Στην παρουσίαση του προηγούμενου δίσκου του Rufus Wainwright, γράφαμε πως ο δημιουργός του μοιάζει να δέχεται πολλαπλάσια ερεθίσματα από το μέσο άνθρωπο, έτσι όπως εκτίθεται μέσα από το χείμαρρο των σκέψεών του και τους δαιδάλους των συνθέσεών του. Το "Want One" ήταν ένα έργο θεαματικό και πολυσχιδές, και ένα χρόνο μετά, έχουμε το δεύτερο (και τελευταίο) μέρος του με τίτλο "Want Two" που συμπληρώνει αυτήν τη νεορομαντική ανθολογία τραγουδιών με σκοτεινότερους και βαρύτερους τόνους, και έναν Wainwright να θριαμβεύει ξανά, και απόλυτα, σε όλα τα επίπεδα. Είναι σχεδόν σα να βλέπεις στο μέτωπό του μια φωτεινή επιγραφή να αναβοσβήνει τη λέξη "talent" με κεφαλαία γράμματα, κι εκείνος να έχει επίγνωση του γεγονότος, και άλλοτε να το απολαμβάνει, άλλοτε να το καταριέται κάθε στιγμή.
Στο dvd πάντως που συνοδεύει το "Want Two", και που αποτελείται από μια ζωντανή εμφάνιση του Wainwright και από κάποια σκόρπια πλάνα γυρισμένα στο San Francisco πριν από τη συναυλία, αυτό που βλέπουμε είναι ένας νεαρός τραγουδοποιός που περπατάει ανέμελα στους δρόμους της πόλης, συναντά μια πένθιμη πομπή και σκέφτεται ότι ο εκλιπών θα χάσει την ευκαιρία να δει τη συναυλία του (!), μιλάει με μια νύφη παρατημένη στα σκαλιά της εκκλησίας από τον γαμπρό ο οποίος την άφησε για να κάνει χαβαλέ με κάτι περαστικούς, μάς λέει ότι "μόλις είδε τον πιο όμορφο άντρα, πάνω σε ένα skateboard", και πάει να συναντήσει το νεαρότερο και νεογέννητο μέλος της οικογένειας Wainwright αναφέροντας "πάω να το σκοτώσω για να είμαι πάλι εγώ ο μικρότερος". Τον βλέπεις και απλά ξέρεις ότι μέσα στο μυαλό του υπάρχουν εκατό σκέψεις που τρέχουν παράλληλα την ίδια στιγμή. Ακόμα κι όταν στέκεται ακίνητος, είναι σα να παρατηρεί διαπεραστικά τα πάντα γύρω του και να τούς επιστρέφει την ίδια ενέργεια που τού εκπέμπουν.
Και αυτό που επιστρέφει ο Wainwright πίσω στον κόσμο είναι μια pop άποψη, σαφέστατα εκλεκτική αλλά σε καμιά περίπτωση ελιτίστικη, που γεφυρώνει διαφορετικές αισθητικές και εποχές, με κοινό παρανομαστή τη συνεχή διατήρηση του δραματικού στοιχείου. Δεκαπέντε σχεδόν λεπτά ακρόασης του "Want Two", και ο Wainwright έχει δώσει τρεις πολύ διαφορετικές εικόνες: το "Agnus Dei" είναι κάτι που θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει "λατινικό αμανέ", το "The One You Love" μια ανατρεπτική pop στιγμή που ο Neil Hannon των The Divine Comedy θα έκανε τα πάντα για να την είχε γράψει ο ίδιος, ενώ το "Peach Trees" ένα ρομαντικό δράμα που τιμάει το απόλυτο icon του Wainwright - την Judy Garland.
H συνταγή μοιάζει φρικτή, κι όμως αντί να γίνει μια καρικατούρα του εαυτού του όπως ίσως θα ήταν η αναμενόμενη κατάληξη, ο Wainwright ξεφεύγει από τις παγίδες των υπερβολών, των gay κλισέ και της κιτς σημειολογίας, πολύ απλά γιατί επιλέγει συνειδητά να πέσει ο ίδιος μέσα και να αντλήσει από αυτές την έμπνευση για κάτι που θα ακουστεί τελικά πηγαίο και ευαίσθητο, απρόσμενα ειλικρινές και αναπάντεχα κομψό. Ακόμα κι όταν αυτοαποκαλείται "gay Μεσσίας", βάζοντας γυναικεία gospel φωνητικά να τραγουδούν "Rufus the baptist", δεν το κάνει τόσο για να αυτοσαρκαστεί, όσο για να αναδείξει την τρωτή του φύση, και το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το εννιάλεπτο "Old Whore's Diet", το οποίο οδηγείται από λίγους μόνο στίχους που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά σε ένα ρυθμικό, επικό θέμα με ψευδο-οπερετικά μέρη και ύφος μιούζικαλ. Στο χαρτί μοιάζει σαν ηχητικός εφιάλτης. Στην πραγματικότητα, είναι μια εθιστική στιγμή που όσο σε ρίχνει με τη στοχαστική μελωδία της, άλλο τόσο σε ανεβάζει με τις εσκεμμένες χοντράδες της εκφοράς της και τα - από άλλο ανέκδοτο - guest αντρικά φωνητικά.
Στο μεγαλύτερο μέρος του όμως, το "Want Two" δεν είναι ούτε εκκεντρικό, ούτε προκλητικό, αλλά μια βαθιά προσωπική υπόθεση που υφαίνεται ανάγλυφα μέσα από σπουδαία τραγούδια τα οποία απαιτούν κάμποσες ακροάσεις πριν αποκαλύψουν τις αρετές τους. Κάποιοι δε θα είχαν άδικο να μιλήσουν για ομφαλοσκόπηση, αλλά από την άλλη, εδώ έχουμε το ξεδίπλωμα ενός ιδιαίτερου μυαλού, και μιας νοοτροπίας που δεν κολλάει μπροστά σε οποιοδήποτε crossover, και κυρίως, δεν υποκύπτει σε κανέναν άγραφο νόμο της pop και της rock σκηνής που θέλει τους ρόλους προκαθορισμένους, και τα όρια προδιαγεγραμμένα. Έτσι, ο Wainwright αισθάνεται απόλυτη άνεση να αλώσει την pop κουλτούρα βάζοντας τον Jeff Buckley πλάι στην Barbra Streisand, ή τραγουδώντας με τον χαρακτηριστικό μεστό του τρόπο (που φέρνει στο μυαλό έναν ακόμα πιο αρρενωπό Thom Yorke) ένα κομμάτι όπου υποδύεται μια νεαρή σπουδάστρια τέχνης ερωτευμένη με το δάσκαλό της. Κι όλα αυτά, όχι επειδή έχει σκοπό να ταρακουνήσει κάποιο κατεστημένο, αλλά πολύ απλά επειδή έτσι αισθάνεται.
Αυτό τελικά που μοιάζει με θράσος και εξυπνακίστικη διάθεση, δεν είναι άλλο παρά υπέρμετρη φαντασία και πηγαίος οίστρος, ανίατα κυκλοθυμικός και ευφυέστατα δομημένος. Δε θα μπορούσες να πεις ότι ο Wainwright φτιάχνει ακριβώς pop, ή ότι είναι ένας συμβατικός singer / songwriter, ούτε ότι είναι ρομαντικός με την καθαρή έννοια της λέξης. Θα μπορούσες όμως να πεις, χωρίς καμιά αμφιβολία, ότι ο Wainwright παράγει Τέχνη.