιατί συνεχίζω με απανωτές για τρεις μέρες τώρα, καταλήγω πρώτος από όλους στο κακεντρεχές συμπέρασμα ότι μία στα τόσα χρόνια κάνω διάλλειμα σε εκατοντάδες ώρες ακρόασης ελεγχόμενα χρήσιμου κιθαριστικού υλικού και παβλοφικά αντιμετωπίζω το πρώτο "ηλεκτρονικό" που έρχεται προς το μέρος μου, ως τη σωτηρία του μουσικού κόσμου. Από την άλλη ξέρω πολύ καλά ότι κάθε μήνα που θα ανοίξω τις σελίδες με τις δισκοκριτικές στο Wire θα ψάξω πρώτα να βρω τι θα γράψουν για τους Wilco, παρά για τον Rustie. Με την κριτική των Wilco στο UNCUT δεν θα ασχοληθώ καν βέβαια... Διότι ως ελάχιστα είναι γνωστό οι αρετές ή μη ενός δίσκου, εντοπίζονται καλύτερα σε φαινομενικά "εχθρικό" για αυτόν περιβάλλον. Αρκεί να υπάρχει και η σχετική γνώση βέβαια.
Στο In Dust ο παραδοσιακός ροκ ακροατής θα πιστέψει αμέσως ότι κόλλησε, διότι έστω και με διαφοροποιημένα μέσα, όλες οι συνθέσεις του δίσκου διακατέχονται περήφανα από το αίσθημα "one, two, three, four" και ελάχιστα παρεκκλίνουν από αυτό, χωρίς να έχει σημασία η υπερπενταπλάσια χρονική τους διάρκεια. Ο Peder Mannerfelt συνεχίζει τον δρόμο των συνεργασιών, και εδώ ανεβάζει τον πήχη της minimal αντίστασης στη γοητεία που ασκεί μία πλουμιστή pop σύνθεση (διαβάζεται με μια ανάσα) ακόμη πιο ψηλά και αντί να αραδιάζει ιδέες εδώ κι εκεί, ασχολείται με μιάμιση και μόνη ιδέα κάθε φορά. Συμπαίκτης του σε αυτό το project ο Malcom Pardon και παρότι απουσιάζουν ραγισμένες φωνές και απόκοσμες ανάσες, η μουσική τους συναντάει συναισθηματικές κορυφώσεις και δραματικά κρεσέντα, σε βαθμό ορισμένες φορές ανησυχητικό για την ψυχική υγεία του ακροατή. Η εξέλιξη τους σε σχέση με την προηγούμενη φορά, σχεδόν σοκαριστική.
Μπορείς να το ακούσεις χωρίς να έχεις πάρει ναρκωτικά; Ασφαλώς και μπορείς. Αλλά ψυλλιάζεσαι ότι με ναρκωτικά θα το ακούσεις καλύτερα, διότι μπορεί η δημιουργία κατά πως μας λένε τα τελευταία χρόνια να απαιτεί νηφαλιότητα (αλλιώς μας τα λέγαν παλιά βέβαια), αλλά όπως μας διδάσκει και ο μεγάλος Alan Mc Gee τα καλά ναρκωτικά είναι που έφεραν καλό κόσμο και κοσμάκη στο κατώφλι της Creation (είδατε ότι εκμεταλλευόμαστε την επερχόμενη αλλαγή στη νομοθεσία, παλιότερα δεν τα γράφαμε αυτά). Η οποία Creation είναι η υπέρτατη μουσική δημιουργία του μικρόκοσμου μας, συνεπώς το παζλ συμπληρώνεται μια χαρά.
Από την άλλη βέβαια, ναρκωτικά-ξεναρκωτικά, one-two-three-four ή four-five-six- άπειρο...., οι ιστορικά ενημερωμένοι θα σου πουν ορθά-κοφτά ότι εδώ αντιγράφονται ξεδιάντροπα ολόκληρα μουσικά κινήματα που έδρασαν κατά Γερμανία μεριά προ τριάντα ετών και βάλε και ότι οι Tangerine Dream και οι όμοιοι τους τώρα που μιλάμε συμπληρώνουν στις τελευταίες λεπτομέρειες της την αγωγή τους ενάντια στους δύο Σουηδούς και στο ξεπατίκωμα τους. Εν μέρει βάσιμο μεν, άδικο δε για την ποιότητα της δομημένης έμπνευσης που υπάρχει εδώ μέσα, η οποία και πάλι οδηγεί στο να μην τιμωρηθούν οι δράστες, παρότι εντοπίστηκε το έγκλημα (η Γαρίνη θα τα έγραφε με ιατρικούς όρους, ο Ξαγάς με χημικούς κ.ο.κ.). Ομοίως άστοχο το κατηγορητήριο, διότι όπως ξέρουμε πολύ καλά πλέον τα retro αισθητήρια που ασυναίσθητα "χτυπάνε" στον καθένα μας, κάνουν ενίοτε όλη αυτή τη ψυχαναγκαστική νοσταλγία απείρως πιο γοητευτική από το συνήθως απροσδιόριστο σημείο αναφοράς της. Ειδάλλως δεν θα υπήρχε ποτέ καμία Zola Jesus.
Το In Dust πριν και πέρα από όλα αυτά είναι ένα άλμπουμ με σαφείς στόχους σε κάθε επόμενο λεπτό, με συνθέσεις που χωρίς να φλυαρούν, αναπτύσσονται σε έκταση τέτοια ώστε ο ακροατής σχεδόν να αγωνιά για το που πρόκειται να καταλήξουν, χωρίς δευτερόλεπτο να του περνάει από το μυαλό ότι τυχόν θα βαρεθεί. Μικρά περάσματα από κλασσικότροπες τεχνοτροπίες, πινελιές ελάχιστου χρώματος σε ένα κατά τα άλλα ξηρό- πλην σκονισμένο κατά πως υποδεικνύει ο τίτλος- περιβάλλον. Δηλαδή τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο από μία υγιέστατη μαυρίλα, κορακοζώητη goth-ίλα, χωρίς γραφικότητες, δέρματα και ξύσματα.