Bells for the south side
Γνωρίζω κάμποσους επιφυλακτικούς με την ECM και τα κάπως συντηρητικά ποιοτικά της στάνταρ. Μήπως αυτός ο δίσκος τους κάνει να αναθεωρήσουν; Ή μήπως όχι; Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά
Σχετικά συχνά πιάνω τον εαυτό μου να σιχτιρίζει μετά από ακρόαση δίσκων της ECM. Αυτό συμβαίνει γιατί δυστυχώς πολλές από τις εκδόσεις της, των τελευταίων κυρίως χρόνων, είναι από βαρετές έως κουραστικές και σου αφήνουν μια περίεργη (όχι ευχάριστη) αίσθηση ότι είναι όλες περίπου το ίδιο πράμα. Σα να είναι το ίδιο συγκρότημα που έχει βγάλει όλους αυτούς τους δίσκους, από την πιο «straight» jazz μέχρι τους πιο avant πειραματισμούς. Θα έλεγα ότι φταίει η παραγωγή. Αυτό το πολυφορεμένο «ο ήχος της ECM». Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι μουσικοί οι οποίοι ηχογραφούν στην ECM είναι σπουδαίοι, επικρατεί μια συγκεκριμένη και πολύ αυστηρή νοοτροπία η οποία από τη μία δείχνει σίγουρο στόχο και σοβαρότητα, απ’ την άλλη όμως παρατηρεί κανείς και έναν περίεργο συντηρητισμό. Κάπως σαν να αδυνατεί ο παραγωγός να αφουγκραστεί τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες του κάθε καλλιτέχνη ξεχωριστά και να ρισκάρει ανάλογα. Χοντρικά ένα «αυτό είμαστε, αυτό κάνουμε».
Δυστυχώς είναι και έτσι τα πράγματα. Όμως κανένα νόμισμα δεν έχει μόνο μία όψη. Θέλω να πω ότι προτού χάσουμε (όσοι σιχτιρίζουμε τέλος πάντων) όλες μας τις ελπίδες για αυτήν τη μεγάλη εταιρία, καλό είναι να επαναπροσδιορίζουμε κάποια πράγματα, να τα διαβάζουμε και αλλιώς, να επιδιώκουμε να βρούμε φως γιατί υπάρχει. Εγώ το ψάχνω το φως στην ECM γιατί στην πραγματικότητα θαυμάζω την πάρα πολύ ισχυρή και επίμονη αισθητική γραμμή της (ασχέτως αποτελέσματος). Τόσα χρόνια ο Manfred Eicher, χωρίς να επηρεάζεται από πρόσκαιρες μόδες, βαδίζει σε ένα δύσκολο και προσωπικό δρόμο για να δώσει λόγο και οντότητα σε αυτή την εταιρία αλλά και στο προσωπικό του όραμα. Δε χάνω τις ελπίδες μου, γιατί ευτυχώς υπάρχουν και κάποιες πραγματικά ξεχωριστές περιπτώσεις οι οποίες ίσως δεν χρωστάνε την αξία τους στο γεγονός ότι υπήρξε ένα ρίσκο σχετικά με αυτά που έλεγα παραπάνω, αλλά στο ότι η συνηθισμένη διαδικασία παραγωγής κατάφερε και ταίριαξε σχεδόν τέλεια με το έργο. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο δίσκος που έχουμε εδώ. Και μιλάμε για μεγάλο έργο!
Ο Roscoe Mitchell υπήρξε μέλος του θρυλικού Art Ensemble of Chicago. Ένα «τζαζ» συγκρότημα. Οι κύριοι οι οποίοι παίζανε σε αυτό δεν ήταν όποιοι κι όποιοι, είχαν αποστραφεί από πολύ νωρίς κάθε σύμβαση η οποία θα μπορούσε να τους δέσει τα χέρια (σκεφτείτε ότι κάποια στιγμή ξέμειναν από ντράμερ και δε θεώρησαν απαραίτητο να βρουν άλλον, προτίμησαν να παίζουν όλοι διαφόρων ειδών κρουστά, παράλληλα με ότι άλλο έπαιζαν). Το αποτέλεσμα ήταν ένα συνονθύλευμα αποτελούμενο από την υπαρξιακή κραυγή της free jazz, από μια πρωτόγνωρη εξωστρεφή λαϊκότητα και από έναν απόκοσμο αφρικανικό πρωτογονισμό που τους οδήγησε στο κέντρο, στο στόχο όλης της τέχνης. Στο μυστήριο, στο ά-λογο. Μετά από χρόνια λοιπόν ο κύριος Roscoe κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο τεράστιας εσωτερικότητας, το οποίο είναι το απόσταγμα, η ουσία, το υγρό πνεύμα του Art Ensemble of Chicago.
