Distant Radio Transmission
To "ου γαρ έρχεται μόνο" για το γήρας κατά σχεδόν απόλυτο κανόνα σε δεινά αναφέρεται. Μήπως όμως να αναθεωρήσουμε τον κανόνα; Της Ελένης Φουντή
還暦(kanreki) είναι το ορόσημο των 60 ετών, μεγάλη γιορτή με πανάρχαιες ρίζες, καθώς, κατά τη γιαπωνέζικη κουλτούρα, συμβαίνει τότε ένα κρίσιμο reset και ο άνθρωπος διάγει δεύτερη νεότητα παρακαλώ. Καιρός για νέα σχέδια, νέα ξεκινήματα, έναν δεύτερο κύκλο δημιουργίας. Τώρα επειδή όλα αυτά ερείδονται στον εξωφρενικά αντιεπιστημονικό κινέζικο ζωδιακό κύκλο, είμαστε φυσικά πανέτοιμοι να τα χλευάσουμε. Τι γίνεται όμως με εκείνους τους υπερήρωες που δεν μασάνε από ηλικίες και ο εγκέφαλός τους εκρήγνυται από την έμπνευση σαν να είναι 20 χρονών; Τι λέμε για τα κρανία του Σεζάν, τις όψεις του βουνού Φούτζι του Χοκουσάι; (αν είχε τύχει να δείτε την αναδρομική του Χοκουσάι στο Βρετανικό Μουσείο το 2017 και πώς απογειωνόταν η τέχνη του μετά τα 75 του χρόνια, καταλαβαίνετε ακριβώς τι εννοώ). Τι θα γίνει επιτέλους με τον Roscoe Mitchell; Ρητορικό το ερώτημα και πώς να απαντήσεις άλλωστε.
Έγραφα εδώ ότι δίσκοι σαν το “Bells For The South Side” (2017) βγαίνουν κάθε χίλια χρόνια και αναγκάζομαι κιόλας να το πάρω πίσω, καθώς ο Mitchell ξαναχτυπάει τώρα με κάτι ανώτερο. Δεν ξέρω πώς γίνεται να είσαι ο συνιδρυτής των Art Ensemble Of Chicago, μία από τις μεγαλύτερες μορφές της τζαζ εδώ και δεκαετίες και να εμφανίζεις φέτος έναν τέτοιο δίσκο σαν να μην τρέχει τίποτα, οπότε θα δεχτώ de facto ότι υπάρχει μια σπάνια κατηγορία ανθρώπων στην τέχνη (και στα γράμματα, μην ξεχνάμε και την σταθερά ακμαία Margaret Atwood) που με την ηλικία πετυχαίνουν ένα α λα kanreki reset της νεανικής ορμής του μυαλού τους, εμπλουτισμένου όμως με εμπειρία, και κάνουν θαύματα.
Ο Mitchell δεν σεβάστηκε ποτέ νόρμες και κανόνες έτσι κι αλλιώς, αλλά με το “Distant Radio Transmission” φτάνει μέχρι σημείου ολικής κατεδάφισης των συνόρων αφενός του free improv και της οργανωμένης δομής της σύνθεσης και αφετέρου της τζαζ και της avant-garde κλασικής – ηλεκτροακουστικής σκηνής από τον περασμένο αιώνα μέχρι τώρα, με μια δουλειά που περιλαμβάνει αμιγώς παρτιτούρες του, οι οποίες όμως ξεκίνησαν από αυτοσχεδιαστική βάση.
Επίκεντρο είναι το ομώνυμο “Distant Radio Transmission”, ένα improv κομμάτι του Mitchell με τον πιανίστα Craig Taborn και τον ντράμερ Kikanju Baku που στην πορεία προσαρμόστηκε για ορχήστρα. Εδώ το ακούμε σε μια εκτέλεση του 2019 από τον Mitchell σε σοπράνο σαξόφωνο και την τσεχική Ostravská Banda. Είναι μια εικοσάλεπτη δαντελωτή διαδρομή στο experimental διαμέσου ενός πυκνού δάσους πνευστών και έγχορδων, μια ματιά στο minimal μέσα από ένα συμφωνικό πρίσμα, με abstract ηλεκτρονικά στοιχεία και τον βαρύτονο της πρωτοπορίας Thomas Buckner να στέλνει το δάσος στο διάστημα με την απόκοσμη ερμηνεία του.
