Education
Λέτε να μας σώσει και πάλι το πανκ; Ο Άρης Καραμπεάζης ακούει τα 18 λεπτά του "Education" και οι ελπίδες του αναπτερώνονται.
Όταν είχε πρωτο-κυκλοφορήσει το βιβλίο του Γιάννη Κολοβού «Κοινωνικά Απόβλητα;» είχα μεταξύ άλλων διαβάσει σε μία ανάρτηση στο Facebook την απλουστευτική, πλην όμως και ουσιαστική στον αφορισμό της, θεώρηση «καλά ρε φίλε; ο άλλος έγραψε ακαδημαϊκό βιβλίο για το πανκ και μάλιστα 600ων σελίδων; Πάμε καλά;». ΟΚ, μπορεί να μην υπήρχε το «πάμε καλά» και να το προσθέτω τώρα εγώ, καθώς έχω την αίσθηση ότι κάπως ταιριάζει, και ενώ μάλιστα τότε συμμετείχα στη συζήτηση, κάπως υπέρ του απλουστευτικού αφορισμού ταχθείς, από ότι θυμάμαι.
Στην όλη προβληματική γύρω από το πώς ένα ζήτημα όπως το punk καταλήγει αρχικά αντικείμενο διδακτορικής διατριβής και στη συνέχεια η διατριβή αυτή γίνεται και βιβλίο για το ευρύ κοινό, δηλαδή κατά τεκμήριο για όσους δεν κατέχουν τους ακαδημαϊκούς κώδικες, επανερχόμαστε με αρκετές αφορμές τα τελευταία χρόνια, και πάνω σε αυτό μάλλον καταλήγω να προσυπογράψω τα όσα είχε πει ο Αντώνης Ξαγάς σχετικά με το βιβλίο του Κολοβού. Από εκεί και πέρα όμως, προβληματίζομαι εκ νέου στο αν στη φράση «σκεφτόμαστε σοβαρά το ευτελές» μπορούν τελικά να ενταχθούν και ζητήματα όπως το punk, δίπλα- δίπλα σε ζητήματα όπως η βιντεοκασέτα.
Μπορούμε άραγε να «σκεφτούμε τόσο σοβαρά» επάνω στον νέο δίσκο των Ruined Families, όσο «δεν μας επιτρέπει» τόσο το σύντομο της διάρκειας αυτού, όσο και η ανεξάντλητη ορμή που εμπεριέχεται σε κάθε ένα από τα αυτοτελή όσο και αλληλεξαρτώμενα μεταξύ τους τραγούδια ταχείας μεν καύσεως, βραδείας δε διάρκειας (μόλις ένα ξεπερνάει κατά πολύ τα 2’ και αγγίζει τα 2μιση), και που δείχνει ικανή να επιδράσει στα πράγματα, χωρίς περαιτέρω αναλύσεις και ορισμούς; Και τα δύο ζητήματα, όπως χρησιμοποιούνται και παραδίδονται στην πράξη από τους Ruined Families, θεωρώ ότι τελικά χαράσσουν εκ νέου παρά αναιρούν τη θεωρία η οποία τα καθοδηγεί.