Έχουμε λοιπόν ένα μεγάλο σχήμα στο οποίο συμμετέχουν ο James Fei (σοπρανίνο και άλτο σαξόφωνο, κόντρα άλτο κλαρινέτο, ηλεκτρονικά), o Hugh Ragin (τρομπέτα, τρομπέτα πίκολο), o Tyshawn Sorey (τρομπόνι, πιάνο, ντραμς, κρουστά), o Craig Taborn (πιάνο, όργανο, ηλεκτρονικά), o Jaribu Shahid (διπλό μπάσο, μπάσο, κρουστά), o Tani Tabbal (ντραμς, κρουστά), o Kikanju Baku (ντραμς, κρουστά), o William Winant (κρουστά, tubular bells, glockenspiel, βιμπράφωνο, μαρίμπα, Roto Toms, κύμβαλα, bass drum, woodblocks, τύμπανα) και φυσικά ο Roscoe Mitchell (σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο και μπάσο σαξόφωνο, φλάουτο, πίκολο, bass recorder, κρουστά). Όπως βλέπουμε παίζουν πολλοί πολλά και πολλά κρουστά. Αντίθετα με ότι συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις πολυπληθείς περιπτώσεις (κυρίως στη free jazz), δεν υπάρχει καμιά φωνακλάδικη πολυφωνία. Τα πράγματα είναι ζεν. O Roscoe ξέρει να διαχειρίζεται τη σιωπή, να χρησιμοποιεί τις παύσεις, όχι απλώς σαν κενά ήχου, αλλά σαν πολύτιμα σχήματα της σύνθεσης. Ησυχία, χαμηλές ταχύτητες και αβίαστες εναλλαγές δράσεων, χωρίς να λείπουν οι απαραίτητες για τις αντιθέσεις και τη δυναμική εξάρσεις, οι οποίες όμως είναι με απίστευτη ακρίβεια σχεδιασμένες και καταλαμβάνουν μικρό χώρο, σαν κερασάκια στην τούρτα. Οι αντιθέσεις και η δυναμική υπάρχουν λοιπόν και παρόλο που ακούμε κάτι που αναπτύσσεται αργά, σταθερά, καθαρά, χωρίς «θόρυβο», δίνουν σε αυτό το κάτι μια σχεδόν υπερφυσική ένταση, μια εσωτερική δύναμη την οποία σπάνια συναντά κανείς. Και μάλιστα χωρίς καθόλου κοιλιές. Όλο το τεράστιο σε μέγεθος αποτέλεσμα (2 γεμάτα CD) υπερχειλίζει από την ένταση αυτή, λες και το παραμικρό, ο παραμικρός ήχος τοποθετείται τελετουργικά σαν να πρόκειται για ένα μυστήριο, ένα ιερό γεγονός. Όχι, δεν είναι γραφικότητα αυτό που λέω, δεν το κάνουν επί τούτου (ούτε όμως και ασυναίσθητα), απλώς γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μουσική και η τέχνη γενικότερα έχει αυτό το χαρακτήρα. Το γνωρίζουν έχοντας ξεφύγει και από τις περιγραφές, από τους εύκολους πιασάρικους μελωδισμούς και ρυθμολογίες. Οι μελωδίες και οι ρυθμοί τους είναι αφαιρετικοί και διάφανοι σα νερό. Πλησιάζουν συχνά έναν πρωτογονισμό ο οποίος δεν προκύπτει κατά παραγγελία, αλλά ακριβώς μέσα από την αφαίρεση. Απομάκρυνση κάθε τι περιττού, χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς φόβο μη χαθεί κάτι, μέχρι να χαθεί οτιδήποτε δε φτιάχνει κάτι. Απέριττα και αβίαστα όλα και μια σιγουριά στους αυτοσχεδιασμούς που είναι χαρακτηριστικό των καλλιτεχνών οι οποίοι έχουν δουλέψει πολύ σκληρά για πολλά χρόνια και σε συναυλίες και μέσα στα στούντιο. H εμπειρία και η εσωτερική αναγκαιότητα για δημιουργία επιστρατεύονται μέσα σε ένα πνεύμα ευγενούς συνεργασίας με οδηγό τον Mitchell και οδηγούν στο στόχο. Την ποιητική.
Μετά το πέρας της ακρόασης πάντως, θα αναρωτηθείς κατά πάσα πιθανότητα σχετικά με το τι είδους μουσική παίζουν τελικά τούτοι δω οι μάστωροι, γιατί δε μοιάζει ούτε με τζαζ, πλησιάζει μεν την κλασική αλλά δεν είναι ακριβώς (κάτι ψιλο-χοντρο ξεφεύγει), free improv δεν είναι… τι είναι τελικά; Είναι κάτι που τα περιέχει όλα και σχεδόν σε τέλεια ισορροπία. Είναι μια μουσική η οποία αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τις καθαρολογίες και το μάντρωμα. Μια δράση που τελείται από ανθρώπους οι οποίοι βλέπουν την τέχνη σαν μια ολότητα. Σαν μία σοβαρή πληροφορία καταγεγραμμένη στα κύτταρα της φύσης.
Μπράβο και σε σένα ECM. Να μας τα ξαναπείς έτσι.