Στον υπόλοιπο δίσκο ο Roscoe δεν ερμηνεύει τίποτα, αλλά η συνέχεια είναι εξίσου συναρπαστική. Το “Nonaah Trio” για φαγκότο, πιάνο και φλάουτο έρχεται από τα 70s. Στην εκτέλεση που ακούμε, φλάουτο και όμποε (αντί φαγκότου) τα λένε μεταξύ τους κυρίως. Και τα βρίσκουν. Το παμπόνηρο όμως πιάνο - ζιζάνιο στο βάθος δολοπλοκεί δημιουργώντας μυστήριες δυσαρμονίες που θολώνουν τα νερά. Δηλαδή εκεί που νόμιζα πως χτίζεται μια κατάσταση μουσικής δωματίου, σαν να μπαίνει στο παιχνίδι και μια free jazz πινελιά. Το αποτέλεσμα είναι απολαυστικότατο, σπιρτόζικο και μια ηχηρή υπενθύμιση με διακριτικό τρόπο πως το κομμάτι αυτό στην αρχική του μορφή ήταν σόλο αυτοσχεδιασμός του Mitchell σε σαξόφωνο.
Τα ραδιούργα πιάνα εξαφανίζονται στο "Cutouts for Woodwind Quintet", δουλειά του 1985, αρχικά για ξύλινα μόνο πνευστά που αναπτύσσονται σε αλληλοεπικαλυπτόμενα επίπεδα, χωρίς να ενδιαφέρονται για την τήρηση κανόνων και μέτρων φαινομενικά, διατηρώντας ωστόσο τα στοιχεία του ήχου ισόρροπα. Στην μάχη της διελκυστίνδας πέφτουν με τα μούτρα το κλαρινέτο με το φλάουτο δημιουργώντας οξύτητες, το όμποε και το φαγκότο που αμβλύνουν την ένταση και το γαλλικό κόρνο, κρίσιμος τοποπαρατηρητής και συνοδοιπόρος.
Last but οπωσδήποτε not least, το "8-8-88", που χρονολογείται από την αντίστοιχη ημερομηνία αλλά δουλευόταν από τον Mitchell επί δέκα χρόνια. Το κομμάτι είναι γραμμένο για πιάνο κι εδώ το ακούμε σε ένα Disklavier της Yamaha. Μελωδικό, πολύπλοκο, εξερευνητικό και τρομερά εκφραστικό, εμένα μου θυμίζει λίγο τις σονάτες για πιάνο του Pierre Boulez και του Jean Barraqué στο πιο τσαχπίνικο ίσως. Το έγραψα και πριν άλλωστε, ότι ο δίσκος αποκολλάται από την παραδοσιακή free jazz λογική και πλέει στο κλασικό avant-garde αρχιπέλαγος αυτού και του προηγούμενου αιώνα. Δεν είναι πρωτόγνωρες αυτές οι τάσεις για τον Mitchell, αντίθετα και στο “Bells For The South Side” (2017) βγάζουν μάτι οι επιρροές από τον Ξενάκη, όμως εκεί η βάση ήταν ακόμα τζαζ ενώ εδώ κάθε διαχωριστική γραμμή έχει εξαφανιστεί πια.
Προχωρώντας αυτή την οπτική λίγο περισσότερο, ίσως κι αυτό ακόμα να μη χρειάζεται να ειπωθεί. Μπορεί εμένα προσωπικά ως ακροάτρια να με βοηθούν αυτές οι σκέψεις να αφομοιώσω ό,τι ακούω (άλλωστε γίνονται αυτόματα), αλλά τον Mitchell δεν φαίνεται να τον αφορά το πώς θα χαρακτηρίσουμε τη μουσική του. Η πλήρης απειθαρχία και η απαγκίστρωση από υφολογικές δεσμεύσεις είναι το πιο δυνατό από τα στοιχεία πρωτοπορίας (και έχει πολλά) του “Distant Radio Transmission”, αυτό που κάνει τη μουσική του ελαφριά ως αίσθηση, σαν πέταλο λουλουδιού, και βαριά ως μελλοντική παρακαταθήκη, σαν πέταλο αλόγου. Ένα “σταμάτα να αναλύεις και άκου” που όλοι θέλουμε να μας συμβεί, αλλά λίγοι μουσικοί μπορούν να πετύχουν.
Τίποτα από αυτά λοιπόν δεν έχει σημασία. Ο Roscoe Mitchell ακούει και καταλαβαίνει κάθε νότα, κάθε όργανο, κάθε πλήκτρο, κάθε παύση και με κάθε του δουλειά εγείρει μια νέα επανάσταση στην καλλιτεχνική έκφραση που δεν ξεχνά ότι μαζί με το μεγαλείο βαδίζει η συγκίνηση, η απλότητα, το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός. Μπορεί και μια νέα έκφανση της ίδιας της καινοτομίας και της ομορφιάς.
Λοιπόν, ας γράψω τώρα πάλι ότι αυτά συμβαίνουν μια φορά κάθε χίλια χρόνια και ας ελπίσουμε να διαψευστώ εκ νέου το συντομότερο.