Το punk (ειδικά στις ακραίες-hardcore όψεις του, όπως εδώ πέρα) ακόμη μπορούμε να πιστεύουμε (ή και να παραμυθιαζόμαστε, αν προτιμάται ο όρος) ότι έχει καταφέρει όντως ένα διαρκές καίριο πλήγμα στην καθεστηκυία ροκ τάξη, το οποίο ουδόλως ανατρέπεται από το ότι ακόμη και το ίδιο το punk είτε εξαρχής προήλθε, είτε τελικά απορροφήθηκε από μεθόδους και οργανισμούς περισσότερο συστημικούς από ότι μέχρι τότε είχε γνωρίσει το rock στην σύντομη ιστορία του, με την συστημικότητα μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις να εκβιάζεται και να μεγιστοποιείται ακριβώς για να μην υπάρχει περιθώριο πραγματικού περιθωρίου ή ανατροπής σε κάθε επόμενο μουσικό είδος που τυχόν θα ευαγγελιστεί κάτι τέτοιο. Κάθε τόσο όμως οι ‘κανόνες του punk’ (σφοδρή αντίφαση ε;) έρχονται και κάπως διαβρώνουν το κυρίως σώμα του ροκ, έστω και ανεπαίσθητα πλέον.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύντομη διάρκεια είναι statement, όταν μάλιστα αποτελεί επακόλουθο όχι προχειρότητας, αλλά αντίθετα πεπαιδευμένης λιτότητας. Ομοίως statement είναι και η υπερβάλλουσα μυική και σωματική δύναμη των τραγουδιών, η οποία στις πρώτες αναγνώσεις μοιάζει να θέλει να εμποδίσει τον ακροατή από το να απασχοληθεί τόσο με το γενικό πλαίσιο, όσο και με το ειδικότερο κάθε φορά υπόβαθρο που θέτουν οι Ruined Families, όχι τυχόν στο περιθώριο, αλλά στο έσχατο άκρο μιας κοινωνικής πραγματικότητας (στην οποία πάντοτε εμπεριέχεται και η μουσική, ακόμη και όταν μιλάει απλώς για αγάπες, λουλούδια, σοκολάτες), που περισσότερο από το να μας ενοχλεί, έχει καταντήσει επικίνδυνο το ότι θεωρούμε πως δεν μας αφορά.
Η τελική πρόταση των Ruined Families λοιπόν, τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά το Blank Language LP, όπως ηχογραφήθηκε για δύο μήνες στις αρχές του 2015, αλλά και ρετουσαρίστηκε (ψάχνουμε αιώνια ατυχώς την ελληνική λέξη για το mastering, και πάντα καταλήγουμε σε άλλη μία μη ελληνική) από τον Brad Boatright (Off!, Sleep κλπ, για να πιάσουμε δύο άκρα και εδώ), συντίθεται με ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο, ως προς το ότι με ικανό τρόπο όχι απλώς διατηρεί, αλλά ακόμη και εντείνει την δυναμική της, ακόμη και αν κανείς απομονώσει τα επιμέρους τμήματα που την συνιστούν.
Και δεν αναφέρομαι απλώς σε μία τυπική ανάγνωση των στίχων, χωρίς την ακρόαση του δίσκου, ή σε μία θεώρηση του εύστοχα γραμμικού artwork, ως αυτόνομη καλλιτεχνική πρόταση, κατά το προαιώνιο κλισέ στο οποίο μας έθισαν περιπτώσεις τύπου 4AD. Στα ίδια αποτελέσματα καταλήγει εν προκειμένω και μόνη η παράθεση των τίτλων των τραγουδιών του δίσκου, που φαινομενικά δεν εναρμονίζονται με τους υπόλοιπους στίχους. Τουλάχιστον μέχρι να αποδώσει ο καθένας το δικό του νόημα και να βρει ποια τέλος πάντων σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στα ‘The Future of Electronic Music’/’Through Symbols and passwords movies and sex we refine the supplements it’s history and process’, ‘No Rothko’/ ‘You ‘re not free to choose what you want, the police know whom you kiss’ (OK, εδώ το έπιασα. Νομίζω δηλαδή), ‘Wholecar’/’Straight from the queue, into the glue’ κ.ο.κ. . Γενικώς υπάρχει μια κωδικοποίηση εδώ μέσα, στον θεμιτό εκείνο βαθμό, που ενώ δεν θα καταστήσει τον ακροατή έρμαιο ανούσιας μελέτης, δεν θα του επιτρέψει και να εκτονωθεί αποχαυνωμένος στα εξωτερικά στοιχεία του ιδιώματος.
Σε αυτό τον τελευταίο παραπάνω στίχο (‘Straight From The Queue/ Into The Glue), που μπορείς να το πεις και πανκ τσιτάτο, χωρίς να υποτιμήσεις το ατόφιο νόημα του, έχω την εντύπωση ότι εδράζει η ειδοποιός διαφορά των Ruined Families σε σχέση με δεκάδες άλλα συγκροτήματα εκεί έξω, εντός και εκτός συνόρων, που ενδεχόμενα μόλις κυκλοφόρησαν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν δίσκους δεκαοχτάλεπτης διάρκειας, με κιθάρες και τύμπανα στα κόκκινα, και με φωνητικά που δεν αντέχουν τα φίλτρα κανενός μικροφώνου. Οι Ruined Families ενώ έχουν ουσιαστική γνώση, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική, των punk κανόνων, και ενώ δρουν αυτόνομα και κατά το δικό τους δοκούν, εν τούτοις δεν δρουν ούτε απομονωμένα, ούτε σε συνθήκες αυτό-εξαπάτησης, που αναπαράγουν την γραφική εξωτερική εικόνα μιας φυλής, από αυτές που επιχειρεί να αποσυνθέσει ερμηνευτικά στο βιβλίο του ο Κολοβός.
