Μια ζωή τα ίδια απαιτεί και χρειάζεται τελικά ο "ροκ" όχλος και όσοι Prodigy και Nine Inch Nails και να περάσουν, οι πρωτογενείς του ανάγκες θα διαφοροποιούνται στο ελάχιστο... "αγνό" (τι μισώ αυτή τη λέξη!), πρωτόγονο, ατόφιο rock 'n' roll δώστε μας και είμαστε ευχαριστημένοι... και κάτι παραπάνω. Βάλτε μας και στο trip ενός μύθου για επικίνδυνα παρακμιακά ζευγάρια, με αμείωτες αυτοκαταστροφικές τάσεις, και την τάση να "βαράνε" τις μουσικές τους σε καταστροφικές εν-τάσεις και έχουμε φτάσει στα όρια της ηδονής, που τόσο καλά γνωρίζουμε και από τις προηγούμενες επαφές μας. Μας προσφέρονται λοιπόν για έννατη full-time φορά οι ξελαρυγγισμοί του Neil Haggerty και της super-rock γκόμενας του, Jennifer Herrema και το προσβλητικό τους προσκύνημα στον καλογυαλισμένο τάφο του ροκ.
Και δε βλέπω κανένα λόγο να μην τους δεχτούμε και πάλι. Ξεπεράστε επιτέλους τα στερεότυπα για τα τελειωμένα junkies και την τελευταία τους διέξοδο στην οργή και την ωμότητα της αθάνατης αγαπημένης μουσικής. Ξυπνάτε... οι τύποι είναι πολυεκατομμυριούχοι (για ρωτήστε τη Virgin πόσα τους έσκασε για σπάσιμο συμβολαίου πριν λίγα χρόνια, όταν οι πολυεθνικές έδιωχναν τους 'εναλλακτικούς' πιο γρήγορα απ'ότι τους είχαν αγοράσει...), κυκλοφορούν με λιμουζίνες και ξοδεύουν αλόγιστα σε άχρηστα ψώνια - και καλά κάνουν θα πρόσθετα εγώ, σιγά μη χρειάζομαι street ήρωες για να ταυτιστώ μαζί τους.... μουσική θέλω! Ξεχάστε τα άρρωστα και από καιρό τελειωμένα μυαλά των ψυχικά ασθενών καλλιτεχνών... ο Neil είναι υπερ-θεωρητικός της θεωρίας της αποδόμησης (έχει γράψει και βιβλίο σχετικά...) και το μυαλό του παίρνει πιο πολλές στροφές από αυτά δέκα οπαδών του μαζί. Τα της Jennifer και της καμπάνιας για τον Calvin Klein τα ξέρετε... και μην ακούσω τίποτε ότι σας χάλασε το γεγονός... και πως τάχα δήθεν πρόκειται για ξεπούλημα.
Γιατί αμέσως θα καταλάβω ότι δεν έχετε ακούσει ούτε το παρόν, αλλά ούτε και τις προηγούμενες πρόσφατες δουλειές των Royal Trux. Και θα σας μαλώσω άσχημα, γιατί μου το παίζετε "ροκ", και δεν ασχολείστε με την απόλυτη rock μπάντα του indie στερεώματος αυτή την εποχή. Και την πιο cool συνάμα... για να σκάσουν οι εχθροί το λέω αυτό!
Το ατέλειωτο χάος του θορύβου, των echo και των ουρλιαχτών που παλιά τρόμαζε τον κόσμο, όχι ότι έχει οργανωθεί, αλλά ακούγεται πλέον πιο ευφυές και λειτουργικό, πιο "ξεκαθαρισμένο", έτσι ώστε να μπορείς να περνάς περισσότερο καιρό μέσα του. Το βρώμικα funk-άτο blues, και το ποτισμένο από το ζοριλίκι του blues ξεσηκωμένο funk παρευρίσκονται σε μια απόλυτα αρμονική αταξία. Τα solos του Richards είναι χαραγμένα στον τοίχο του studio για να μην ξεχνάει ο Haggerty να τα επιστρατεύει, κάθε φορά που η μπάντα ρέπει προς υπέρμετρο πειραματισμό και χάνεται στα δωμάτια της post-alternative εξερεύνησης, από την οποία προέρχεται. Και αυτά κάνουν καλά τη δουλειά τους και επαναφέρουν την τάξη. Αλλού οι κιθάρες δεν ντρέπονται να δηλώσουν hard (rock), τα '70ς όμως τζαμαρίσματα παίρνουν τέλος πριν την ώρα τους και πριν προλάβουμε καν να εκστομίσουμε τη γνωστή κατηγορία περί... δεινοσαύρων. Η φωνή και των δύο συνεχίζει να... κόβει και εγώ όσο και να προτιμώ τα φάλτσα χρώματα του Neil, δε δύναμαι το ελάχιστο να αντισταθώ στη στυλιζαρισμένη και απόλυτα γροητευτική αγριάδα της Jenny, η οποία -προσοχή- δεν είναι riot girl... και τέτοιες αηδίες, είναι ένας γνήσιος rock performer -αλά Neil Young και Johny Thunders μαζί ας πούμε-, που τυχαίνει να έχει ατέλειωτα πόδια και μακρύ (ως το πιο τέλειο μέρος του σώματος της...) ξανθό μαλλί. Και ουρλιάζει -συγκρατημμένα πλέον- στα ηχεία σου και τα riff της κιθάρας σε κάνουν να ξεχνάς όλους τους Brokeback και τους Bablicon που άκουσες τον τελευταίο χρόνο.
