Ethnic ή world music; Ο πρώτος όρος είναι πιο αναγνωρίσιμος, ο δεύτερος θυμίζει μάλλον ετικέτα σε δισκάδικο. Πάντα οι βόλτες σε αυτούς τους δρόμους με ζαλίζανε... Και ξυπνούσαν μέσα μου το απαίσιο αίσθημα του μάταιου και του αναπόφευκτου. Πώς να προσεγγίσεις κάτι που εκτείνεται τόσο μακρυά από σένα; Και όταν τα όρια δεν αφορούν μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο; Και όταν ξέρεις ότι για κάθε παραδοσιακή ή τοπική ή ethnic ή world ηχογράφηση, υπάρχουν 10 ή 100 ή 1000 μουσικοί ή μπάντες που δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ; Το χάος, όμως, και το απεριόριστο των μουσικών και των τρόπων, μπορεί να αποτελεί κυκεώνα για τον ακροατή που δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει, αλλά αποτελεί ευτύχημα για μελετητές εθνομουσικολόγους και μουσικούς που αφήνοντας πίσω τα εκάστοτε μουσικά όρια, φαντάζομαι, ενθουσιάζονται ερχόμενοι σε επαφή με την παγκόσμια μουσική δεξαμενή. Παραδείγματα; οι Beatles τη δεκαετία του '60 γυρνώντας από την Ινδία άλλαξαν (ή σκότωσαν για άλλους) τη μουσική για πάντα. Ο Paul Simon (με το Graceland), οι Brian Eno και David Byrne (με το My Life in the Bush of Ghosts) και ο Ry Cooder (που σιγόνταρε τον μέγα Ali Farka Toure στο Talking Timbuktu) έδωσαν την ευκαιρία στην αφρικανική ήπειρο να συνεχίσει να τροφοδοτεί τη δυτική μουσική με ιδέες αρκετά χρόνια μετά την επανάσταση του rock'n'roll...
Ας πετάξουμε στο 2008 σιγά σιγά: Τρεις από τις πρόσφατες κυκλοφορίες που απόλαυσα ιδιαίτερα και άκουσα πολλές φορές ευχάριστα, κλείνουν το μάτι σε στοιχεία που δεν θα δυσκολευόμασταν να τα χαρακτηρίσουμε ethnic. Οι εξωτικοί Dengue Fever (όσοι δεν πείστηκαν από την πρόσφατη κριτική στο MiC ας το ξανασκεφτούν), οι Vampire Weekend, και εσχάτως οι Ruby Suns με το Sea lion. Οι δύο τελευταίοι με αμερικανικό διαβατήριο και αφρικανικά δάνεια. Ώρα να εστιάσουμε στους τελευταίους. Ουσιαστικά, μιλάμε για το τριμελές σχήμα του 24χρονου καλιφορνέζου (και κατοίκου Ν. Ζηλανδίας) Ryan McPhun. Ο οποίος φλερτάροντας με την εξαιρετική kiwi rock των The Chills και The Clean, ψηφίζει pop νεο-ψυχεδέλεια, αρμονίες και ξερό ψωμί... Για τα οποία είμαι σίγουρος ότι "μιλάνε" και ξελογιάζουν κάποιο συγκεκριμένο τμήμα του ανθρώπινου εγκεφάλου που σχετίζεται με την ευφορία. Δεν μπορεί, όλο και κάποιο πείραμα θα έκαναν στο San Francisco πριν 40 χρόνια! Αν στα παραπάνω που γαργαλάνε τον εγκέφαλο προσθέσουμε και τα αφρικανικά ρυθμικά στοιχεία που γαργαλάνε τους γοφούς (οι οποίοι δεν λένε ψέματα!), παίρνουμε "σχηματικά" το προφίλ του Sea lion.
Στο ομώνυμο ντεμπούτο τους πριν 2 χρόνια, οι Ruby Suns εκμεταλλευόμενοι και την ομοιότητα της φωνής του McPhun με του Wilson προσομοίωσαν σαφώς επιτυχημένα τον ψυχεδελικο ήχο της Καλιφόρνιας, ενώ στο δεύτερο δύσκολο δίσκο τους κάνουν το μεγάλο βήμα, με τις διαθέσεις πειραματισμού που επιδεικνύουν να τους δίνει extra πόντους και να διατηρεί το ενδιαφέρον για τα μελλοντικά βήματά τους. Πέρα από τα διάσπαρτα στο δίσκο αφρικανικά congas που δίνουν το ρυθμό και τους ήχους των ζώων, με το μεταλλαγμένο αφρικανικό πνεύμα της tropicalia του Oh Mojave, αποτίνουν φόρο τιμής στην ομώνυμη έρημο της Καλιφόρνιας, δικαιολογώντας τις ουκ ολίγες αναφορές στις λέξεις world και ethnic αυτού του κειμένου. Από την Καλιφόρνια στην Νέα Ζηλανδία, από εκεί στην Αφρική, τα ισπανικά flamencos, τη Βραζιλιάνικη tropicalia, και πίσω στην αμερικανική έρημο. Οι 80 ημέρες για τον γύρο του κόσμου εν έτει 2008 είναι πάρα πολλές... Τα δυόμισι λεπτά του παραπάνω κομψοτεχνήματος και τα 41 του δίσκου υπεραρκούν. Το Tane Mahuta στη γλώσσα των Maori μηδενίζει το κοντέρ για την επόμενη διαδρομή που δεν αργεί να καταλήξει πάλι στη μαύρη ήπειρο, κάνοντας μια σύντομη στάση στο μεξικανικά mariachi.
Ακόμα και στις λιγότερο μπασταρδεμένες στιγμές του δίσκου (όπως στο There are Birds που βρίσκουν στο κατόπι τους Magnetic Fields, και στο Remember), η indie-pop ψυχεδέλεια των Ruby Suns δεν στερείται ιδεών, προσεγγίζοντας "επικίνδυνα" αυτή των Animal Collective και πιο πρόσφατα των Yeasayer. Σαν να έκλεψαν λίγο από την κουτσουρεμένη έμπνευση των The Shins, με τους οποίους άλλωστε περιόδευσαν πέρυσι. Στο Morning Sun, βγάζουν τη γλώσσα στην καθαρότητα (αν υφίσταται τέτοιο πράγμα έξω από τα λεξικά) συναντώντας την 80's electronica των Depeche Mode. Σε γενικές γραμμές, ο δίσκος κυλάει, μην αφήνοντας τις μέτριες στιγμές (π.χ. Ole Rinka) να αμαυρώσουν το συνολικό αποτέλεσμα, το οποίο δίνει στο συγκρότημα από τώρα εισιτήριο για τη λίστα με τα καλύτερα του 2008. Και το επιμύθιο: όσοι πιστεύουν ότι οι Animal Collective είναι κάτι περισσότερο από μια πολύ καλή μπάντα, και το Person pitch του Panda Bear κάτι περισσότερο από ένας καλός δίσκος, στο Sea lion βρίσκουν ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα!