Drift Code
Τα επαινετικά λόγια του Μάνου Μπούρα είναι σε ευθεία αναλογία με τα... χρόνια που μεσολάβησαν από τον προηγούμενο δίσκο του καλλιτέχνη... Πολλά!
Πέρασαν 17 χρόνια από την προηγούμενη φορά που μας έδωσε προσωπική δουλειά ο Rustin Man (λέγε με και Paul Webb, αποκάλεσέ με και πρώην μπασίστα των Talk Talk αν θέλεις, πρώην επειδή η μπάντα έπαψε να λειτουργεί, όχι επειδή ήθελα εγώ να φύγω. Απόφαση του φίλου μου Mark Hollis ήταν κι ακολούθησα. Άσε που τον έχασα επίσης μέσα στη σκατοχρονιά που τελειώνει… Πες με ακόμη και πρώην ήμισυ των O’rang, άλλη σπουδαία μπάντα όπου έχω βάλει το χεράκι μου, επέτρεψέ μου να σου πω…). Τόσα πολλά χρόνια κάνουν ελάχιστοι να βγάλουν νέο δίσκο, κι όπως έχει δείξει η εμπειρία μας, συνήθως αξίζει τον κόπο να περιμένει κανείς τόσο μέχρι να ακούσει τι στο διάβολο ετοιμάζει κανείς σε τέτοιο απύθμενο βάθος χρόνου. Scott Walker, The Stone Roses, Bill Fay, γνωστά πράγματα αυτά. Τέλος πάντων, και για να μη μακρηγορούμε (γι’ αυτό το τελευταίο δεν ορκίζομαι), μετά από όλα αυτά τα χρόνια και όλες τις εποχές που έβλεπε να περνούν από μπροστά του ο Rustin Man χωρίς να δείχνει να κάνει κάτι για να τις αιχμαλωτίσει μουσικά, αιφνιδιαστικά παίρνουμε ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ του που μας τινάζει το μυαλό στον αέρα. Φτάνουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι τελικά, όσο αργός κι αν φαινόταν σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, κάθε άλλο παρά χάζευε. Απλά έπαιρνε τα ερεθίσματά του με το δικό του ρυθμό και βηματισμό έμπνευσης…
Το ‘Drift Code’ έχει για εμένα γραμμένο με μεγάλα γράμματα στο εξώφυλλό του τη λέξη ΚΛΑΣΙΚΟΣ, άλλο αν στην πραγματικότητα το κοσμεί μια υπέροχη παλιακή φωτογραφία σε σέπια χρωματισμούς ενός τρέιλερ όπως αυτά που συναντάς στα λούνα παρκ και παρακολουθείς κουκλοθέατρο υπό τους ήχους ενός μανιασμένου οργάνου. Ομοίως στο εσώφυλλο κοιτάζεις γεμάτος περιέργεια τα ράφια ενός παλαιοπωλείου και τα λογής εξωτικά αντικείμενα που υπάρχουν απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Είναι όμως αντίστοιχα και το περιεχόμενο του δίσκου έτσι; Σε βάζει στη λογική ενός μουσικού ταξιδιού σε άλλους τόπους που μόνο να φανταστείς μπορείς; Όχι, το ακριβώς αντίθετο. Στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον, σε φέρνει όσο πιο κοντά στο σπίτι σου μπορεί, σου δίνει μια μοναδική αίσθηση οικείου κι αναδύει μια ζεστασιά που έως και πρωτόγνωρη θα μπορούσες να την πεις.
Δεν είναι βέβαια ότι ακούγοντας τον δίσκο θα αισθανθείς ότι ακούς κάτι που δεν έχεις ξανακούσει ποτέ, κάτι πρωτόφαντο. Δόξα τω Θεώ, οι αναφορές σε πράγματα του παρελθόντος είναι πολλές και πανταχού παρούσες. Όμως, ποτέ σχεδόν δεν σε εμποδίζουν να απολαύσεις αυτή τη μουσική σαν κάτι που με το δικό του τρόπο είναι μοναδικό, σαν να μηδενίζει το κοντέρ της καλής αισθητικής και μιας προσωπικής έκφρασης που σε αφορά. Όλα τα συστατικά που απαρτίζουν τα τραγούδια είναι τόσο καλά τοποθετημένα –ίσως επειδή είχαν το χρόνο να βρουν την ακριβή τους θέση μέσα στο περιβάλλον που τοποθετήθηκαν, χωρίς καμία βιασύνη και με την πολυτέλεια της δεύτερης, τρίτης και πολλοστής σκέψης– που δεν περισσεύει τίποτα από εδώ, τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτε δεν σου δίνει την αίσθηση του βαρυφορτωμένου και υπερφιλόδοξου που στοχεύει στον εύκολο εντυπωσιασμό. Μένεις ως εκ τούτου με το απόσταγμα ενός ούτως ή άλλως οικονομικού συνόλου, κι αυτό είναι που δίνει εξ αρχής το μήνυμα του μεγαλείου που παραφυλάει πίσω από τις στροφές του δίσκου.
Από εκεί και πέρα, τα όσα μπορείς να αποκομίσεις απ’ αυτόν είναι μέχρι και ανεξάντλητα. Θα σε καθοδηγεί μέχρι το πέρας του η ίδια η φωνή του Webb, με την ευγενική της χροιά και τον τονικό της πλούτο, που φέρνει στο νου ακαριαία τον Robert Wyatt αλλά και τον Peter Hammill κατά τόπους. Σε συνδυασμό με την pastoral ατμόσφαιρα που κυριαρχεί, σαν το εσωτερικό μιας χρονομηχανής που έχει χάσει τον έλεγχο στο πιλοτήριό της και σε πηγαινοφέρνει στο χρόνο αδιάκοπα και σε φέρνει μια στο παρελθόν σου και μία σ’ ένα άγνωστο μα ευπρόσδεκτο μέλλον, το ‘Drift Code’ εκπληρώνει όλα όσα θα ήθελες από ένα δίσκο που αψηφά την κενότητα των ημερών και σε φέρνει μπροστά σ’ ένα θαύμα, από εκείνα που θυμάσαι να ζεις στις πιο περιπετειώδεις ημέρες σου σαν ακροατής μουσικής. Να βιώνεις δηλαδή μια αποκάλυψη μπροστά στα έκπληκτα αυτιά σου, που ακόμη κι αν δεν σκάει σαν πυροτέχνημα στο ουρανό, κάνει μια εσωτερική βουβή έκρηξη που ξέρεις πολύ καλά κι εκ των προτέρων ότι είναι σαφώς ισχυρότερη και η “ζημιά” που κάνει πολύ βαθύτερη κι ουσιαστικότερη.
Περιμένουμε το επόμενό σου βήμα Paul, κι ας κάνουμε άλλα 17 χρόνια να το ακούσουμε!