Τη στιγμή που τα πέντε μέλη των Ruined Families ανεβαίνουν στη σκηνή (και αυτό έγινε και στο Death Disco πριν από λίγες ημέρες στην πρώτη παρουσίαση του δίσκου, όπου και φυσικά ακούστηκε ολόκληρος) υπάρχει η αίσθηση ότι έχουν ορθά επιφυλάξει σε εαυτούς τη δυνατότητα – τουλάχιστον αισθητικά/οπτικά και όντας απεξαρτημένοι από τα κλισέ εξωτερικά χαρακτηριστικά του είδους- , να ανατρέψουν αν τυχόν χρειαστεί ακόμη και τη δική τους εσωτερική ανάγκη, και ξαφνικά να αρχίσουν να παίζουν κάτι τελείως διαφορετικό. Όχι δηλαδή αυτό το χαοτικά επιμελές h/c punk, το οποίο εξελίσσουν με μεθόδους σχεδόν χειρουργικές πλέον, αλλά πραγματικά οτιδήποτε άλλο, post punk, ψυχεδέλεια, κάτι άχρηστα χιπστερικό που κανέναν δεν απασχολεί πραγματικά κ.λ.π. .
Αυτό βέβαια ποτέ δεν συμβαίνει και ποτέ δεν θα συμβεί, αλλά είναι κρίσιμο το γεγονός ότι οι Ruined Families περισσότερο από το που έρχονται και αυτοί και ο καθένας μας, δεν τρέφουν περισσές αυταπάτες για το που ενδέχεται τελικά να καταλήξουμε, δηλαδή αν όχι εκεί που φτύνουμε, κατά το πιθανότερο εκεί που ποτέ δεν φανταζόμασταν ότι θα γλείφουμε. Συνεπώς, η οργή σε όλη τη διάρκεια του Education περισσότερο από έκδηλη είναι συνειδητή και ως προς την ενδεχόμενη κατάληξη της. Και αυτή η πικρή επίγευση είναι που διαχωρίζει το πανκ των Ruined Families από τους περισσότερους συναγωνιστές τους.
Στο παραπάνω πλαίσιο, και σε ένα-δύο ακόμη που μάλλον μου διαφεύγουν, η περίπτωση των Ruined Families για μία ακόμη φορά, τόσο δισκογραφικά, όσο και ως παρουσία στο χώρο εν γένει, αντιστρέφει τα πράγματα, και καθιστά μάλλον δύσκολο, για όσους τυχόν ερχόμαστε να κάνουμε κάποιου είδους αποτίμηση, το να μιλήσουμε έστω και για λίγο ευτελώς για πράγματα σοβαρά.
Καθότι η ιστορία με και γύρω από τους Ruined Families είναι αν μη τι άλλο σοβαρή, καθώς καταφέρνει να είναι ισόποσα εκτονωτική και ενδοσκοπική, και ασφαλώς χωρίς καν να κινδυνεύει από το μέγιστο των ελαττωμάτων ειδικά στο χώρο του punk, δηλαδή την σοβαροφάνεια εκείνη που καταλήγει το όλο πράγμα στα όρια του γελοίου.
Οι Ruined Families εν τέλει είναι το punk όπως ιδεατά ακόμη το έχουμε στο μυαλό μας, όσοι συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι πρόκειται για το σημαντικότερο πράγμα που συνέβη ποτέ σε αυτή τη μουσική, και πολύ περισσότερο, όσοι τυχόν πιστεύουμε ότι για ακόμη μία φορά θα είναι αυτό που θα την σώσει. Και τη μουσική και εμάς. Και αν δεν είναι αυτό σοβαρό, ε τότε τι άλλο είναι δηλαδή;