To 'Pound for pound' lp επιβεβαιώνοντας τον δημιουργικό οργασμό της μπάντας την τελευταία τριετία, έρχεται πριν προλάβουμε να 'ξενερώσουμε' από το προηγούμενο 'Veterans of Disorder' και δένει αρμονικά με τις τελευταίες τους -μετά το 'Sweet Sixteen' lp- δισκογραφικές καταθέσεις, για τις οποίες το επίθετο straight κερδίζει στα σημεία το επίθετο extreme, στην άτυπη μάχη για τη συνοδεία του ουσιαστικού 'rock', του οποίου η παρουσία φυσικά και δεν κλονίζεται σε κανένα σημείο. Έχοντας την αίσθηση ότι ο Haggerty αποφάσισε να περάσει αυτή τη φορά περισσότερο χρόνο μπροστά από το μικρόφωνο, ενώ η αγαπημένη του τον συνοδεύει και τον συμπληρώνει ηδονικά, όποτε δεν έχει η ίδια τα ηνία, ανακαλύπτω τελικά κομμάτια που έως και εθιστικά θα τα χαρακτήριζα, πράγμα παράδοξο για μια μπάντα που και πολλά τραγούδια μας έχει δώσει στα δεκαπέντε χρόνια της υπαρξής της, και που μέχρι πριν λίγα χρόνια πόνταρε πρωτίστως στο σοκ του ήχου και του αντίστοιχου attitude, παρά στις ίδιες τις συνθέσεις.
Μπαίνουν ύπουλα με τις πρώτες αρμονικές γραμμές του "Call out the lions", για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα γρήγορα γρήγορα με το καθοριστικά απλό κιθαριστικό ριφ, και τα μπλαζέ φωνητικά που χτίζουν μαζί με το -a-tribute-to-Stones- ρεφραίν το πρώτο μεγάλο τραγούδι του δίσκου. Το highlight έρχεται προς το τέλος της πρώτης πλευράς με το εκτενές "Deep country sorcerer", ένα περιγραφικό μπλουζ για έντονα μεταμεσονύχτιες 'αγριεμένες' καταστάσεις με τη Jennifer να επιδίδεται σε κάτι που φαινομενικά την αφήνει παντελώς αδιάφορη, το να αποδείξει ότι έχει φωνή, που μπορεί να 'υπηρετήσει' και τραγούδια με αυξημένες απαιτήσεις. Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το υπέρμετρα παλιομοδίτικο -και μουσικά και στιχουργικά- "Sunshine and grease"-, τυπικό sexy-ish rock 'n' roll τραγούδι, υποψήφιο να ξεχαστεί όσο εύκολα -υποθέτω ότι- γράφτηκε. Όπως στο 'Veterans' lp έτσι και εδώ στο "δεύτερο μέρος" το ζευγάρι αφήνει πιο ελεύθερη την μπάντα να ψαχτεί και ενίοτε να ναρκισσευτεί με τις δυνατότητές της. Ακούγοντας κομμάτια όπως το "Small Thief" πάλι, ο παλιό-φιλος Jon μάλλον θα αναρωτιέται γιατί αυτός όταν πάει να το παίξει Jagger, του βγαίνει πολύ σε 'κόπια' και 'ξεπατίκωμα', ενώ τούτοι εδώ -που δεν είναι και τόσο cool & famous- ακούγονται αυθεντικοί και πείθουν χωρίς δεύτερες σκέψεις και ανησυχίες... Το 'Pound for pound' καταλήγει τελικά να βρίσκει τη θέση του στο παραδοσιακά ροκ τμήμα της δισκοθήκης μας, μόνο που μας καλεί να ανατρέχουμε σε αυτό με πρωτοφανή για τέτοιου είδους pure μουσικές απόψεις συχνότητα.
Tρία τζαζίστικα post-rock (και τα ρεμίξ τους από πάνω...), δύο minimal techno ασκήσεις ύφους, μια συλλογή με electro-trash ποπ, και τουλάχιστον τρία-τέσσερα post-ambient σκοτεινά έργα διάρκειας απροσδιόριστης, είναι ακριβώς ότι μου χρειάζεται για να εξιλεωθώ και να επανέλθω στα ίσα μου, μετά τη νέα οπισθοχώρηση και χωρίς πολλές ενοχές παράδοση στην αμιγώς ροκ αισθητική των Αμερικάνων... Και καμμιά επανέκδοση Scott Walker για να επανακτήσω τη χαμένη μου ευγένεια... Εσείς πάλι μην τα σκέφτεστε αυτά και πλησιάστε επιτέλους τους Royal Trux, μπας και τελικά τα rawk ακροατήρια αποδειχθεί ότι ξέρουν να ακούν και μουσική!